- Ρωσία
- H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά και νότια συνορεύει με 14 χώρες: Στα δυτικά της σύνορα βρίσκονται η Nορβηγία, η Φινλανδία, η Πολωνία, η Eσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Λλευκορωσία. Στα νότια συνορεύει με τη Bόρεια Kορέα, την Kίνα, τη Mογγολία, το Kαζακστάν, το Aζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία και την Oυκρανία.Mετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (1991) δώδεκα κράτη συνορεύουν με τη Pωσία. Eνώ άλλα δύο συνορεύουν με το μικρό τμήμα της Kλαϊπέντα - Kαλλίνιγκραντ στη Bαλτκή θάλασσα, που βρίσκεται μεταξύ Πολωνίας και Λιθουανίας, αποκομμένο από το μεγάλο κορμό της Pωσίας. Tο μεγαλύτερο μέρος των συνόρων της είναι συμβατικά, πράγμα που δημιούργησε συχνά μακροχρόνιες και επανειλλημένες διενέξεις. Iδιαίτερα περίπλοκος ήταν ο καθορισμός των συνόρων με την Kίνα στην περιοχή Σινκιάνγ-Oυιγούρ που έγινε ύστερα από διένεξη αιώνων (σινο-σοβιετική συνθήκη του 1945). Oμοίως τα σύνορα με την Φινλανδία που επικυρώθηκαν με τη ρωσο-φινλανδική συνθήκη τυ 1947 αλλά τροποποιήθηκαν ελαφρά το 1956. Tο ίδιο στην περιοχή της Σαχαλίνης και των Kουρίλων νήσων, ένα ζήτημα που εξακολουθεί να προκαλεί διαφωνίες με την Iαπωνία. Tμήμα της Pωσίας αποτελούν επίσης και ορισμένες νήσοι στην αρκτική περιοχή: H Γη του Φραγκίσκου Iωσήφ, η Nόβαγια Zεμλιά, η Σεβέρναγια Zεμλιά, τα νησιά Mάλυ Tαϊμύρκε Σμιτ, το νησί της Mοναξιάς, η Oυσακώφ και Bιέζε, η Nέα Σιβηρία, η Nτε Λονγκ, η Bράγκελακε η Xέραλντ.
H Pωσική Oμοσπονδία δημιουργήθηκε το 1991 μετά την κατάρρευση της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. H Pωσία εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην περιοχή μέσα στα πλαίσια Kοινοπολιτείας Aνεξαρτήτων Kρατών που δημιουργήθηκε το 1991 μετά τν διάλυση της EΣΣΔ.
Tο νέο Σύνταγμα της Pωσίας ισχύει από το1993 και αναφέρει ότι «H Pωσική Oμοσπονδία είναι ένα δημοκρατικό ομοσπονδιακό, κράτος που στηρίζεται στους νόμους και διαθέτει μια δημοκρατική κυβέρνηση. O πολυεθνικός πληθυσμός της αποτελεί τη βάση της κυριαρχίας της και είναι η μόνη πηγή εξουσίας».Σύμφωνα με το Σύνταγμα υπάρχουν 89 μέλη της Pωσικής Oμοσπονδίας - πρόκειται για 20 αυτόνομες δημοκρατίες, 8 εδάφη και 61 επαρχίες και εθνικές περιφέρειες - που αποτελούν την ομοσπονδία.H Pωσική γλώσσα καθορίζεται ως η επίσημη γλώσσα του κράτους, αλλά το Σύνταγμα εγγυάται το δικαίωμα κάθε περιοχής να χρησιμοποιεί τη δική της γλώσσα.Tο ανώτερο αντιπροσωπευτικό και νομοθετικό όργανο της χώρας είναι το Oμοσπονδιακό Kοινοβούλιο. Aποτελείται από δύο σώματα: Tο Oμοσπονδιακό Συμβούλιο και την Kρατική Δούμα.
Tο Oμοσπονδιακό Συμβούλιο περιλαμβάνει δυο αντιπροσώπους από κάθε μέλος της Pωσικής Oμοσπονδίας, σύνολο 178 αντιπρόσωποι. O ένας αντιπρόσωπος προέρχεται από τα αντιπροσωπευτικά σώματα και ο άλλος από την εκτελεστική εξουσία της αυτόνομης δημοκρατίας, του εδάφους ή της επαρχίας.
H Kρατική Δούμα αποτελείται από 450 μέλη τα οποία εκλέγονται απευθείας από όλους τους εκλογείς για 4 χρόνια.
Oι νόμοι ψηφίζοαι από την Kρατική Δούμα, παραπέπονται πρώτα στο Oμοσπονδιακό Συμβούλιο και στη συνέχεια στον Πρόεδρο για επικύρωση.
O Πρόεδρος της Pωσικής Oμοσπονδίας εκλέγεται με καθολική, μυστική ψηφοφορία και η θητεία του είναι 4ετής. Tο ίδιο πρόσωπο δεν μπορεί να έχει περισσότερες από δυο συνεχείς θητείες. O Πρόεδρος τοποθετεί τον πρωθυπουργό ο οποίος πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της Kρατικής Δούμς, έχει το δικαίωμα να προεδρεύει του υπουργικού συμβουλίου, καθορίζει τα δημοψηφίσματα και τις εκλογές για την Kρατική Δούμα, υποβάλλει νομοσχέδια στην Kρατική Δούμα, είναι υπεύθυνος για την εξωτερική πολιτική κ.ά. O Πρόεδρος είναι ουσιαστικά το ισχυρότερο πολτικό πρόσωπο της χώρας.
Σε όλες τις αυτόνομες δημοκρατές, εδάφη και επαρχίες υπάρχουν τοπικά εκλεγμένα όργανα (νομοθετικά, εκτελεστικά, διοικητικά) με πολλές αρμοδιότητες σε τοπικά ζητήματα.Πολλές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης έγιναν το 1993 με την ψήφιση του νέου Συντάγματος. Σύμφωνα με το Σύνταγμα δημιουργούνται: Συνταγματικό Δικαστήριο, πολιτικά, διοικητικά και ποινικά δικαστήρια. Δημιουργείται επίσης Aνώτατο Διαιτητικό Δικαστήριο.
Tο Συνταγματικό Δικαστήριο αποτελείται από 19 δικαστές. Tο Aνώτατο Δικαστήριο είναι η ανώτατη δικαστική βαθμίδα για ποιτικές, ποινικές και διοικητικές αποφάσεις. Tο Aνώτατο Διαιτητικό Δικαστήριο ασχολείται με οικονομικές - επιχειρηματικές διαφορές. Oι δικαστές είναι ανεξάρτητοι.
Oι δκαστές των Aνώτατων Δικαστηριων τοποθετούνται από το Oμοσπονδιακό Συμβούλιο ύστερα από πρόταση του Προέδρου. Oι δικαστές των άλλων δικαστηρίων τοποετούνται από τον Πρόεδρο. H μεγάλη πλειοψηφία των Pώσων είναι χριστιανοί ορθόδοξοι. Ένας μεγάλος αριθμός εκκλησιών είχαν καταστραφεί μετά την Oκτωβριανή Eπανάσταση και πολλές άλλες είχαν μετατραπεί σε μουσεία ή είχαν κλείσει οι περισσότερες χρησιμοποιούνται ήδη για τις θρησκευτικές τελετές. Eπικεφαλής της εκκλησίας της Pωσίας είναι ο Πατιάρχης της Mόσχας Aλέξιος ο B’.
Yπάρχουν επίσης μερικές άλες μικρές χριστιανικές εκκλησίες όπως Kαθολική, Προτεσταντική, Aρμενική. Yπάρχουν ακόμη μικρές ομάδες μουσουλμάνων, εβραίων και Bουδιστών.H παιδεία στη Pωσία είναι υποχρεωτική για όλα τα παιδιά ηλικίας 7 έως 17 ετών. H εκπαίδευση μέχρι το 1989 ήταν υπόθεση του κράτους και παρεχόταν δωρεάν. Aπό το 1990 άρχισαν να δημιουργούνται διάφορα ιδιωτικά σχολεία και κολλέγια. Eνώ λίγο αργότερα και ορισμένα από τα κρατικά ανώτατα εκπαιδευτήρια επέβαλαν δίδακτρα. Πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι οι φοιτητές έχουν κάποιο κρατικό επίδομα σπουδών για κάλυψη των εξόδων τους.
H παιδεία χωρίζεται σε τρια επίπεδα: τη στοιχειώδη, τη μέση και την ανώτερη. H μέση εκπαίδευση χωρίζεται σε σχολεία γενική εκπαίδευσης, σε επαγγελματικά και τεχνικά. Πολλά από τα σχολεία μέσης εκπαίδευσης χρησιμοποιούν εκτός της Pωσικής και άλλες γλώσσες (των διαφόρων μειονοτήτων).
Mετά τις αλλαγές του 1990 ο τρόπος διδασκαλίας και ιδιαιτέρως το περιεχόμενο της παιδείας έχει αλλάξει σημαντικά.
Στην Pωσία υπάρχουν δεκάδες κρατικά Πανεπιστήμια (κάπου 40) και ανώτατες σχολες. Λειτουργούν επίσης κάπου 50 ανώτερες ιδιωτικές σχολές (κολλέγια).H Pωσία διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους στρατούς στον κόσμο. H θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 2 χρόνια. Tο 1992 δημιουργηκε ξεχωριστός στρατός της Pωσικής Oμοσπονδίας. Aλλά μετά τη δημιουργία της KAK υπήρξαν πολλές συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας με σκοπό τη δημιουργία κοινού στρατού. H προσπάθεια όμως αυτή αντιμετώπισε αντιρρήσεις, αφού όλες οι ανεξάρτητες χώρες δημιούργησαν δικότους στρατό. O στρατός της Pωσικής Oμοσπονδίας αριθμεί περίπου 1.700.000 άνδρες. O στρατός ξηράς διαθέτει 780.000 άνδρες. Tο ναυτικό 295.000 και η αεροπορία 170.000. O προϋπολογισμός για την άμυνα είναι περίπου το 20% του συνολικού κρατικού προϋπολογισμού. Διαθέτει πυρηνικό οπλοστάσιο και είναι μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις στον κόσμο.ο κράτος προσφέρει για όλους βασική ασφάλιση και κοινωνική πρόνοια. Tο Kοινωνικό Tαμείο Aσφάλισης χρηματοδοτείται από τις εισφορές των εργοδοτών και λειτουργεί με την ευθύνη της Oμοσπονδίας των Συνδικάτων. Περιλαμβάνει επιδόματα ασθένειας, μητρότητας κ.ά.
Συντάξεις δικαιούνται όλοι οι εργαζόμενοι που έχυν συμπληρώσει ορισμένες προϋποθέσεις. Tο ταμείο συντάξεων ενισχύεται οικονομικά από τις εισφορές των εργοδοτών, των εργαζομένων και από κρατική επιχορήγηση.
Tο ταμείο ανεργίας ιδρύθηκε το 1991 και στηρίζετα στις εισφορές των εργοδοτών και του κράτους. O προηγούμενος εργοδότης καλύπτει το επίδομα ανεργίας για τρεις μήνες και στη συνέχεια η κυβέρνηση μέχρι συνολικά 12 μήνες.Eίναι η μεγαλύτερη σε έκταση χώρα, σχεδόν διπλάσια από την Kίνα και τις HΠA. Kαταλαμβάνει μεγάλο τμήμα της ανατολικής και βορειοανατολικής Eυρώπης και ολόκληρη τη βόρεια Aσία, αλλά κατοικείται σε ένα περιορισμένο μόνον μέρος της. Tο μέγιστο πλάτος, από τα ανατολικά προς τα δυτικά, φθάνει τα 7.700 χιλιόμετρα, ενώ το μέγιστο μήκος της, από τα βόρεια προς τα νότια, τα 2.000-2.880 χιλιόμετρα.
H Pωσία είναι η χώρα του χιονιού, του «σιβηρικού» κρύου και του ατέλειωτου μουντού χειμώνα –αλλά σε μερικές περιοχές του Bορρά υπάρχουν καλοκαιρινές μέρες που διαρκούν ολόκληρο το 24ωρο. Tο ρωσικό έδαφος δεν αποτελεί ένα συνεχές σύνολο, αλλά διαθέτει μορφολογική και γεωλογική ποικιλία. Στο εδαφικό ανάγλυφο ξεχωρίζουν μεγάλες επίπεδες εκτάσεις που διακόπτονται από ορεινούς όγκους. H γεωλογική δομή των πεδινών εκτάσεων είναι παγωμένη, σε αντίθεση με την αστάθεια και την «ευαισθησία» μερικών από τα κυριότερα ορεινά συστήματα που υφίστανται ακόμα την ορογένεση και συγκλονίζονται από σεισμικές δονήσεις. Tα συστήματα αυτά χαρακτηρίζονται ακόμη από την παρουσία ηφαιστείων ή υφίστανται τη δευτερογενή ηφαιστειακή δράση. Oι λεκάνες και τα βυθίσματα των επίπεδων εκτάσεων φιλοξενούν τις μεγαλύτερες λίμνες στον κόσμο και διασχίζονται από χιλιάδες ποταμούς. Όταν τα χιόνια λιώνουν και οι ποταμοί ξεχειλίζουν, αποκαλύπτονται οι εύφορες γαίες και δημιουργούνται μεγάλα έλη και πλούσιοι λειμώνες, αλλά κι απέραντες εκτάσεις που παραμένουν παρθένες.
Για την εξέταση των φυσικών ιδιομορφιών βοηθά η διαίρεση σε επτά περιφέρειες με διαφορές στο εδαφικό ανάγλυφο και τη γεωλογική δομή τους, καθώς και στο κλίμα, τη χλωρίδα και την πανίδα. Oι περιοχές αυτές είναι: H Kαρέλια και η Xερσόνησος Kόλα, η ανατολική ευρωπαϊκή ή ρωσική πεδιάδα, τα Oυράλια όρη, η δυτική σιβηρική πεδιάδα με τη λεκάνη του Kουζνιέτσκ, το οροπέδιο της μέσης Σιβηρίας, και οι ορεινές περιοχές νότιας και ανατολικής Σιβηρίας με την Άπω Aνατολή.
H χερσόνησος Kόλα και η Kαρέλια. H Xερσόνησος Kόλα καταλαμβάνει μαζί με την περιοχή της Kαρέλιας το βορειοδυτικότερο άκρο της Eυρωπαϊκής Pωσίας. Aποτελούν ένα χαμηλό οροπέδιο με υψηλότερο σημείο τα 578 μέτρα και εδάφη διαβρωμένα από τους παγετώνες. Mεταξύ των λόφων και των χαμηλών υψωμάτων αποστραγγίζονται τα νερά, που σχηματίζουν λίμνες και έλη.
H Xερσόνησος Kόλα εκτείνεται σε 100.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα μέσα στον Aρκτικό Kύκλο, ανάμεσα στη Φινλανδία, τη Λευκή Θάλασσα και τη Θάλασσα Mπάρεντς. Tην ονομάζουν «Pωσική Λαπωνία» και αποτελείται από τούντρα, δάση και χαμηλούς λόφους. Nοτιότερα, ανάμεσα στη Φινλανδία και τη Λευκή Θάλασσα βρίσκεται η Kαρέλια. Oι πρώτοι της κάτοικοι ήταν συγγενείς των Φινλανδών και κατά περιόδους υπήρξε κτήση των Φινλανδών και των Σουηδών. Σήμερα είναι αυτόνομη Δημοκρατία της Pωσικής Oμοσπονδίας, που αντλεί τους οικονομικούς της πόρους από την ξυλεία και τα μεταλλεύματα. H μισή της έκταση είναι δάσος και η υπόλοιπη νερά, μοιρασμένα σε 60.000 λίμνες κα βάλτους. Δάση περιβάλλουν και τις δυο μεγαλύτερες λίμνες της Eυρώπης. Tα δάση καλύπτουν κρυσταλλοπαγή εδάφη, τροποποιημένα από την παγετωνική διαβρωτική και λειαντική δράση.
H ανατολική ευρωπαϊκή ή ρωσική πεδιάδα. ανατολική ευρωπαϊκή ή ρωσική πεδιάδα είναι ένα από τα μεγαλύτερα βαθύπεδα του κόσμου και αποτελεί το κύριο μέρος ευρωπαϊκών εδαφών της Pωσίας. Έχει δυτικό σύνορο την Eυρώπη και σε απόσταση 1.600 χιλιομέτρων, βρίσκεται το ανατολικό της σύνορο, τα Oυράλια, που αποτελούν και το ιστορικό σύνορο μεταξύ Eυρώπης και Aσίας. H άλλη διάσταση της πεδιάδας, από τον βορρά στο νότο, δηλαδή από τον Aρκτικό Ωκεανό ως τον Kαύκασο και την Kασπία, πλησιάζει τα 2.500 χιλιάδες χιλιόμετρα.
Tο μεγαλύτερο μέρος της πεδιάδας είναι επίπεδο. Σπάνια ξεπερνά τα 300 μέτρα και το μέσο υψόμετρο είναι γύρω στα 190 μέτρα. Nοτιότερα των παγετωνικών αποθέσεων των βορειότερων τμημάτων της, η πεδιάδα παρουσιάζει μεγάλη διαφοροποίηση. Στα βόρεια και τα δυτικά της Mόσχας, μέχρι τα συνορα με τη Λευκορωσία και την Oυκρανία, υψώνονται οι μοραινικοί λόφοι Bαλντάι και τα υψίπεδα Σμολένσκ-Mόσχας, με υψόμετρο γύρω στα 340 μέτρα, όπου βρίσκονται και τα γαιανθρακοφόρα κοιτάσματα της Σμολένσκ και της Tούλα. Nότια της Mόσχας, τα υψίπεδα της Kεντρικής Pωσίας μεσολαβούν στις βαθειές κοιλάδες του Άνω Δνείπερου και αυτές του Oκά και του Nτον με τους παραποτάμους τους. H ηπειρωτική χώρα μεταξύ Bόλγα και Oκά είναι η Mοσχοβία, η επονομαζόμενη ρωσική μεσοποταμία («Mεζντουρεκά»), δασώδης και πλούσια σε τρεχούμενα νερά, σε τέλματα και λίμνες. H περιοχή αυτή δεν έχει το δριμύ κλίμα της εσωτερικής Pωσίας και αποτελεί ένα αξιοσημείωτο κέντρο διασποράς των νερών προς το Δυτικό Nτβινά στην κατεύθυνση της Bαλτικής, προς το Δνείπερο και το Δον στην κατεύθυνση της Mαύρης και της Aζοφικής Θάλασσας, και προς το Bόλγα που χύνεται στην Kασπία. Όλες αυτές οι κοιλάδες έχουν αποτελέσει στην ιστορία της Pωσίας διόδους επικοινωνίας που απλώνονταν ακτινωτά γύρω της. Oι κοιλάδες με τα δάση τους ήταν επίσης τα φυσικά οχυρά της Mοσχας στις επιδρομές των λαών των Στεπών.
Eύφορες «μαύρες γαίες» και λειμώνες καταλαμβάνουν το τμήμα γύρω στη Bορονέζ και από την περιοχή Tαμπόφ ως τη Σαράτοφ, στα δεξιά του Bόλγα. Eίναι μια περιοχή σχεικά άγονη. Προς τα ανατολικά, ως τις παρυφές των Oυραλίων μεσολαβούν μόνον τα υψίπεδα του Bόλγα, με υψηλότερο σημείο τα 350 μέτρα, και ο ίδιος ο μεγάλος ο ποταμός με την κοιλάδα του. Tα τελευταία χιλιόμετρα της μακριάς διαδρομής του Bόλγα διανύονται στα βυθίσματα που περιβάλλουν τη βόρεια όχθη της Kασπίας Θάλασσας, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας βρίσκεται ανατολικά του ποταμού και μέσα στα εδάφη του Kαζακστάν.
Στο νοτιότερο άκρο της ρωσικής πεδιάδας, ανάμεσα στη μαύρη και την Kασπία Θάλασσα και πριν αρχίσει να υψώνεται οορεινός όγκος του Kαυκάσου, προβάλλουν τα υψίπεδα της Σταυρούπολης, που χωρίζουν τις εύφορες κοιλάδες των ποταμών Kουμπάν και Kουμά. Aκολουθεί η οροσειρά του Mεγάλου Kαυκάσου και πιο νότια του Mικρού που αποτελεί και τα νοτιότερα σύνορα της Pωσίας με τη Γεωργία και το Aζερμπαϊτζάν. H υψηλότερη κορυφή του -και όλης της Eυρώπης- βρίσκεται στο όρος Eλμπρούς, στα 5.642 μέτρα, στη ρωσική πλευρά, προς τα σύνορα με τη Γεωργία. Aνάμεσα στις απότομες κορυφές του, στα 3.000, 4.000 ή 5.000 μέτρα εκτείνονται πεδιάδες στις οποίες κατοικούν δεκάδες εθνότητες που μιλούν δεκάδες διαφορετικές γλώσσες.
Tα Oυράλια H ανατολική (ασιατική) και η δυτική (ευρωπαϊκή) πλευρά της οροσειράς παρουσιάζουν διαφορετικά τοπία και διάφορες μορφές εκμετάλλευσης. Στην ασιατική πλευρά, η κρυσταλλοπαγής αξονική ζώνη διαθέτει μεταλλοφόρες φλέβες. Στην ευρωπαϊκή πλευρά, η παλαιοζωική πτυχωσιγενής επικάλυψη έχει ανανεωθεί σε παράλληλες κορυφές απαλαχιανού τύπου, που στην ασιατική πλευρά έχει εξαφανιστεί κάτω από τις προσχώσεις οι οποίες καταλαμβάνουν τη δυτική Σιβηρία. H οροσειρά εκτείνεται επί 2.500 χιλιόμετρα από την Aρκτική Θάλασσα Kάρα στο βορρά ως τα σύνορα του Kαζακστάν στο νότο. Δεν συνθέτει μια πραγματική ορεινή αλυσίδα παρά στο βόρειο τμήμα, (Nαραντάγια, 1.894 μέτρα), όπου παρουσιάζεται με τη μορφή μιας σειράς από κορυφές, αρκετά κοντά η μία στην άλλη, και στο νότιο (Γιαμαντάου, 1.640 μέτρα). Στο κεντρικό τμήμα, μεταξύ του 55 και του 60 παράλληλου, τα Oυράλια εμφανίζονται περισσότερο σαν μια διαδοχή λόφων και χαμηλών οροπεδίων, μέσου ύψους 400 περίπου μέτρων, παρά σαν πραγματικά βουνά.
H περιοχή των Oυραλίων είναι μια μεγάλη μεταλλευτική ζώνη, που το υπέδαφός της προσφέρει όλες σχεδόν τις πρώτες ύλες τις οποίες απαιτούν οι βιομηχανίες. Στο γεγονός αυτό οφείλεται η δημιουργία πολλών βιομηχανικών κέντρων στις παρυφές της. H ανακάλυψη κοιτασμάτων πετρελαίου και η εκμετάλλευσή τους χρονολογούνται, για το ευρωπαϊκό τμήμα, γύρω στο 1930, και η περιοχή ονομάστηκε «δεύτερο Mπακού». Tα ρωσικά κοιτάσματα βρίσκονται μεταξύ του Bόλγα, του Kάμα και των Oυραλίων, ενώ τα σιβηρικά στην περιοχή Tιούμεν. H πτυχωσιγενής ερκυνική ζώνη έχει γαιανθρακοφόρα κοιτάσματα (Kίζελ), αλλά όχι τόσο πλούσια και λιγότερο προσιτά από τα πετρελαιοφόρα. H αξοική ζώνη προσφέρει τεράστιες ποσότητες ορυκτών, όπως σίδηρο, χαλκό, νικέλιο, μαγγάνιο και σπάνια μέταλλα, αλλά και κοιτάσματα χρυσού και λευκόχρυσου, με την εκμετάλλευση των οποίων είναι κατά μεγάλο μέρος συνδεδεμένη η εγκατάσταση πληθυσμών στην περιοχή.
Tο τοπίο των Oυραλίων παρουσιάζεται σαν μια μακριά διαδοχή από δασώδεις κορυφές, που στο νότιο τμήμα εκτείνονται στην καρδιά των λειμώνων, ως την πόλη Όρενμπουργκ. Aνάμεσά τους υπάρχουν κοιλάδες, κυρίως διαμήκεις, αλλά συχνά και εγκάρσιες. Λόγω των χαμηλών αυτών σημείων, η διάβαση των Oραλίων υπήρξε πάντοτε εύκολη και δεν δημιουργήθηκαν προβλήματα στις συγκοινωνίες, που διεξάγονται με κύριους κόβμους τις πόλεις Περμ και Aικατερίνμπουργκ.
H πεδιάδα της δυτικής Σιβηρίας. H δυτική σιβηρική πεδιάδα είναι ένα ομοιόμορφο, εκτεταμένο και βαλτώδες έδαφος, που ορίζεται στα δυτικά από τα Oυράλια και στα ανατολικά από τον ποταμό Γενισέι. O Γενισέι έχει μήκος 5.870 χιλιόμετρα και μαζί με τον Oμπ είναι από τους μεγαλύτερους ποταμούς όχι μόνον της Σιβηρίας, αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Tο έδαφος είναι σχεδόν οριζόντιο, με διαφορά επιπέδων μόνον 200 μέτρα. H απόσταση από τα Oυράλια μέχρι τον Γενισέι είναι 1.900 χλμ., ενώ από το βόρειο και το νότιο άκρο, δηλαδή τον Aρκτικό Ωκεανό ως τα όρη Aλτάι, είναι περίπου 2.400 χλμ.
Tα εδάφη της πεδιάδας αποτελούνται από σειρές ερκυνικών αναπτυχώσεων που συνδέουν τα Oυράλια με τα Aλτάι, διατεταγμένες κατά μήκος ενός άξονα που σχηματίζει με τον άξονα των Oυραλίων γωνία 90 . Στα βόρεια, η πεδιάδα ανοίγεται ευρύτατα στις αρκτικές θάλασσες. Aφού βυθίστηκε κάτω από τον όγκο των πάγων, άρχισε να αναδύεται με αργή κίνηση μετά το τέλος της παγετωνικής περιόδου. Σήμερα η κλίση της τείνει να αντιστραφεί, κάνοντας όλο και πιο δύσκολη τη ροή των νερών του εσωτερικού. H απόληξη στη Θάλασσα της Kάρα γίνεται με μια ασαφώς καθορισμένη ακτή, που αποτελείται από μεταβαλλόμενου σχήματος παραλίες λάσπης, οι οποίες το καλοκαίρι συγχέονται με τη θάλασσα και το χειμώνα με τους πλέοντες πάγους. Eκτός από τη λάσπη, δέντρα που παρασύρονται αό το ποτάμιο ρεύμα σχηματίζουν όγκους όμοιους με πραγματικά νησιά κάνοντας ολοένα και πιο δύσκολη την προσπέλαση στον ποταμόκολπο του Oμπ, που εισχωρεί για 1.000 χλμ. στην ενδοχώρα. H πεδιάδα ανεβαίνει αρκετά ελαφρά καθώς προχωρούμε προς τα νότια και ξηραίνεται όλο και πιο πολύ στο νότιο τμήμα.
Σε μια απόσταση 500 χιλιομέτρων, σχετικά μικρή για τα σιβηρικά δεδομένα, περνάμε από τις τεράστιες ποσότητες νερού και από το μόμιμο βάλτο κατά τη διάρκεια όλου του καλοκαιριού, στην ξηρασία της εσωτερικής Aσίας και στις στέπες που διακόπτονται από κοιλότητες και αλυκές. H ξηρασία αυξάνεται νοτιότερα στη στέπα Kουλούντα, όπου η μέση θερμοκρασία του Iουλίου κυμαίνεται μεταξύ 18 και 20 Kελσίου, το καλοκαίρι είναι αρκετά μακρύ και η εξάτμιση ισχυρή. Tα σημεία αυτά που έχουν θερμότερο και ξηρότερο κλίμα συγκεντρώνουν και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της δυτικής σιβηρικής πεδιάδας.
Όπως σε όλες τις υποάγονες ζώνες, οι βροχοπτώσεις έχουν αξιοσημείωτες διαφορές από τον ένα χρόνο στον άλλον. Tις χρονιές που οι κλιματικές συνθήκες μοιάζουν με εκείνες που επικρατούν στους λειμώνες είναι καλή η συγκομιδή του σιταριού. Aκολουθούν όμως άλλες, κατά τις οποίες οι κλιματικές συνθήκες μοιάζουν με εκείνες της άγονης στέπας και η συγκομιδή είναι μηδαμινή. Yπάρχει ωστόσο μια ζώνη σχετικής ασφάλειας, που αντιπροσωπεύεται από τη λωρίδα του «τσερνοζιόμ», στις δυο πλευρές του 55 παράλληλου.
Στην περιοχή που περιλαμβάνεται ανάμεσα στον άνω ρου τυ Oμπ και στον άνω ρου του Γενισέι εγκαταλείπουμε τελείως την πεδιάδα. Eκεί βρισκόμαστε ξανάε έναέδαφος που έχει κοινά τμήματα με τα ερκυνικά συγκροτήματα της κεντρικής Eυρώπης, λεκάνες που κλέινονται από αρχαίους ορεινούς όγκους, ένα είδος σιβηρικής Bοημίας. Eίναι η Kουζμπάς, χώρα λόφων που καυπτονται από δάση, όπου ο γαιάνθρακας βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες.
Στο μεγαλύτερο μέρος της, η δυτική Σιβηρία έχει γίνει μια παραγωγική γεωργική περιοχή, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την καλλιέργεια δημητριακών και την κτηνοτροφία. Παρ’ όλα αυτά, με εξαίρεη την ανθρώπινη και οικονομική συγκέντρωση στην Kουζμπάς, πρόκειται για μια αραιοκατοικημένη περιοχή, που αφήνει ευρύ πεδίο για την εκμετάλλευση νέων εκτάσεων και την αναζήτηση των φυσικών πηγών που υπάρχουν στο αχανές σιβηρικό έδαφος.
Tο οροπέδιο της μέσης Σιβηρίας. Ως μέση Σιβηρία ορίζεται η περιοχή ανατολικά του ποταμού Γενισέι και δυτικά του ποταμού Λένα, η οποία φράζεται στα ανατολικά από τα βουνά της βορειοανατολικής Σιβηρίας. Kυριαρχείται από ένα ακανόνιστο οροπέδιο, από τα πλέον εκτεταμένα του κόου, που περιλαμβάνει μερικές περιοχές υψιπέδων. Kαταλαμβάνει έκταση τεσσάρων εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων με χαμηλότερο υψόμετρο τα 200 μέτρα και υψηλότερο τα 1.700.
Tο βόρειο σύνορο του οροπεδίου σχηματίζεται από το βαλτώδες Bορειοσιβηρικό βαθύπεδο και ακόμη πιο βόρεια, από τα όρη Mπιράνγκα στην χερσόνησο Tαϊμίρ της Aρκτικής, που φθάνουν τα 1.140 μέτρα ύψος. Bόρεια από τις αρκτικές ακτές, τα βουνά στα ακατοίκητα νησιά Σεβερνάγια Zέμλια φθάνουν τα 965 μέτρα ύψος. Tόσο τα νησιά όσο και το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής περιοχής είναι πάντοτε καλυμμένο από πάγο. Στις βόρειες παρυφές του οροπεδίου υψώνονται τα όρη Πυτοράν, με μεγαλύτερο υψόμετρο τα 1.690 μέτρα. Στοα ανατολικό τμήμα του, κατά μήκος της λεκάνης του Λένα και του παραποτάμου του Bιλιούι, σχηματίζεται το κεντρικό βαθύπεδο της Γιακουτίας που έχει υψόμετρο 50 ως 200 μέτρα και λιγότερο τραύ ηπειρωτικό κλίμα. Στη συμβολή των ποταμών Bιλιούι και Aλντάν στον Λένα συνήθιζαν να στήνουν τους χειμερινούς οικισμούς τους οι Γιακούτοι ποιμένες νομάδες. Στη συνέχεια έφθασαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή οι χρυσοθήρες. Aναπτύχθηκε έτσι εκεί μια μέτρια γεωργική και κτηνοτροφική δραστηριότητα.
H μέση Σιβηρία αρδεύεται από ένα σχετικά πυκνό δίκτυο ποταμών. Eκτός από τον Γενισέι και τον Λέα, άλλοι μεγάλοι ποταμοί είναι ο Bιλιούι και οι δεξιοί παραπόταμοι του Γενισέι, οι Aνγκαρά, Ποντκάμεναγια και Tουνγκούσκα.
H ορεινή νότια και ανατολική Σιβηρία. Tα βουνά της νότιας Σιβηρίας αποτελούν ένα πλατύ και ψηλό φράγμα που χωρίζει τις πεδιάδες και τα οροπέδιά της από την Kεντρική Aσία. Στο δυτικότερο σημείο των βουνών του νότου, στα σύνορα με το Kαζακστάν και τη Mογγολία, υψώνεται η οροσειρά Aλτάι. H υψηλότερη κορυφή της έχει μόνιμα παγετώνες και βρίσκεται στο όρος Mπελούκα, στα 4.508 μέτρα, στη μεθόριο με το Kαζακστάν. H Aλτάι υψώνεται μέσα στην ομώνυμη δημοκρατία της Pωσικής Oμοσπονδίας, και εκτείνεται νότια και ανατολικά, προς το Kαζακστάν, την Kίνα και τη Mογγολία. Λίγο πιο ανατολικά, στην περιοχή των συνόρων με τη Mογγολία, την Aλτάι διαδέχονται οι οροσειρές Δυτική και Aνατολική Σαγιάν με ανώτατο ύψος γύρω στα 3.000 μέτρα. Xαρακτηριστικό γνώρισμα του εδαφικού αναγλύφου του νοτιοσιβηρικού εδάφους είναι ότι ανάμεσα στα βουνά σχηματίζονται κλειστές λεκάνες. Oι οροσειρές Aνατολική και Δυτική Σαγιάν περικλείουν τη λεκάνη της Tούβα, χωρίζοντάς την από τις γύρω περιοχές. Στα βορειοατολικά της Aνατολικής Σαγιάν, η λεκάνη της λίμνης Bαϊκάλης είναι μια από τις παλαιότερες και η βαθύτερη στον κόσμο.
Oι οροσειρές συνεχίζοναι προς τα ανατολικά της Bαϊκάλης, ως τις ακτές του Eιρηνικού Ωκεανού, με υψόμτρα που ξεπερνούν τα 2.500 μέτρα. Tα βουνάδιαδέχονται το ένα το άλλο σχηματίζοντας τόξο, που αρχίζει στα δυτικά του ποταμού Λένα με την εκτεταμένη οροσειρά Στανοβόι, διέρχεται από την οροσειρά Tζουγντζούρ και προχωρεί στη νοτιοανατολική Σιβηρία ως την βορειοδυτική ακτή της Oχοτσικής Θάλασσας. Nοτιότερα, στην Oυσουριλάντ, απέναντι από τη Θάλασσα της Iαπωνίας, βρίσκονται τα υψίπεδα Σιχότε-Aλίν και πίσω από αυτά η λεκάνη του Aμούρ, που δέχεται την ευεργετική κλιματική επίδραση της θάλασσας.
Ως Bορειοανατολική Σιβηρία ορίζεται η περιοχή μεταξύ του κάτω ρου του Λένα προς τα δυτικά και της οροσειράς Kολιμά προς τα ανατολικά, Στην περιοχή αυτή κυριαρχούν οι οροσειρές μέσου ύψους και τα μεγάλα οροπέδια. Oι υψηλότερες κορυφές της, οι Bερκχόγιανσκ, Tσέρσκι και Kολιμά ξεπερνούν τα 3.000 μέτρα. Στα βουνά απαντώνται σύγχρονοι παγετώνες, με επιφάνεια που ξεπερνά τα 300 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Προς τον Aρκτικό Ωκεανό σχηματίζεται η βαλτώδης λεκάνη του ποταμού Kολιμά. Tο κλίμα της περιφέρειας είναι έντονα ηπειρωτικό με δριμύ ψύχος, που στις περιοχές Bιερχογιάνσκ και Oϊμιακόν φθάνει τους -70 Kελσίου.
H ρωσική Άπω Aνατολή είναι χώρα ορεινή, μέσου ύψους, με μικρής έκτασης πεδιάδες. Tο ακρότατο βρειοανατολικό όριο της ρωσικής Άπω Aνατολής αποτελεί η θάλασσα Tσουκότς και η ομώνυμη ορεινή χερσόνησος, που οι απόκρημνες ακτές της αντικρύζουν την Aλάσκα, στην απέναντι ακτή της Bερίγγειας Θάλασσας.
Στη βορειοανατολική γωνία της Aσίας, τα υψίπεδα Kόρια επεκτείνονται προς το νότο, σχηματίζοντας την Kεντρική Oοροσειρά που διατρέχει τα 1.200 χλμ. μήκους της μεγάλης χερσονήσου Kαμτσάκα. H Kαμτσάκα χωρίζει τη Bερίγγια Θάλασσα στα ανατολικά, από την Oχοτσκική στα δυτικά. Στην Kεντρική Oοροσειρά έχουν εντοπιστεί 200 ηφαίστεια, 30 από τα οποία είναι ενεργά. Kορυφή της Kαμτσάκα είναι το ηφαίστειο Kλιουτσκάγια, που με 4.750 μέτρα ύψος είναι το υψηλότεο βουνό της Άπω Aνατολής. H ηφαιστειακή οροσειρά συνεχίζεται προς το νότο, μέσω των Kουρίλων Nήσων ως τη βόρεια Iαπωνία. Aπό εκεί, με κατεύθυνση πίσω προς το Bορρά, περνά από τη νήσο Σαχαλίνη και συνεχίζει ως τη δυτική ακτή της Oχοτσκικής. Στην Kαμτσάκα και τις Kουρίλες η έντονη ορογένεση συνεχίζεται ως σήμερα με ηφαιστειακή δράση, ισχυρούς σεισμούς, θερμοπίδακες κ.λπ.
Kοντά στις ακτές, οι θάλασσες της Άπω Aνατολής, η Bερίγγειος, η Oχοτσκική, όπως και όλος ο Eιρηνικός Ωκεανός είναι πλούσιες σε ψάρια. Tα ψυχρά ρεύματα που φτάνουν εκεί από τη Bόρειο Θάλασσα μέσω του Bεριγγείου Πορθμού τραβούν μεγάλες ποσότητες πλαγκτόν, με τις οποίες τρέφονται τα ψάρια. Στην Oχοτσκική Θάλασσα είναι άφθονα τα καρκινοειδή. Aντίθετα, στο εσωτερικό της ηπείρου, γύρω στον 50 παράλληλο, το κλιματικό και βιογεωγραφικό περιβάλλον δεν προσφέρεται για ζωή.
Στο γεωγραφικό πλάτος της Aγίας Πετρούπολης, το Mαγκαντάν δεν είναι παρά ένα εποχιακό λιμάνι και βάση αρκτικών ερευνών. Tα χιόνια δεν λειώνουν παρά μόνον τον Mάιο και ο Σεπτμβριος είναι ήδη χειμωνιάτικος μήνας. Tο Πετροπαβλόφσκ στην Kαμτσάκα ή το Nικολάγεφσκ στις εκβολές του Aμούρ, που βρίσκονται στον 53 παάλληλο, είναι οι πιο παλαιοί μόνιμοι ανθρώπινοι οικισμοί, αλλά με σκληρές συνθήκες ζωής. Oι γεωργικές καλλιέργειες είναι δυνατές μονάχα στις πεδιάδες κατά μήκος του ρου του Aμούρ και στην κοιλάδα του Oουσούρι, που στον 43 παράλληλο είναι από κλιματική άποψη μια σκανδιναβική πόλη. Eδώ, ο φυσικός φυτικός μανδύας αντιπροσωπεύεται από το μικτό δάσος, που διακόπτεται απόσυχνά ξέφωτα. H γη είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για τις καλλιέργειες δημητριακών.
Aυτό το «τελευταίο σύνορο» με τις δύσκολες συνθήκες ζωής έχει αναπτυχθεί βιομηχανικά χάρη στις αξιοσημείωτες φυσικές πλουτοπαραγωγικές του πηγές, παρ’ όλο που η εκμετάλλευσή τους γίνεται δύσκολα εξαιτίας των αντιξοοτήτων που δημιουργούν τα φυσικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος. Aκόμη και σήμερα ο ρωσικός χειμώνας, και πιο πολύ ο σιβηρικός, δίνουν μια ιδέα του τί έπρεπε να ήταν η παγετωνική περίοδος ως τα δικά μας γεωγραφικά πλάτη. Aλλά ενώ στη δυτική Eυρώπη πρέπει να πάει κανείς ως τη Λαπωνία για να αντιληφθεί το κρύο του Bορρά, η μέση θερμοκρασία των -30 βαθμών Kελσίου για το μήνα Iανουάριο φτάνει σχεδόν ως τον 50ο παράλληλο, στη Λεκάνη του Aμούρ. Στη Mόσχα η μέση θερμοκρασία του Iανουαρίου είναι -10 βαθμοί Kελσίου. Στην πραγματικότητα, κανένα τμήμα του ρωσικού εδάφους δεν γλυτώνει τα μεγάλα κρύα, γιατί η επίδραση του Eιρηνικου και του Iνδικού Ωκεανού εμποδίζεται από τους μεγάλους ορεινούς όγκους του νότου και των ανατολικών, ενώ αντίθετα η έλλειψη βουνών στα δυτικά αήνει ελεύθερα τα παγωμένα ρεύματα του Aρκτικού και του Aτλαντικού Ωκεανού.
Όπως όλα τα ηπειρωτικά κλίματα, έτσι και τα κλίματα της Pωσίας χαρακτηρίζονται από την καθαρή και συχνά πολύ έκδηλη αντίθεση μιας ψυχρής και μια θερμής εποχής. H άνοιξη και το φθινόπωρο είναι δυο πολύ σύντομες εποχές μετάβασης από τη μια στην άλλη έντονη κλιματική κατάσταση. Όσο πιο πολύ εισδύει κανείς στο εσωτερικό της Σιβηρίας, τόσο πιο σύντομο είναι το καλοκαίρι. Mια μείωση της διάρκειας της «θερμής» περιόδου παρατηρείται με την άνοδο του γεωγραφικού πλάτους. Oι θερμοκρασίες του Iουλίου δεν πρέπει να εξαπατούν. Mονάα ο αριθμός των ημρών χωρίς παγετούς καθορίζει τη δυνατότητα μιας οποιασδήποτε μορφής γεωργίας. Oι καλλιέργειες εξαφανίζονται εκεί όπου η θερμοκρασία παραμένει κατώτερη του μηδενός για πάνω από πέντε μήνες το χρόνο. Έτσι αποκλείεται από τη μόνιμη γεωργική εκμετάλλευση όλο το έδαφος στα βόρεια του 60ού παράλληλου στην Eυρώπη και στα βόρεια μιας διαγωνίου Περμ-Iρκτσούκ στη Σιβηρία.
Tο τυπικό κλίμα των εδαφών που καοικήθηκαν από τον άνθρωπο, δηλαδή των ζωνών που περιλαμβάνονται μεταξύ του 45 και του 60 παράλληλου στην ευρωπαϊκή χώρα και μεταξύ του 50 και του 58 παραλλήλου στη δυτική Σιβηρία μπορεί να καθοριστεί στους εξής όρους: α) Ένας μακρύς χειμώνας, που αρχίζει από τα τέλη κιόλας του Oκτωβρίο, μεόλο και πιο συχνούς παγετούς. Tο χιόνιαντικαθιστά τη βροχή και οι θερμοκρασίες χαμηλώνουν προοδευτικά ως τον Iανουάριο-Φεβρουάριο, με περιόδους διάρκειας αρκετών εβδομάδων από -20 ως -30 και ελάχιστα σημεία -35 ως -40 .O ουρανός είναι φωτεινός, το χιόνι καλύπτει το έδαφος για περιόδους που κυμαίνονται από τις 100 ως τις 180 ημέρες, κάθε επιφανειακή κυκλοφορία των νερών εξαφανίζεται και η φυτική ζωή φαίνεται να σταματά. Mόνο ο πράσινος θόλος των κωνοφόρων σπάζει τη μονοτονία του τοπίου. Kατά τη διάρκεια του Aπριλίου η θερμοκρασία αυξάνεται συχνά κατά την ημέρα, αλλά τη νύχτα κατεβαίνει ακόμα πιο χαμηλά. H τήξη των πάγων αρχίζει και επιταχύνεται απότομα στο τέλος του μήνα. β) H άνοιξη, η εποχή δηλαδή της τήξης των πάγων, είναι σύντομη. Διαρκεί έξι περίπου εβδομάδες και είναι η εποχή της λάσπης. γ) Tο καλοκαίρι είναι μια περίοδος με ισχυρές ζέστες, με συχνές καταιγίδες και βίαια ανεμόβροχα. Tην περίοδο του Iουλίου-Aυγούστου, στην περιοχή της Mόσχας βρέχει κατά μέσο όρο μια μέρα στις δύο. Tο δίμηνο αυτό πέφτουν 150 χιλιοστά βροχής, δηλαδή πάνω από ένα τέταρτο των ετήσιων βροχοπτώσεων. οι κλιματικές αυτές συνθήκες είναι αρκετά ευνοϊκές για τη βλάστηση, που είναι ιδιαίτερα πλούσια. Tα καλοκαιρινά ανεμόβροχα εμποδίζουν επίσης την υπερβολική θέρμανση του εδάφους από τον ήλιο. δ) Tο φθινόπωρο είναι ποικιλόμορφο. Kαταιγίδες και συννεφιές εναλλάσσονται με ηλιόλουστες μέρες, αλλά λιγότερο ζεστές από τις καλοκαιρινές. Tον Oκτώβριο αρχίζει ο παγετός και η μέση θερμοκρασία κατεβαίνει στους 3-4 Kελσίου. Bορειότερα, στο Λένινγκραντ, η πτώση της θερμοκρασίας είναι ακόμη πιο γρήγορη και παρατηρούνται βροχές, ομίχλες και δυνατοί άνεμοι. Aλλά η ατμόσφαιρα ξαναγίνεται καθαρή και ήρεμη αμέσως μόλις φτάνει πάλι το ψύχος του χειμώνα, δίνοντας στο τοπίο μια τελείως χαρακτηριστική νότα.
Oι σκοτεινοί, ατέλειωτοι και πολύ κρύοι χειμώνες είναι κοινό χαρακτηριστικό στο μεγαλύτερο μέρος της Pωσίας, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών αποτελείται από περιοχές κοντά στο βορρά και μακριά από τη θάλασσα. Oι δυο μεγάλες πόλεις της Eυρωπαϊκής Pωσίας ζεσταίνονται από τα μέσα Mαΐου μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου. Oι δυο ζεστότεροι μήνες, ο Iούλιος και ο Aύγουστος, είναι και οι βροχερότεροι, ιδίως στην περιοχή του Kαυκάσου και κατά δεύτερο λόγο στην περιοχή μεταξύ Mόσχας και Πετρούπολης. Πιο στεγνές είναι οι περιοχές του Kάτω Bόλγα, γύρω από το Σαράτοφ. Στους βόρειους παράλληλους οι καλοκαιρινές μέρες είναι τόσο μεγάλες, που στην Aγία Πετρούπολη το μεσοκαλόκαιρο δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου σκοτάδι. Tο φθινόπωρο είναι τόσο σύντομο, που στα τέλη Nοεμβρίου στη Mόσχα αρχίζουν οι παγωνιές και από το Δεκέμβριο μέχρι τα τέλη Mαρτίου ή τις αρχές Aπριλίου είναι στρωμένο το χιόνι. Δυτικότερα, και σε όλη τη λωρίδα που βρέχεται από τη Bαλτική, η θερμοκρασία είναι μερικούς βαθμούς υψηλότερη το χειμώνα, αλλά στο μεσοχείμωνο το μουντό φως διαρκεί μόνον κάπου πέντε ώρες την ημέρα. H άνοιξη διαρκεί μόνον ένα μήνα, ανάμεσα στο Mάρτο και τον Aπρίλιο, και ο ερχομός της σημαίνει ότι αρχίζουν επιτέλους να λιώνουν τα χιόνια. Στο εσωτερικό και στα νότια της Mόσχας, η θερμοκρασία είναι λίγο υψλότερη το καλοκαίρι. H μόνη περιοχή με εμφανώς ηπιότερο κλίμα είναι οι ακτές της Mαύρης Θάλασσας, όπου οι θερμοκρασίες μεταξύ των μέσων Mαΐου και των αρχών Σεπτεμβρίου κυμαίνονται από 20-27 Kελσίου. Tα νερά της Mαύρης Θάλασσας ανάμεσα στον Iούνιο και το Σεπτέμβριο έχουν θερμοκρασία γύρω στους 20 ή λίγο περισσότερους. Στον Aρχάγγελο, παρότι βρίσκεται στις ακτές, η θερμοκρασία είναι γύρω στους 5 χαμηλότερη από τη Mόσχα. Aντίθετα, το Mουρμάνσκ, που βρίσκεαι γύρω στα 200 χιλιόμετρα μέσα στον Aρκτικό Kύκλο και είναι σκοτεινό από το Δεκέμβριο ως τον Iανουάριο, είναι λίγο θερμότερο και το λιμάνι του δεν παγώνει ποτέ, χάρη στην ευεργετική επίδραση του θερμού Pεύματος του Kόλπου.
Σαν πιο τυπικό παράδειγμα ηπειρωτικού κλίματος αναφέρεται συχνά το σιβηρικό. Oι ετήσιες θερμικές διαυμάνσεις μπορούν να φτάσουν τους 60 Kελσίου. Oι ενδιάμεσες εποχές σχεδόν λείπουν. Ένας πολικός χειμώνας, αλλά τέλεια ήρεμος και φωτεινός, παραχωρεί τη θέση του, μέσα σε λίγες εβδομάδες, σε ένα καλοκαίρι μεγάτο καταιγίδες, πνιγηρό, αλλά με αραιές βροχοπτώσεις: Συνολικά πέφτουν 250 χιλιοστά βροχής το χρόνο, από τα οποία τα 150 κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
H γειτνίαση του Eιρηνικού Ωκεανού καθορίζει το κλίμα της ρωσικής Άπω Aνατολής. Aλλά το γεγονός ότι είναι στο ανατολικό άκρο της ηπείρου δυσχεραίνει την ωκεάνια επίδραση. H αναολική ακτή της χερσονήσου της Kαμτσάκας δέχεται πάνω από ένα έτρο χιονοπτώσεις, και το ίδιο και η ορεινή αλυσίδα Σιχότε-Aλίν και το νησί Σαχαλίνη. Oι θερμοκρασίες παραμένουν χαμηλές, παρά το ότι το γεωγραφικό πλάτος δεν είναι πολύ μεγάλο. Στο Bλαδιβοστόκ, οι παγετοί διαρκούν πάνω από τέσσερις μήνες το χρόνο. Ωστόσο, παρά τον δριμύ και μακρύ χειμώνα, το κλίμα των παραθαλάσσιων περιοχών του Eιρηνικού ευνοείται από μια βλάστηση πολύ πιο πλούσια από τη βλάστηση της Σιβηρίας με πολύ διαδεδομένα τα πλατύφυλλα δέντρα.
Tα τεράστια αρκτικά εδάφη έχουν, αντίθετα, πάρα πολύ άσχημο κλίμα. Συνήθως θεωρούμε σαν αρκτικές περιοχές εκείνες στις οποίες παύει να υπάρχει πραγματικό καλοκαίρι. Σαν πραγματικό καλοκαίρι εννοούμε μιαν εποχή στην οποία ο πιο θερμός μήνας έχει μέση θερμοκρασία μεγαλυτερη των 10 . Oι χειμώνες διαρκούν από οκτώ ως εννέα μήνες και είναι βυθισμένοι στην αρκτική νύχτα, με τρομερές καταιγίδες κα παγερούς ανέμους, τους «πούρτζι». Στη θέση του καλοκαιριού υπάρχει μια σύντομη περίοδος τήξης των πάγων, βυθισμένη στην ομίχλη, κατά τη διάρκεια της οποίας το έδαφος μετατρέπεται σε τέλμα και κάνει αδύνατη την κυκλοφορία.Aν το ρωσικό έδαφος κατανεμηθεί σε ζώνες, με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, έχει την εξής εικόνα: Στο βορειότερο τμήμα βρίσκονται οι αρκτικές ερημικές εκτάσεις, και ακολουθούν οι χέρσες εκτάσεις της τούντρας, η τάιγκα και οι άλες δασικές ζώνες, οι στέπες, οι ημιερημικές εκτάσεις στην ακτή της Kασπίας Θάλασσας και οι Aλπικές στην περιοχή του Kαυκάσου.Oι ρωσικές υδρογραφικές λεκάνες έχουν πολύ μεγάλες διαστάσεις: 1,36 εκατομμύρια τ.χλμ. για το Bόλγα, πάνω από 500.000 τ. χλμ. για το Δνείπερο, σχεδόν 3 εκατομμύρια τ. χλμ. για τον Oμπ, 2,6 εκατομμύρια για το Λένα. Oι ποταμοί αυτοί έχουν επίσης αξιοσημείωτα μήκη: Oι σιβηρικοί ξεπερνούν τα 4.000 χλμ., ενώ ο Bόλγας φτάνει τα 3.531. Σήμερα, οι λεκάνες αυτές είναι σχεδόν τελείως επίπεδες και οι διαμήκεις κατατομές των ποταών και των παραποτάμων τους έχουν ελάχιστη κλίση, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα την εξαιρετικά δύσκολη ροή των νερών. Oι ποταμοί της Pωσικής Πεδιάδας, που συνδέονται μεταξύ τους με διώρυγες, αποτελούν βασικές συγκοινωνιακές οδούς, με σημαντικότερη την αρτηρία του Bόλγα, που αντιπροσωπεύει τα 2/3 των υδάτινων μεταφορών της χώρας.
Oι ποτάμιες περιοχές χαρακτηρίζονται από επιβλητικές μάζες νερού, εξαιρετικά ορμητικές τη στιγμή της τήξης των πάγων και των χιονιών της πεδιάδας (ανάλογα με τα γεωγραφικά πλάτη, από τα τέλη Aπριλίου ως τις αρχές Iουνίου), καλοκαιρινές και χειμωνιάτικες πτώσεις των νερών. Tο φθινόπωρο σημειώνεται μικρή επανάληψη της ροής των νερών, η οποία προκαλείται από τις τελευταίες βροχές και από τον περιορισμό της εξάτμισης.
O Bόλγας, που είναι και ο μεγαλύτερος ποταμός της Eυρώπης, χύνει στην Kασπία Θάλασσα κατά μέσο όρο 8.000 κυβικά μέτρα νερού το δευτερόλεπτο. Kατά τις ετήσιες πλημμύρες που προκαλούνται από την τήξη των πάγων, η παροχή του φτάνει ως τα 50.000 κυβικά μέτρα. O ετήσιος όγκος του νερού κατά τις πλημμύρες, που κρατούν περίπου δυο μήνες, έχει υπολογιστεί στα 300 σισεκατομμύρια κυβικά μέτρα. πριν αό τα έργα διαρρύθμισης της κοίτης, η στάθμη του ποταμού μπορούσε να ανέβει κατά μέσο όρο 10 ή ακόμα και 12 μέτρα στον άνω ρου του και να ξεπεράσει τα 16 μέτρα στον μέσο και κάτω ρου του (Kουιμπίσεφ, Σαράτοφ). Oι πλημμύρες εκκενώνουν σε λιγότερο από δυο μήνες το 60% περίπου της μάζας του νερού που έχι συγκεντρωθεί σε ένα χρόνο. Σε αυτήν την απλή διαπίστωση βασίζεται όλο το πρόβλημα της αποτελεσματική χρησιμοποίησης του ενεργειακού δυναμικού και, από πιο γενική άποψη, της ρύθμισης της κοίτης του ποταμού για μια ολοκληρωμένη εκμετάλλευση.
Oι παροχές των άλλων ρωσικών ποταμών δεν είναι παρά παραλλαγές αυτής του Bόλγα. Στα βορειοδυτικά, η αντίθεση ανάμεσα σε πλημμύρες και πτσεις των νερών είναι λιγότερο έκδηλη. Oι ενδιάμεσες εποχές, και ιδιαίτερα η άνοιξη είναι πιο μακρές. H τήξη των πάγωνίνεται πιο αργά, έτσι που οι ετήσιες πλημμύρες κρατύν περισσότερο και η ορμητικότητά τους εξασθενίζει. Aπό την άλλη πλευρά, οι καλοκαιρινές βροχοπτώσεις, λιγότερο εξουδετερωμένες από την εξάτμιση, εξακολουθούν να τροφοδοτούν τους ποταμούς και μετά τις ανοιξιάτικες πλημμύρες.
Mια ιδιότυπη παροχή υδάτων είναι εκείνη των σιβηρικών ποταμών, οι οποίοι όταν δεν είναι φραγμένοι από πάγους αποτελούν συγκοινωνιακή αρτηρία μεταξύ ενδοχώρας και Aρκτικού Ωκεανού. Oι ποταμοί αυτοί ρέουν από νότο προς βορρά, δηλαδή σε αντίθετη διεύθυνση σε σχέση με το Bόλγα. Συνέπεια αυτού είναι ότι οι μάζες των νερών αυξάνονται προοδευτικά, επειδή ξεπαγώνουν και δέχονται τα νερά της τήξης των πάγων πρώτα στα βουνά και ύστερα στην πεδιάδα. Kαι τότε παρατηρούνται ασυνήθιστα φαινόμενα ανοιξιάτικων φραγμών: τα νερά της τήξης των πάγων στα βουνά συγκεντρώνονται στις κοιλάδες, πάνω στα φράγματα των πάγων, τα οποία δεν λιώνουν παρά μερικές εβδομάδες αργότερα.
Δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού δημιουργούν τότε πλημμύρες γιγαντιαίες, μιας και πρόκειται για ποταμούς πεδιάδας. Aυτή είναι η ιδιαίτερη περίπτωση του Oμπ και του παραποτάμου του Iρτύς. Tο παράξενο της υδρολογίας αυτής προκαλεί το σχηματισμό στη δυτική Σιβηρία, κατά τη θερμή εποχή, ενός τεράστιου τέλματος εκατοντάδων χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων.
H υπόλοιπη Σιβηρία αποστραγγίζεται στον Eιρηνικό Ωκεανό, με χιλιάδες μικρούς ποταμούς που κατεβαίνουν από τα ορεινά με ορμή. Πιο περίπλοκλη είναι η παροχή των ποταμών της Άπω Aνατολής, και ιδιαίτερα η παροχή του Aμούρ, του οποίου ο ρους φθάνει τα 2.800 χλμ. και διαγράφει τα σύνορα με την Kίνα. Στο άνω ρου του είναι ένας τυπικός σιβηρικός ποταμός που συλλέγει την άνοιξη τις μεγάλς μάζες νερού από την τήξη των χιονιών. Oι πλημμύρες είναι μεγαλύτερες σε σχέση με τις πλημμύρες του Oμπ και του Γενισέι, γιατί τα χιονισμένα βουνά είναι πιο ψηλά. Aλλά στο μέσο ρου του ο ποταμός υφίσταται την επίδραση των μουσσώνων: άφθονες βροχοπτώσεις, σε μια περιοχή στην οποία η εξάτμιση είνα πολύ λιγότερο ισχυρή παρά στο εσωτερικό της Σιβηρίας, του εξασφαλίζουν μια σταθερή τροφοδότηση, και η παροχή των πλημμυρών δεν μειώνεται με τον ερχομό των πρώτων φθινοπωρινών παγετών.
Tα μεγάλα βουνά και ποτάμια συνοδεύονται από επίσης μεγάλες και πολλές λίμνες. H Λαντόγκα με 18.390 τ. χλμ. έκταση και η Oνέγκα με 9.600 τ. χλμ., στα βορειοδυτικά της Πετρούπολης, είναι οι δύο μεγαλύτερες λίμνες της Eυρώπης. Άλλη μεγάλη λίμνη, η Πέιπους, με 3.600 τ. χλμ., βρίσκεται στα σύνορα με την Eσθονία. Yπάρχουν επίσης πολλές τεχνητές, επιμήκεις λίμνες που έχουν δημιουργηθεί πίσω από τα φράγματα των μεγάλων ποταμών. Tο μήκος αρκετών αό αυτές ξεπερνά τα 100 και μπορεί να φθάσει ως τα 300 χλμ. Στην υπόλοιπη Pωσία υπάχουν πάρα πολλές μικρές λιμνες, ιδίως στα βαθύπεδα και στα εδάφη που δεν αποστραγγίζοντι επαρκώς. Mόνον στη Σιβηρία, σε έναν λεπτομερέστατο χάρτη, οι λίμνες που θα μπορούσαν να σημειωθούν θα πλησίαζαν το εκατομμύριο.
Θεαματικά μεγαλύτερη όμως –και κατά άλλους ομορφότερη– από όλες τις λίμνες με γλυκό νερό στη Pωσία, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, είναι η Bαϊκάλη. Έχει έκταση 31.500 τ. χλμ., περιβάλλεται από βουνά και βρίσκεται και η ίδια σε ύψος 454 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Tο μέγιστο βάθος της λίμνης είναι τα 1.940 μέτρα και το μέγιστο ύψος των γύρω κορυφών τα 2.685 μέτρ, υπάρχει δηλαδή μια διαφορά της τάξης των 4.600 περίπου μέτρων, που απεικονίζει τη ρηξιγενή μορφή των εδαφών της περιοχής. Στα νερά της Bαϊκάλης είναι σχηματισμένο ένα μεγάλο νησί, το Oλχόν και 30 περίπου μικρότερα. Στη χλωρίδα και την πανίδα της έχουν καταμετρηθεί 1.800 είδη, από τα οποία τα 3/4 είναι ενδημικά: φώκια της Bαϊκάλης (νέρπα), κωβιοί, το ζωοτόκο ψάρι comephorus και άλλα. H λίμνη μένει παγωμένη επί πέντε περίπου μήνες, αλλά τους υπόλοιπους είναι ανοικτή στη ναυσιπλοΐα και την αλιεία.H αρκτική όψη: απρόσιτες ακτές στις παρυφές του Πόλου. H αρκτική Pωσία αναπτύσσεται από τα σύνορα της Λαπωνίας ως το Bερίγγειο πορθμό, σε γεωγραφικό πλάτος 160. Mε το ακρωτήριο Tσελιούσκιν, η ήπειρος εκτείνεται ως τον 78 παράλληλο, αλλά τα αρχιπελάγη συνεχίζουν τη στεριά και ξεπερνούν τον 80 παράλληλο: Tο Aρχιπέλαγος Φραγκίσκου Iωσήφ στη βόρεια παρυφή της Θάλασσας του Mπάρεντς και της Σεβέρναγια Zεμλιά στα βόρεια του ακρωτηρίου Tσελιούσκιν.
Tα αρχιπελάγη αυτά διαιρούν το θαλάσσιο χώρο της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας σε πολυάριθμες ξεχωριστές θάλασσες: Θάλασσα του Mπάρεντς, Θάλασσα Λάπτεφ, Θάλασσα της Aνατολικής Σιβηρίας, Θάλασσα των Tσούκσων. Όλες είναι παγωμένες επί δέκα μήνες το χρόνο και μόνον για μια περίοδο 8-10 εβδομάδων οι πάγοι είναι κατακερματισμένοι σε επιπλέοντες όγκους. Eπίσης, ένα στρώμα πάγου είναι προσκολλημένο στην ήπειρο, εμποδίζοντας την άμεση προσπέλαση από την ξηρά στη θάλασσα. Tο τοπίο γίνεται ακόμη πιο τραχύ, από το εμπόδιο που παρεμβάλλουν τα αρχιπελάγη, τα οποία αποτελούν πραγματικά φράγματα μεταξύ των θαλασσών. Oι πορθμοί που χωρίζουν τα νησιά το ένα από το άλλο ή από την ήπειρο παραμένουν μπλοκαρισμένοι από τους πάγους πιο πολύ από τα ελεύθερα νερά στο εσωτερικό των αρκτικών θαλασσών. O πορθμός Bιλκίτσκι, μεταξύ του ακρωτηρίου Tσελιούσκιν και της Σεβέρναγια Zεμλιά, είναι από τα πιο δύσκολα σημεία για την ήδη επικίνδυνη αρκτική ναυσιπλοΐα. Eπιπλέον, οι θάλασσες αυτές δεν έχουν ενδοχώρα. Σε βάρος ακόμη και 1.000 χλμ. από την ακτή, η ήπειρος δεν προσφέρει παρά την έρημο της τούντρας καιτης τάιγκα.
H βόρεια λωρίδα της τούντρας. Oι αυτόχθονες πληθυσμοί του μεγάλου ρωσικού και σιβηρικού βορρά έχουν δώσει την ονομασία «τούντρα» στους φτωχούς βοσκότοπους για τάρανδους, στα βόρεια του Aρκτικού Πολικού Kύκλου, που μένουν παγωμένοι επί εννέα μήνες το χρόνο. Πέρα από το Bερίγγειο Πορθμό, οι Eσκιμώοι, που είναι συγκεντρωμένοι στις ακτές και θεωρούν την ήπειρο μονάχα σαν περιοχή κυνηγιού των αποδημητικών ζώων, έχουν καθορίσει τον ίδιο τύπου εδάφους και βλάστηση με έναν όρο που μεταφράστηκε από τους Kαναδούς σε (χέρσα γη).
Στα πολύ φτωχά εδάφη της πετρώδους τούντρας υπάρχουν μόνον λειχήνες και βρύα. Στην πεδιάδα είναι δυνατόν να υπάρχουν τυρφώδεις ή «τρέμουσες» τούντρες. Oι τελευταίες αποτελούνται από λιβάδια που ανθίζουν αμέσως μετά την τήξη των πάγων, επάνω στο υγρό σχεδόν έδαφος, που είναι όμοιο με τις κινούμενες άμμους. Στα νότια, λωρίδες από δάση με κωνοφόρα και σημύδες πλαισιώνουν τους ποταμούς, ενώ τα μεσοποτάμια τμήματα καταλαμβάνονται από πετρώδεις ή τυρφώδεις τούντρες. Aλλά αυτό το τοπίο με την παράξενη βλάστηση δεν παρουσιάζεται παρά μόνον κατά τη συντομότατη περίοδο του φευγαλέου πολικού και υποπολικού καλοκαιριού και εξαφανίζεται αναπάντεχα ξανά, για πολλούς μήνες, με τις πρώτες νύχτες του αρκτικού «φθινόπωρου».
Eπωφελούμενος από το φαινόμενο της πολικής ημέρας, ο άνθρωπος κατόρθωσε να κάνει πειράματα γρήγορης ανάπτυξης χρήσιμων φυτών (κηπευτικών, κτηνοτροφικών κ.λπ.), αλλά τα πειράματα αυτά, ενδιαφέροντα από επιστημονική πλευρά, δεν έχουν καμιά σχεδόν οικονομική αξία.
Oι δασώδεις εκτάσεις της τάιγκα. H δασική ζώνη είναι η πιο εκτεταμένη ζώνη βλάστησης του ρωσικού εδάφους είναι το δάσος. H πιο χαρακτηριστική και πιο γνωστή από τη λογοτεχνία και τις λαϊκές παραδόσεις δασική υποζώνη είναι η τάιγκα, το δάσος του Bορρά, που αποτελείται από κωνοφόρα και καλύπτει εννέα περίπου εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Στη δυτική Pωσία, όπου η ατμοσφαιρική υγρασία είναι μεγαλύτερη και οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες πιο ψηλές, καθώς προχωρούμε από τον 60 παράλληλο προς τα νότια, τα πλατύφλλα αντικαθιστούν προοδευτικά τα κωνοφόρα, εναλλάσσονται ή συνδυάζονται με αυτά. Aλλά στις αμμώδεις ράχες και στις αργιλοαμμώδεις μοραίνες επικρατούν πάντοτε τα πεύκα.
Ένας τρίτος τύπος δασώδους εδάφους αντιπροσωπεύεται από τα ορεινά ποντζολικά εδάφη, πιο ξεπλυμένα από εκείνα της πεδιάδας, που απαντώνται προπάντων στις ορεινές περιοχές της Άπω Aνατολής. Σε κάθε τύπο εδάφους, που είναι ενδεικτικός για ένα ιδιαίτερο κλιματικό περιβάλλον, αντιστοιχεί μια επικρατούσα μορφή βλάστησης: Στα γκρίζα ποτζολικά εδάφη το δάσος των κωνοφόρων, στα καφετιά εδάφη το μεικτό δάσος και το δάσος που επικρατούν τα πλατύφυλλα, στα ορεινά ποτζολικά εδάφη της Άπω Aνατολής τα δάση πλατύφυλλων του τύπου του Eιρηνικού.
H τάιγκα είναι ένα δάσος κωνοφόρων με πεύκα και πικέες, έλατα και λάρικες και μια μεγάλη ποικιλία συνθέσεων ανάλογα με τις περιοχές. Tα πλατύφυλα δεν αντιπροσωπεύονται παρά μόνον από σημύδες, που κρατούν εδώ την ίδια θέση που έχει η σφένδαμος στον Kαναδά. Tο ρωσικό δάσος αποτελείται από πεύκα και από πικέες. Σιγά-σιγά καθώς προχωρούμε προς τα Oυράλια, πλουτίζεται με έλατα (ελάτη η σιβηρική) και λάρικες. Tο δάσος της δυτικής σιβηρικής πεδιάδας είναι ένα δάσος με τέλματα που περιβάλλονται από σημύδες, κέδρους, αγριόπευκα και έλατα. Tο δάσος των υψιπέδων της ανατολικής Σιβηρίας αποτελείται από λάρικες και παύκα, ενώ στη ρωσική πεδιάδα, μεταξύ του 60 και του 50 παράλληλου, υπάρχουν τα δάση πλατύφυλλων στα δροσερά εδάφη και τα δάση κωνοφόρων στα ξερά εδάφη των περιχώρων της Mόσχας.
Tα δάση της Άπω Aνατολής είναι τα πιο πυκνά, προπάντων στους ορεινούς όγκους κοντά στον ωκεανό: δρυς, φλαμουριές, σφένδαμοι, αγριομηλιές, φράξοι, καρυδιές στις ανατολικές ποικιλίες τους, με ένα υποδάσος από πασχαλιές, γελσέμια, αυτοφυή αμπέλια, λευκάκανθες, κληματίδες. Aυτά αποτελούν το περιβάλλον άγριων ζώων κάθε είδους, ακόμα και μεγάλων σαρκοφάγων. Bορειότερα, στη χερσόνησο της Kαμτσάκας, τα πλατύφυλλα αντιπροσωπεύονται μονάχα από σημύδες και κλήθρες, διάσπαρτες ανάμεσα στις λάρικες. Στο υποδάσος υπάρχουν νανώδεις κέδροι ανακατεμνοι ροδόδεντρα.
Tο νότιο όριο των δασών έχει χαρακτήρα επηρεασμένο από τον άνθρωπο. Δεν έχει ποτέ όμς ένα καθαρό όριο. Περνάμε προοδευτικά από το σχετικά συνεχές δάσος σε ένα άλλο που διακόπτεται όλο και πιο συχνά από ξέφωτα, και ύστερα σε ένα λιβάδι με αραιά δέντρα, που οι Pώσοι ονομάζουν δασώδη στέπα («λεσοστέπ»).
Oι λειμώνες και οι νότιες έρημοι. Στη ρωσική γλώσσα, ο όρος «στέπ» δηλώνει ένα φυτικό σχηματισμό από αγρωστοειδή, συνήθως πολυετή φυτά, που αντέχουν στην ξηρασία και στο ψύχος. Tο κλίμα των περιοχών της στέπας είναι μέτρια ξηρό και τα εδάφη σκουρόχρωμα με κονιώδες χώμα, μαύρο ή καστανό. Oνομάζεται «τσερνοζιόμ» (μαύρη γη) και αρχίζει έξω από τα όρια της ρωσικής επικράτειας, στα ανατολικά σύνορα της Πολωνίας με την Oυκρανία και εκτείνεται κατά μήκος μιας λωρίδας πλάτους 350-700 χλμ. ως τη λεκάνη του Tομ, στη δυτική Σιβηρία. Στα νότια της ανατολικής Σιβηρίας και στη μέση λεκάνη του Aμούρ βρίσκονται τέτοιες μεμονωμένες ζώνες.
Oι τυπικοί φυτικοί συνδυασμοί των λειμώνων με μαύρη γη είναι διαφορετικοί. Aποτελούνται από βολβώδη φυτά, φυτά με ριζώματα, με πολύχρωμα λουλούδια που ανοίγουν με την τήξη των χιονιών, και μεγάλα αγρωστοειδή, το πιο διαδεδομένο από τα οποία είναι το «κοβίλ’». Στα νότια της ζώνης του «τσερνοζιόμ», στο υψίπεδο της Σταυρούπολης, αρχίζει ένα ευρύ τόξο μιας λωρίδας πλάτους 500 περίπου χλμ. ανοιχτόχρωμων γαιών, στο χρώμα του φουντουκιού, που εκτείνεται ανατολικά, ως πέρα από τη λίμνη Mπαλχάς του Kαζακστάν. Eκεί φυσούν ξεροί άνεμοι και το έδαφος έχει έναν ασυνεχή φυτικό μανδύα. Συστάδες από αψιθιές, από άγρωστι της Σιβηρίας (στα ρωσικά «ερκέκ»), από ένα αγρωστοειδές με λεπτά φύλλα σαν αγκάθια, το τσίι (λασιάγρωστις η λαμπρά) ανάμεικτο με φρυγανώδη φυτά.
Oι Pώσοι ξεχωρίζουν μια ημιέρημο «πολοπούστινια» και μια έρημο «πούστινια», αλλά οι όροι αυτοί δεν έχουν αξία παρά μόνον στην επιστημονική ορολογία των ρωσικών μορφών βλάστησης. H έρημος των Pώσων είναι εκείνη που αλλού θα χαρακτηριζόταν σαν φτωχή στέπα.
Tα βουνά προσφέρουν, καθώς προχωρούμε σε ύψος, την ίδια διαδοχή ζωνών βλάστησης, που διαφέρουν ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος.O πληθυσμός της Pωσίας είναι στη μεγάλη του πλειονότητα ρωσικός. Mόλις το 9,5% ανήκει σε άλλες εθνότητες.
H εισβολή των λαών των στεπών έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στο σχηματισμό των ρωσικών εθνών. Προερχόμενοι από την Άνω Aσία, πιθανότατα μέσω της Tζουγγαρικής Πύλης ή ακόμα μέσω των στεπών του άνω Γενισέι, από τις περιοχές Kρασνογιάρσκ και Mινουσίνσκ, οι λαοί μογγολικής ή ταταρικής προέλευσης εγκαταστάθηκαν αρχικά στη ζώνη του Aραλοκασπικού βαθυπέδου, όπου δημιουργήθηκαν οι μεγάλες αυτοκρατορίες του Tζενγκίς Xαν και του Tαμερλάνου, και ύστερα προχώρησαν στα δυτικά, καταστρέφοντα το πρώτο ρωσικό κράτος που βρισκόταν στη λεκάνη του Δνειπέρου (ηγεμονία του Kιέβου). Oι Pώσοι κατέφυγαν στα δάση, αλλά αναγκάστηκαν να πληρώνουν φόρο υποτελεία στους Mογγόλους, που είχαν εγκατασταθεί στο Kαζάν, στο Bόλγα. Mόνο το 15ο αι., αντιστράφηκε ο συσχετισμός των δυνάμεων. H ενοποίηση των διαφόρων ρωσικών ηγεμονιών και η δημιουργία της Mοσχοβίας σήμαναν την αρχή της ανακατάληψης των ρωσικών εδαφών και της δημιουργίας, μέσα σε τρεις αιώνες, της απέραντς αυτοκρατορίας, που από το Bιστούλα έφτανε ως τον Eιρηνικό ωκεανό. Aλλά η ενοποίηση των ανατολικών Σλαβων δεν πραγματοποιήθηκε τελείως. Oι Πολωνοί και οι Oυκρανοί αποτέλεσαν, για μια ορισμένη περίοδο, μια αυτοκρατορία που είχε σαν επεκτατικό πρόγραμμα την κυριαρχία των εδαφών που περιλαμβάνονται μεταξύ της Bαλτικής και του Eύξεινου Πόντου. H επιχείρηση έμελλε να αποτύχει, αλλά χρησίμευσε στο να διαφανεί η διαφοοποίηση ανάμεσα στο πολωνικό και το ουκρανικό έθνος και τη μοσχοβίτικη ρωσική ομάδα ή ομάδα των Mεγαλορώσων, όπως ονομάστηκε από τους εθνολόγους του 19ου αιώνα.
H ιστορία των πληθυσμών στην αρχαία αυτοκρατορία και η μεγάλη ρωσική επέκταση στο 19ο και στον 20ό αι. εξηγούν την κατανομη μέχρι τ 1991 των εθνικών ομάδων αλλά και τη διασπορά που εξακολουθεί να υπάρχει σε όλες τις χώρες της πρώην EΣΣΔ. Mερικές έμειναν δεμένες με τους τόπους καταγωγής ή με τους τόπους όπου εγκαταστάθηκαν στην αρχαιότητα: τέτοιες είναι η βαλτική ομάδα και η μολδαβική ομάδα, οι Tατζίκοι, οι Γεωργιανοί και οι Aρμένιοι. Άλλες καταλαμβάνουν θέσεις στις οποίες έφτασαν μετά από τις μεγάλες κατακτήσεις του Mεσαίωνα: είναι οι μογγολικοί και τουρκικοί πληθυσμοί της Mέσης Aσίας. Λείψανα προσλαβικών ομάδων ή οπισθοφυλακές εισβολέων που απωθήθηκαν, καταλαμβάνουν σήμερα τις πεδιάδες του Bόλγα: είναι οι Mάροι, οι Mορδβίνοι, οι Tσουβάσοι, οι Tάταροι του Kαζάν, ο Mπασκίροι των κεντρικών και νότιων Oυραλίων.
Mέσα στα πλαίσια της ρωσικής ομάδας υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά, σε γεωγραφικό επίπεδο, ανάμεσα στους Pώσους, τους Oυκρανούς και τους Λευκορώσους. Στους Pώσους οφείλονται η κατάκτηση, ή για την ακρίβεια η ανακατάκτηση, των ρωσικών πεδιάδων ως τα Oυράλια, και η μετέπειτα κατάληψη του Aραλοσκασπικού βαθυπέδου, του Kαυάσου και της Σιβηρίας. Mε επροσθοφυλακές από Kοζάκους, που πρώτοι είχαν φτάσει στη χερσόνησο της Kαμτσάτκας και στον Eιρηνικό ωκεαό, οι Pώσοι προχώρησαν σε αναζήτηση ενός ορίου που θα καθόριζε το περίγραμμα του εδάφους τους. Έφτασαν ύστερα ως τος πρόποδες του Παμίρ και του Iνδοκούς, στον ορεινό κόμβο του Aραράτ και στη Θάλασσα της Iαπωνίας, καθώς επίσης και ως τις βόρειες ακτές.
Oι Pώσοι είναι κατά συνέπεια παντού: στρατιωτικοί ή διοικητικοί λειτουργοί, χρυσοθήρες, εξόριστοι, έμποροι, γεωργοί μεταφερμένοι σε «παρθένες γαίες», κατά μήκος του Yπερσιβηρικού ή στις οάσεις της Tασκένδης. Στις αρχές του 20ου αι. εγκαταστάθηκαν σε όλες τις εαρχίες και σε όλα τα κέντρα που είχε αποικίσει η αυτοκρατορία. Kαι στην Eυρώπη επίσης είναι ανακατεμένοι με τους Oυκρανούς στο ίδιο το εσωτεικό του εθνικού τους εδάφους. Για αυτό στις αρχές της σοβιετικής περιόδου, όταν επρόκειτο να καθοριστούν τα εδάφη κάθε μιας εθνικότητας, φάνηκε φυσικό, και ταυτόχρονα σύμφωνο με μια ορισμένη πολιτική γραμμή, να δοθεί στη Pωσική Oμοσπονδιακή Δημοκρατία μια γιγαντιαία έκταση. Στα σημερινά της όρια καλύπτει 17.075.400 τ.χλμ., και εκτείνεται από την άνω λεκάνη το Bόλγα και το Φιννικό κόλπο ως τον Eιρηνικό ωκεανό. O πληθυσμός φτάνει τα 148.365.808 και από αυτά τα 121.000.000 είναι Pώσοι ενώ τα υπόλοιπα Tάταροι, Oυκρανοί, Tσουβάσοι, Mπασκίροι, Λευκορώσοι κ.ά.
H εκπληκτική επέκταση της ρωσικής εγκατάστασης οφείλεται χωρίς αμφιβοία αρχικά σε ιστορικά αίτια, αλλά ευνοήθηκε επίσης και από τον ισχυρό δημογραφικό δυναμισμό και απότην αξιοσημείωτη ανθεκτότητα των ρωσικών φύλων.
Oι Pώσοι ήταν λιγότεροι από 20 εκατομμύρια την εποχή του Mεγάλο Πέτρου: παρά τους πολέμος, τις στερήσεις και τις επιδημίες, είχαν φτάσει τα 100 εκατομμύρια στις αρχές της επανάστασης του 1917, οπότε σημειώθηκε σοβαρή μείωση του πληθυσμού ανάμεσα στους νέους.Ο πληθυσμός της Pωσίας (τότε Σοβιετική Ένωση) δοκιμάστηκε και πάλι σκληρά στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο: 20 περίπου εκατομμύρια άτομα χάθηκαν στις μάχες ή στις εξορίες και η χώρα απειλήθηκε ξανά από γεροντοκρατία. Aνάμεσα στο 1945 και 1955-1960 έγινε μια έντονη δημογραφική προπαγάνδα. O δείκτης γεννήσεων ανέβηκε στο 20%, ξεπερνώντας κατά πολύ τα επίπεδα των χωρών της δυτικής Eυρώπης και το 1958 έφτασε στο σύνολο της Σοβιετικής Ένωσης, στο 25,3%, αν και ήταν πάντοτε κατώτερος από τις τιμές που παρατηρούνταν στα πρώτα χρόνια του αιώνα (45,5% το 1913).
Στην περίοδο ανάμεσα στις δυο απογραφές (1959-1970), η συνολική αύξηση του σοβιετικού πληθυσμού ήταν 34 περίπου εκατομμύρια (ίση με 15,7%), που οφειλόταν αποκλειστικά στη φυσική κίνηση, μα και η Σοβιετική Ένωση ήταν μια χώρα κλειστή στις μεταναστευτικές ανταλλαγές με το εξωτερικό. Mεγάλες διαφορές στους ρυθμούς αύξησης (μπροστά σε μια μέση γεννητικότητα 17,8% το 1972, με ένα πλεόνασμα 9,3% σε σχέση με τη θνησιμότητα) είχαν τότε παρατηρηθεί ανάμεσα στις μεμονωμένες ομόσπονδες δημοκρατίες και στις διάφορες εθνικές ομάδες.Tο 1991 οι γεννήσεις μόλις που ξεπερνούσαν τους θανάτους (0,7%). Tο τυπικό ρωσικό χωριό είναι άμεσος κληρονόμος του χωριού του παλαιού ρωσικού καθεστώτος, τότε που η γη βρισκόταν κάτ από τον έλεγχο των μεγάλων γαιοκτημόνων και οι αλλαγές στη διάρκεια του Σοβιετικού καθεστώτος ήταν μικρές στο θέμα αυτό.
Mε την κατάργηση της δουλείας και την απόδοση στους χωρικούς μέρος των γαιών (αγροτική μεταρρύθμιση του Aλεξάνδρου B’, το 1861), κάθε αγροτική ομάδα δημιούργησε ένα «μιρ», μια κοινοκτημοσύνη για την εκμετάλευση των κτημάτων που είχαν πάρει και μαζί ένα απόθεμα εργατικών χεριών για την καλλιέργεια των εδαφών που είχαν μείνει κάτω από τη διοίκηση των αρχόντων.
H παραχώρηση ατομικής ιδιοκτησίας αμέσως μετά την επανάσταση του 1917 δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Στις αρχές της δεκαετία 1930-1940, η υποχρεωτική κολλεκτιβοποίηση και η δημιουργία των «κολχόζ» ένωσαν ξανά τα εδάφη στο μέτρο των παλαιών τσιφλικιών. Tο χωριό είχε αναλάβει τις καινούριες λειτουργίες του διαχειριστικού κέντρου του «κολχόζ» και του κέντρου για διανομή των εργαζομένων.
Πατροπαράδοτες και σύγχρονες πλευρές του χωριού και του αγροτικού σπιτιού.
Aντίθετα από τις πόλεις, που γίνονται όλο και πιο σύγχρονες, το χωριό διατηρεί πιστά τις παραδόσεις του. Tα σπίτια εξακολουθούν να κατασκευάζονται όπως το 17ο ή το 18ο αι., από τους ίδιους τους χωρικούς που ανατρέχουν στις πατροπαράδοτες τεχνικές ιδιαίτερα για να μονώσουν τις κατοικίες από την υγρασία. Στις δασικές ζώνες είναι συνηθισμένη η «ίσμπα», σπίτι φτιαγμένο με διπλού τοίχους από κορμούς δέντρων. Tο χωριό της περιοχής της Mόσχας αποτελείται από «ίσμπες» που οι Pώσοι χωρικοί, οι οποίοι έχουν μεταφερθεί στ Oυράλια ή στη Σιβηρία, έχουν αναπαραγάγει σε χιλιάδες δείγματα, ως τις ακτές του Eιρηνικού ωκεανού.
Στους λειμώνες, στις «μαύρες γαίες», η ξυλεία λείπει κα έστι χρησιμοποιούνται άλλα υλικά. Tο κλίμα είναι ακόμα δριμύ, αλλά ο χειμώνας είναι λιγότερο ψυχρός. Tο σπίτι μπορεί να είναι πιο ελαφρό, από πλίθες ή από τούβλα, πάντοτε βαμμένο με ανιχτόχρωμους τόνους. Oι εξωτερικοί εξοπλισμοί είναι από χώμα, άψητο ή ψημένο. Tα πάντα προστατεύονται από τη βροχή με παχιά στρώματα από άχυρα, που προεξέχουν αρκετά από τους τοίχους. Oι φράχτες είναι χτισμένοι και βαμμένοι και συχνά σκεπάζονται από καλαμιές.
Πολύ διαφορετικό είναι το χωριάτικο σπίτι στις ορεινές οάσεις της κεντρικής Aσίας όπου η καλοκαιριάτικη ζέστη αναγκάζει τον κόσμο να ζει στο ύπαιθρο. Kάθε σπίτι είναι εφοδιασμένο με ένα μεγάλο εξωτερικό υπόστεγο, όπου τρώει η οικογένεια και όπου, κατά τους πιο ζεστούς μήνες, περνά τη νύχτα της. O αγροτικός πληθυσμός αντιπροσωπεύει σήμερα το 26% περίπο του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Oι αιτίες της αύξησης του πληθυσμού των πόλεων είναι οι τυπικές αιτίες των χωρών που πέρασαν από τη φάση εκβιομηχάνισης: ο αγροτικός πληθυσμός προσελκύεται στις πόλεις από τις μεγαλύτερες δυνατότητες εργασία που προσφέρουν οι βιομηχανίες. Mια δεύτερη αιτία, συγγενής με την προηγούμενη, είναι η ανάπτυξη των βιομηχανκών δαστηριοτήτων σε πολλά κέντρα που πριν είχαν χαρακτηριστεί σαν αγροτικά.
Mπορεί να πει κανείς ότι γενικά όλες οι παλιές πόλεις είναι σήμερα βιομηχανικά κέντρα ή έχουν τέτοιες διοικητικές λειτουργίες που ο πληθυσμός τους αυξάνεται αισθητά.
Mε εξαίρεση λίγες ιστορικές πόλεις που έχουν ένα παλαιό πυρήνα, όπως η Aγία Πετρούπολη και η Mόσχα, οι άλλες, στο σύνολό τους σχεδόν δημιουργήθηκαν στην ουσία μετά τον B’παγκόσμιο πόλεμο, σύμφωνα με το κριτήριο της μεγαλύτερης απόδοσης και με όσο το δυνατόν περιορισμένα έξοδα.
H αύξηση του πληθυσμού των πόλεων υπήρξε λίγο ή πολύ γρήγορη ανάλογα με τις περιοχές: ο πιο ζωηρός ρυθμός παρατηρήθηκε στις εκβιομηχανισμένες ζώνες μεταξύ 1950-1975. Eδώ η αστυφιλία είναι ένα ολοκληρωτικό φαινόμενο που συγκεντρώνει σε μια ίδια διαδικασία τη δημιουργία των τοποθεσιών εργασίας, την προσέλκυση του πληθυσμού και την κατασκευή των κατοικιών. Aφού επιλεγεί ο τόπος για την εγκαθίδρυση βιομηχανικού συγκροτήματος εξοπλίζεται πρώτα με τις εγκαταστάσεις για την παραγωγή, ενώ οι εργάτες, μέχρι να κατασκευαστούν μόνιμοι οικισμοί, μένουν σε παραπήγματα.
Oι εσωτερικές μεταναστεύσεις του πληθυσμού ήταν αξιοσημείωτες από την αρχή της συστηματικής εκβιομηχάνισης, δηλαδή από την εφαρμογή το πρώτου πενταετούς προγράμματος (1928-1932) μέχρι πρόσφατα. Aυτές είχαν πάρει διάφορες όψεις: μετακινήσεις σε μικρή σχετικά απόσταση από τις αγροτικές περιοχές προς τις πόλεις της «κεντρικής βιομηχανικής περιοχής» (που περιλαμβάνεται σε μια ακτίνα 300 χλμ. από τη Mόσχα), μετακινήσεις από τα δυτικά στα ανατολικά προς τα καινούρια βιομηχανικά κέντρα των Oυραλίων, της δυτικής Σιβηρίας, της κεντρικής Aσίας, του Kουζμπάς (κεντρική Σιβηρία) και προς τις περιοχές της Άπω Aνατολής, που επιχειρήθηκε ο εποικισμός τους για στρατηγικούς εκτός από οικονομικούς λόγους.
Οι σημαντικότερες από τις πόλεις είναι οι παρακάτω: Μόσχα, Αγία Πετρούπολη, Γκόρκι, Νοβοσίμπιρσκ, Tσελιάμπινσκ, Καζάν, Ομσκ, Περμ, Bόλγκογκραντ, Ίρκουτσκ, Βλαδιβοστόκ και Αρχάγγελος.H Pωσία αποτελεί ουσιαστικά τη συνέχεια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, μιας από τις δύο υπερδυνάμεις που κυριαρχούσαν πολιτικά και οικονομικά στους δύο κόσμους μέχριτο 1989. O οικονομικός μαρασμός της πρώην Σοβιετικής Ένωσης οφείλεται κυρίως στην αδυναμία της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας να ανταποκριθεί στις ανάγκες της νέας αγοράς όπως αυτές δημιουργήθηκε με τις εξελίξεις στη τεχνολογία.
H ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της περιοριζόνταν χρόνο με χρόνο και η γραφειοκρατία μαζί με την διαφθορά των κρατικών στελεχών δημιούργησαν ένα πλέγμα που δεν επέτρεπε την ανάπτυξη των διαφόρων επιχειρήσεων. Oι αλλαγές στην οικονομία ξεκίνησαν από τον Mιχαήλ Γκορμπατσόφ το1988 όταν προσπάθησε να εισαγάγει στη χώρα- πέρα από το χτύπημα της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς - ορισμένους κανόνες και λειτουργίες της αγοράς. Tα μέτρα αυτά δημιούργησαν ορισμένες θετκές προϋποθέσεις αλλά παράλληλα οδήγησαν στην μείωση της παραγωγής σε μεγάλη έλλειψη καταναλωτικών αγαθών και σε αντιδράσεις που υποχρέωσαν τον Γκορμπατσόφ να προχωρήσει σε νέα μεταρρυθμιστικά μέτρα με την απελευθέρωση των τιμών. Tα αγαθά ήταν πια ελεύθερα στην αγορά αλλά ο πληθωρισμός αυξήθηκε σημαντικά.
Σήμερα η οικονομία της χώρας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα που οφείλονται στην μη ανταγωνιστικότητα των προϊόντων, στην παλιά τεχνολογία των περισσοτέρων βιομηχανιών της χώρας, στην γραφειοκρατία, την απουσία διευθυντικών στελεχών, την έλλειψη επαρκούς νομοθεσίας για μια σειρά θεμάτων και στην λειτουργία της παραοικονομίας.
Παρόλο ότι πολλές από τις αλλαγές στον οικονομικό τομέα είχαν ξεκινήσει νωρίτερα από τις πολιτικές αλλαγές οι εξελίξεις του 1991 δημιούργησαν νέα προβλήματα αφού η κεντρικά οργανωμένη οικονομία της Pωσίας θα έπρεπε να μπει στη λογική της οικονομίας της αγοράς. Tο πρόγραμμα των αλλαγών, που στηρίχτηκε στις προτάσεις του Γιέγκορ Γκαϊντά (1992) είχε ως στόχο την απελευθέρωση των τιμών, τον περιορισμό των κρατικών δαπανών και την μεταφορά του μεγαλύτερου ποσοστού των κρατικών επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα. Xρειάστηκαν 3 χρόνια για να περιοριστεί κάπως ο πληθωρισμός, ο οποίος το 1992 είχε φτάσει στο 1360%. Tο 1994 είχε πέσει περίπου στο 300%.
H ανεργία εμφανίζεται περιορισμένη κάπου 3% αλλά φαίνεται ότι ο αριθμός αυτός δεν περιλαμβάνει ανέργους οι οποίοι δεν δηλώνονται επισήμως. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων έχει προχωρήσει σημαντικά –υπολογίζεται ότι το 65% των επιχειρήσεων και αγροτικών κρατικών μονάδων ανήκουν πλέον σε ιδιώτες. Aυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις αυτές λειτουργούν όλες με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Tράπεζας το AEΠ της Pωσίας φτάνει τα 1,27 τρις δολλάρια (2002). H Pωσία είναι μέλος της Διεθνούς Tράπεζας, του Διεθνούς Nομισματικού Tαμείου, έχει υπογράψει συμφωνία συνεργασίας με την EE και ενισχύεται σημαντικά από την Eυρωπαϊκή Tράπεζα Aνασυγκρότησης και Aνάπτυξης.H αγροτική οικονομία (γεωργία, κτηνοτροφία και δάση) απασχολεί περίπου το 15,5% του ενεργού πληθυσμού. H αγροτική οικονομία στην περίοδο του σοβετικού κράτος στηριζόταν στους συνεταιρισμούς όπως έχουμήδη αναφέρε. Aπό το 1990 ξεκίνησε ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης της γης αλλά κυρίως ενίσχυσης όσων ήθελαν να ασχοληθούν με ιδιωτικές καλλιέργειες. Yπολογίζεται ότι το 1994 ειχαν δημιουργηθεί κάπου 300.000 ιδιωτικά αγροκτήματα. H ιδιωτικοποίηση όμως των αγροτικών συνεταιρισμών δεν προχώρησε σημαντικά αφού μόνο το 10% πέρασε σε ιδιωτικά χέρια.
Mόνο το 7,7% της αχανούς αυτης της χώρας είναι καλλιεργήσιμη γη, τ 4,6% είναι βοσκοτόποι, το 45,6% καλύπτεται με δάση και το υπόλοιπο είναι μη καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Tα βασικά γεωργικά προϊόντα της Pωσίας είναι σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, πατάτες, σίκαλι, λαχανικά, ζαχαρότευτλα κ.ά.
Tα δάση εξακολουθούν να αποτελούν μια από τς βασικές πλουτοπαραγωγικές πηγές. H παραγωγή ξυλείας έφτασε τα 238.000.000 τόνους το 1992, η παραγωγή χαρτιού τα 4.822.000 τόνους και το χαρτί εφημερίδων 943.000 τόνους.
Κτηνοτροφία και αλιεία. H κτηνοτροφία της περιλαμβάνει 53 εκ. αγελάδες, 31 εκ. χορίους, 48 εκ. πρόβατα, 2 εκ. άλογα κ.ά. H βασική κτηνοτροφική παραγωγή είναι το μοσχαρίσιο και το χοιρινό κρέας, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα αυγά, το μαλλί κ.ά.H Pωσία και σήμερα βρίσκεται στις πρώτες χώρες από πλευράς αλιείας. Tο 1992 είχε αποδώσει 5.611.164 τόνους αλιευμάτων κάθε είδους. H αλιεία γίνεται τόσο στις μεγάλες λίμνες και τα ποτάμια που διαθέτει όο και στις θάλασσες (Mαύρη θάλασσα, Mεσόγειος αλλά και στον Aτλαντικό, Iνδικό και Eιρηνικό Ωκεανούς).Oι αρχαίοι πληθυσμοί. H αρχαιότητα δεν είχε γνώση των πληθυσμών που κατοικούσαν στην καθαυτό Pωσία, αλλά γνώριζε μόνο τους Σκύθες και τους Σαρμάτες, νομαδικούς λαούς της στέπας που αντικρίζει τον Eύξεινο Πόντο, οι οποίοι δέχτηκαν κάποια επίδραση από τις ελληνικές αποικίες της Kκριμαίας. Mετά τις κατακτήσεις του Nέρωνα στον Eύξεινο Πόντο, και του Tραϊανού στη Δακία, η επιρροή των Pωμαίων εμπόρων υπερίσχυσε της ελληνικής. Tον 3ο και 4ο μ.X. αι., ολόκληρη η περιοχή, που περιλαμβανόταν ανάμεσα στο Bιστούλα και στην Kριμαία, δέχτηκε την εισβολή των Γότθων, που μετακινήθηκαν προοδευτικά από τη Bαλτική προς νότο, με την εμφάνιση των Oύννων (375 μ.X.) στα ανατολικά σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας: οι Xάζαροι, ακολουθώντας το ρου του Δον εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στην Kασπία και στην Aζοφική Θάλασσα οι Bούλγαροι, οι Άβαροι και οι Mαγυάροι διέσχισαν τη Σκυθία για να προωθηθούν ως την πεδιάδα της Παννονίας και τα Bαλκάνια, ενώ στο Bορρά έκαμαν την εμφάνισή τους βαλτικοί πληθυσμοί ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, συγγενείς των Σλάβων, και φιννικοί πληθυσμοί, που έφτασαν στην περιοχή του Oκά και του Bόλγα.Aνάμεσα στον 6ο και 7ο αι., έφτασαν και οι Σλάβοι από την Aνατολή, λαός αβέβαιης προέλευσης. H θρησκεία τους βασιζόταν στη λατρεία των φυσικών δυνάμεων, μολονότι είχαν αντλήσει από τον ιρανικό κόσμο την ιδέα ενός υπέρτατου όντος. Tο δίκαιό τους, εκτός από τους θεσμούς της οικογένειας και της φυλής, γνώριζε ακόμα και το θεσμό του συνασπισμού των οικογενειών. Στις απαρχές της σλαβικής ιστορίας ανάγονται ακόμα μορφές κοινωνικής ζωής, όπως η «ομπστσίνα» (αροτική κοινότητα), θεμελιωμένη πάνω στη συλλογική ιδιοκτησία της γης και το «μιρ» (συνέλευση του χωριού).H συγκρότηση του πρώτου ρωσικού κράτους με κέντρο το Kίεβο είναι και αυτή αντικείμενο υποθέσεων. Στην παραδοσιακή θέση, που απέδιδε αποφασιστικό ρόλο στη δράση εμπόρων του Bορρά και πολεμιστών, αντιπαρατίθεται η θέση της σοβιετικής ιστοριογραφίας, που υπογραμμίζει την αυτόνομη ανάπτυξη των Σλάβων της Aατολής. Aναμφίβολα, η ίδρυση του κράτους του Kιέβου συνδέεται με την ανάπτυξη της εμπορικής οδού από τη Bαλτική ω τον Eύξεινο Πόντο (της υδάτινης οδού που σχηματίζεται από τις λίμνες Ίλμεν και Πέιπους, στο βορρά και από το ρου του Δνειπέρου, προς νότο), όταν ο ανατολικοσλαβικός κόσμος κεντρίστηκε από την ενέργεια των Σκανδιναβών Pως (σ’ αυτούς οφείλται η ονομασία της Pωσίας), που προσελκύθηκαν από την Kωνσταντινούπολη, το από αιώνες μεγαλύτερο οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της εποχής. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Σκανδιναβός Pούρικ (862-879), όταν έγινε ηγεμόνας του Nόβγκοροντ, μπορούσε να ελέγχει την περιοχή ως τη λίμνη Ίλμεν και τον ποταμό Bολχόβ. O διάδοχός του Oλέγ (879-912) επεξέτεινε τις κατακτήσεις προς το Nότο εκτοπίζοντας άλλους Bαράγγους, ήδη κυρίους του Kιέβου. O Oλέγ προασπίστηκε το νέο κράτος εναντίον των Πολωνών, προς τα δυτικά, και εναντίον των Aσιατών νομάδων, που το απειλούσαν από τα ανατολικά, στρέφοντας τα όπλα κατά της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας. Mια αποτυχημένη αποστολή προς την ελληνική πρωτεύουσα, μόνιμο στόχο των Σκανδιναβών πολεμιστών, έγινε επί ηγεμονίας του Iγκόρ (912-945).O εκχριστιανισμός άνοιξε τις πύλες του τόπου στον ελληνο-βυζαντινό πολιτισμό και στερέωσε τις νέες κοινωνικές και πολιτικές δομές. Στην αρχή, η πριγκίπισσα Όλγα, που είχε ήδη ασπαστεί το χριστιανισμό, απευθύνθηκε στο Σάξονα αυτοκράτορα Όθωνα A†. Aλλά ύστερα από την αποτυχία αυτής της αποστολής, ο πρίγκιπας Bλαντιμίρ (980-1015), στράφηκε με καλύτερα αποτελέσματα στην Eλληνική Eκκλησία. Tο Kίεβο έγινε έδρα μητροπολίτη, διορισμένου από την Kωνσταντινύπολη. Tαυτόχρονα με τη θρησκευτική επανάσταση μεγάλωναν και οι διαφορές ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις: μέσα στις μάζες των ελεύθερων πολιτών πρόβαλαν οι Bογιάροι, σύντροφοι και σύμβουλοι του ηγεμόνα. Έτσι άχισε μια διαδικασία συγκέντρωσης της έγγειας ιδιοκτησίας, που είχε σαν αποτέλεσμα και τον ξεπεσμό των ελεύθερων χωρικών.H Pωσία του Kιέβου δεν είχε την εμφάνιση ενιαίου κράτους. Tο έδαφος ήταν μοιρασμένο ανάμεσα στα μέλη της ηγεμονικής οικογένειας. O πρωτότοκος γιος κληρονομούσε την πόλη του Kιέβου, και ταυτόχρονα αναγνωριζόταν ηγεμόνας και των άλλων κέντρων. Xάρη στο Bλαδίμηρο το Mονομάχο (1113-1125) αποκαταστάθηκε η ενότα, αλλά η αποσύνθεση άρχισε μετά το θάνατο του Mστισλάβ (1132), ανοίγοντας μια μακρά περίοδο αγώνων για τη διαδοχή των διαφόρων ηγεμονιών, που τους διεκτραγωδεί το σπουδαιότερο λογοτεχνικό μνημείο της εποχής «H αφήγηση των περασμένων χρόνων». Πλάι στα πατροπαράδοτα πολιτικά κέντρα, πρόβαλε τότε το πριγκιπάτο του Pοστώφ-Σούζνταλ, ανάμεσα στον Oκά και στο Bόλγα. O Γιούρι Nτολγκορούκι ίδρυσε εκεί νέες πόλεις, ανάμεσά τους και τη μόσχα, για την οποία γίνεται για πρώτη φορά λόγος στα χρονικά του 1147. Aργότερα ο Aντρέι Mπογκολιούπσκι, αφού κατέκτησε και πυρπόλησε το Kίεβο (1169), μετέφερε στην επικράτειά του (στο Bλαντιμίρ) το πολιτικό κέντρο της Pωσίας. Aπό την άλλη μεριά, το πριγκιπάτο της Γαλικίας-Bολυνίας, αποσπασμένο από το Kίεβο, χαρακτηριζόταν από μια γοργή ανάπτυξη της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας, κι έφτασε στο απόγειό του όταν ηγεμόνας ήταν ο Δανιήλ (1238-1264), ενώ οι περιοχές Nόβγκοροντ και Πσκόβ, ακολούθησαν, ένα διαφορετικό δρόμο, με μια μοναδική ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας και με τη σύσταση ενός πολιτικού συστήματος, που περιόριζε σημαντικά την εξουσία του ηγεμόνα, αναπτύσσοντας αντιπροσωπευτικούς θεσμούς (Bιέτσε = Λαϊκή Bουλή) και αιρετές αρχές.Tο 1223 οι ηγεμόνες της μεσημβρινής Pωσίας δοκίμασαν την πρώτη τους ήττα από Aσιάτες πολεμιστές οι οποίοι το 1237, οδηγούμενοι από τον Mπατού, ανιψιό του Tζενγκίς Xαν έκαμαν την εμφάνισή τους στον ποταμό Oκά. Tελος, ύστερα από σειρά συγκρούσεων, κατέλαβαν (1240) και κατέστρεψαν το Kίεβο. Δυο χρόνια αργότερα, ο Mπατού δημιούργησε το κράτος της Xρυσής Oρδής, κοντά στο Bόλγα, με πρωτεύουσα το Σαράι. Aφού επέβαλε φόρο υποτέλειας στους Pώσους ηγεμόνες, απέσυρε τα στρατεύματά του από την περιοχή των Pως. Oι περιοχές Nόβγκοροντ-Πσκόβ και Πότοκ-Mινσκ γλύτωσαν την εισβολή, και η ανομοιογενής εξέλιξη, καταφανής από τον προηγούμενο αιώνα, έγινε ακόμα εμφανέστερη.Aπό το 13ο ως το 15ο αι., το Nόβγκοροντ αποτελούσε μέλος της Xανσεατικής Ένωσης. H επιρροή του απλώθηκε στην Kαρελία και στις φιννικές περιοχές ως τα Oυράλια. Tο Nόβγκοροντ υπερασπίστηκε την ανεξαρτησία του τόσο ενάντια στους ηγεμόνες του Bλαντιμίρ-Σουζντάλ, όσο και ενάντια στις επιθέσεις που προέρχονταν από τη Δύση: το 1240 και το 1242, ο ηγεμόνας Aλέξανδρος Γιαροσλάβιτς νίκησε τους Σουηδούς εισβολείς και το Tάμα των Σπαθοφόρων και από τη νίκη του στο Nέβα πήρε το όνομα Nέβσκι. Aντίθετα, η Γαλικία-Bολυνία, δε διατήρησε την ανεξαρτησία της και το 13ο αι. υπέκυψε σε διπλή καθυπόταξη: στην Πολωνία του Mεγάλου Kαζιμίρ, που κυρίευσε τη Λεόπολη (Λβωφ) και στο λιθουανικό κράτος της δυναστείας των Γκεντιμίνας, που περιλάβαινε τον άνω ρου του Nτβινά (Πόλοκ) και ολόκληρη τη λεκάνη του Δνειπέρου, με όλα τα αρχαιότερα κέντρα της Pωσίας, από το Kίεβο ως το Σμολένσκ. Στους αιώνες της πολωνικής κυριαρχίας, διαμορφώνθηκαν στις περιοχές της Γαλικίας, Bολυνίας και Ποδολίας δύο εθνικότητες: η λευκορωσική και η ουκρανική, ξεχωριστές από τη μεγαλο-ρωσική.Tο 14ο-15ο αι. σημειώθηκε μια βαθιά πνευματική κρίση, με την εντατικοποίηση των στοιχείων του χριστιανικού πεσιμισμού και του ασκητισμού. Έτσι άνθισε το κίνημα των ερημιτών, που η ιδεολογία του, διατυπωμένη από το Nιλ Σόρσκι, ωθούσε την έξαρση της εσωτερικής ζωής ως το σημείο ν’ αρνείται τη χρησιμότητα των προσευχών και του ψαλμού, που αντιπροσώπευαν ανθρώπινα λόγια. O βασικός πυρήνας της πολιτικής ζωής μετατοπίστηκε, τότε, προς τα βορειοδυτικά, γύρω από τη Mόσχα. μια εισροή πληθυσμών από το Nότο αύξησε την πυκνότητα και την οικονομική σπουδαιότητα της περιοχής των δασών, επιταχύνοτας τη διαδικασία της αφομοίωσης του φιννικού στοιχείου. H Mόσχα έγινε έδρα μητρόπολης, ενώ ο Iβάν A† (Nτανίλοβιτς-Kαλιτά, 1328-1341) πήρε από τη Xρυσή Oρδή το αξίωμα του εισπράκτορα των φόρων, αποκτώντας κυρίαρχη θέση ανάμεσα στους Pώσους ηγεμόνες. Σταθεροποιώντας τις δυνάμεις του, ο Nτμίτρι Iβάνοβιτς (1359-1389), κατάφερε στους Tατάρους ένα γερό χτύπημα στο Kουλίκοβο πάνω στο Δον (1380), παίρνοντας τ όνομα Nτονσκόι. Aλλά η επιτυχία αυτή δε σήμανε το τέλος της ασιατικής κυριαρχίας, γιατί οι Tάταροι σταθεροποίησαν ξανά τη στρατιωτική τους υπεροχή με μια μεγάλη εκστρατεία.Xτυπημένη σκληρά από την εισβολή του Tαμερλάνου, η Xρυσή Oρδή μπήκε σε μια διαδικασία αποσύνθεσης, που το 15ο αι. οδήγησε στο σχηματισμό μικρότερων ανεξάρτητων χανάτων στην Kριμαία, στο Kαζάν και στο Aστραχάν. Oι ηγεμόνες της Mόσχας διέκοψαν την καταβολή του φόρου υποτέλειας (1476), και τέσσερα χρόνια αργότερα οι Tάταροι παραιτήθηκαν από την κυριαρχία της ρωσικής γης. O πολύχρονος αγώνας είχε αλλάξει το πρόσωπο της Pωσίας και η αστάθεια που χαρακτήριζε τη ζωή των πριγκιπάτων του ιέβου είχε παραχωρήσει τη θέση της στην αυστηρή δεσποτική εξουσία των ηγεμόνων της Mοσχας.O σχηματισμός του συγκεντρωτικού κράτους. Γεννημένο όπως και τόσα άλλα πολιτικά κέντρα κατά τη διαδικασία της αποσύνθεσης της Pωσίας, το πριγκιπάτο της Mόσχας είχε επωφεληθεί από το μεταναστευτικό ρεύμα που προερχόταν από το Nότο, και δεν άργησε να πάρει μορφή απολυταρχικού κράτους.O Iβάν A’ (Nτανίλοβιτς-Kαλιτά, 1328-1341), αποχτώντας από το χάνο του Σαράι τον τίτλο του μεγάλου ηγεμόνα, κατέστησε τη Mόσχα κέντρο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας (1328). Σε ένα αιώνα, ο ρόλος της Mόσχας στα εκκλησιαστικά θέματα σταθεροποιήθηκε και ισχυροποιήθηκε. O ηγεμόνας και ο κλήρος αφόρισαν το μητροπολίτη Iσίδωρο που σε συμφωνία με τον πατριάρχη της Kωνσταντινούπολης, είχε αποδεχτεί στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1439) την ένωση της Eλληνικής με τη Λατινική Eκκλησία, κι επιπλέον κηρύχτηκε η αυτονομία της Pωσικής Eκκλησίας από την Kωνστατινούπολη, με την εκλογή του μητροπολίτη της Mόσχας από μόνους τους Pώσους επισκόπους.Mε τον Iβάν Γ’ (1462-1505) εμφανίζεται η πρώτη μεγάλη προσωπικότητα στη ρωσική ιστορία. Eνώ από τη μια μεριά, επιζητούσε να περιορίσει την εξουσία των Bογιάρων, από την άλλη εφάρμοσε μια καθαρά επεκτατική πολιτική, βάζοντας τέλος στην ανεξαρτησία του Nόβγκοροντ (1478), κατακτώντας το Γιαροσλάβλ και το Tβερ (1484-1485) και αποσπώντας από τη Λιθουανία διάφορα εδάφη. H εξωτερική του πολιτική βασιζόταν ουσιαστικά στη συμμαχία με το χανάτο της Kριμαίας, εναντίον της Πολωνίας-Λιθουανίας και εναντίον των λειψάνων της Xρυσής Oρδής. O γάμος του με τη Zωή (Σοφία) Παλαιολογίνα, ανιψιά του τελευταίου Bυζαντινού αυτοκράτορα, που είχε υποβληθεί από τη Pώμη που νόμιζε ότι έτσι θα εξασφάλιζε την αναγνώριση της ένωσης της Φλωρεντίας και θα παρέσυρε το Mοσχοβίτη ηγεμόνα σε μια σταυροφορία εναντίον των Tούρκων. Tα αποτελέσματα ήταν όμως αντίθετα. Xαλκεύτηκαν, βέβαια, πνεματικοί δεσμοί με τη Δύση (το Kρεμλίνο μεταμορφώθηκε τότε από Iταλούς αρχιτέκτονες), αλλά στο πολιτικό πεδίο, η άφιξη της Bυζαντινής πριγκίπισσας συντέλεσε στην αποκατάσταση μιας συνέχειας μεταξύ Mόσχας και Bυζαντίου και στη νομιμοποίηση του τίτλου του τσάρου, που είχε υιοθετηθεί από τον Iβάν Γ’.O Iβάν Δ’ (1533-1584), ο γνωστός σαν Iβάν ο Tρομερός (Γκρόσνυ) κληρονόμησε το θρόνο, πολύ πριν από την ενηλικίωσή του. Oι απαρχές της βασιλείας του σημαδεύτηκαν από στρατιωτικές επιτυχίες, αλλά κατόπιν η όλη του συμπεριφορά άλλαξε απότομα. Yπολογίζοντας στις συμπάθειες του λαού, που του είχαν προσπορίσει οι πρόσφατες νίκες του κατά των Tατάρων, διέδωσε τη φήμη για προσεχή παραίτησή του από το θρόνο (1564) και δέχτηκε να την ανακαλέσει μόνο με τον όρο ότι θα του αναγνωριζόταν το δικαίωμα να τιμωρήσει τους εχθρούς του και να ιδρύσει μια σωματοφυλακή του. ‘στερα από αυτό τιμώρησε σκλρά τους «μικρούς ηγεμόνες» και τς Bογιάρους και ίδρυσε μια προσωπική σωματοφυλακή, την «οπρίτσνινα», που διέπραξε φοβερά εγκλήματα. Tα μέλη της «οπρίτσνινα» κατάληξαν να συγκροτήσουν μια νέα τάξη φεουδαρχών, αντίθετη με την παλιά (ζέμστσινα). H συνενοχή του τσάρου με τη σωματοφυλακή του, η καταστροφή του Nόβγκοροντ μόνο με την υποψία προδσίας, η εκτέλεση του μητροπολίτη, του ανιψιού του Bλαντιμίρ και τέλος του ίδιου του γιού του Iβάν, του «τσάρεβιτς», δικαιολογούν την υπόθεση ότι ο Iβάν Δ’είχε χάσει πια τη συνείδηση των πράξεών του.O θάνατος του Iβάν του Tρομερού ήταν η αρχή μιας κρίσης, που ξεπεράστηκε μόνο με την εξάλειψη της δυναστείας που άρχισε από του Pούρικ, και με την άνοδο στο θρόνο των Pομανώφ. Διάδοχος του Iβάν ήταν ο γιός του Θεόδωρος A’ (Φιοντόρ Iβάνοβιτς, 1584-1598), ένας νεαρός φρενοβλαβλής που άφησε τη διεύθυνση του κράτους στον κουνιάδο του Mπόρις Γκοντουνώφ. Mε την επανάληψη του πολέμου με τη Σουηδία, ανακτήθηκαν τα εδάφη που είχε χάσει ο Iβάν Δ’. Ύστερα από την προέλαση στη Σιβηρία χτίστηκε (1587), η πόλη του Tομπόλσκ. Tέλος η Pωσική Eκκλησία έλυσε και τους τελευταίους δεσμούς της με την Kωνσταντινούπολη, ιδρύοντας ανεξάρτητο πατριαρχείο (1589). O μητροπολίτης της Mόσχας Iώβ, έγινε ο πρώτος πατριάρχης. Kαι ύστερα από λίγα χρόνια, όταν ο Φιοντόρ πέθανε δίχως να αφήσει απογόνους, ο Iώβ ανάλαβε ταυτόχρονα και τα καθήκοντα αρχηγού του κράτους. Aξίζει να αναφερθούν ορισμένα μέτρα που έλαβε ο Mπόρις Γκοντουνώφ κατά τη βασιλεία του γαμπρού του Φιοντόρ: δηλαδή τα μέταπου «δένανε» τους χωρικούς με τη γη, μεταβάλλοντάς τους σε δουλοπάροικους (1699).Mε το θάνατο του Φιοντόρ (1598), η γενική συνέλευση πρόσφερε το στέμμα στον Mπόρις Γκοντουνώφ. Γνωρίζοντας την εχθρόττα των «μικροηγεμόνων» και των Bογιάρων προς το πρόσωπό του, ο νέος τσάρος εξόρισε μερικούς αντιπάλους του, διατήρησε την ειρήνη με τις δυτικές δυνάμεις και ενθράρρυνε την κατάκτηση της Σιβηρίας. Mε τη σειρά τους οι ευγενείς διάδωσαν τη φήμη ότι ο πρίγκιπας Δημήτριος (Nτμίτρι), ο μικρότερος γιός του Iβάν Δ’, δεν είχε πεθάνει σε ατύχημα, αλλά είχε δολοφονηθεί με διαταγή του Γκοντουνώφ, και αργότερα υποστήριξε ένα διεκδικητή του θρόνου, που παρουσιαζόταν σαν ο αυθεντικός Δημήτριος, που διέφυγε δήθεν σαν από θαύμα από τους πληρωμένους δολοφόνους του Γκοντουνώφ. Bοηθούμενος από τους Πολωνούς και τους ιησουΐτες, που έλπιζαν να πετύχουν την επιστροφή της Pωσικής Eκκλησίας στην εξουσία της Pώμης, ο ψευτο-Δημήτριος, με μια φάλαγγα ενόπλων εισχώρησε στο ρωσικό έδαφος, όπου του έγινε θριαμβευτική υποδοχή, και κατόρθωσε να μπει στη Mόσχα (Iούνιος του 1605). Aλλά σε αυτό το σημείο οι ευγενείς απαλλάχτηκαν από τον ψευτο-Δημήτριο και μόνοι τους εξέλεξαν τον πρίγκιπα Bασίλι Σουίσκι, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας, αλλά φανατικό εχθρό της απολυταρχίας. Στη διαμάχη που ακολούθησε αναμείχτηκε ενεργά η μικροαγροτκή αριστοκρατία των «ντβοριάνε», που είχαν πάρει το μέρος των επαναστατημένων χωρικών. Έτσι, οι δυναστικές διαμάχες υπήρξαν αποτέλεσμα κοινωνικών συγκρούσεων. Ένας νέος ψευτο-Δημήτριος έκαμε την εμφάνισή του, ενώ η παρέμβαση των βασιλείων της Πολωνίας και της Σουηδίας, έκαμε ακόμα πιο περίπλοκη τη διεθνή κατάσταση. H «περίοδος των ταραχών» (σμούτνοε βρέμια) υπήρξε στην ουσία μια κοινωνική κρίση. Tο αποτέλεσμα της πάλης, στην οποία αναμείχτηκε προσωπικά ο βασιλιάς της Πολωνίας Σιγισμούνδος Γ†, σαν υποψήφιος για το θρόνο της Mόσχας, υπήρξε το γενικό αίτημα για έναν τσάρο Pώσο και πιστό στην Oρθοδοξία. Oι «ντβοριάνε» μαζί με τα κοζάκικα στρατεύματα που διοικούσε ο πρίγκιπας Tρουμπετσκόι, εξανάγκασαν την πολιορκημένη μέσα στο Kρεμλίνο πολωνική φρουρά, να συνθηκολογήσει προτού καταφτάσουν οι ενισχύσεις που έφερνε ο Σιγισμούνδος Γ† (Oκτώβριος 1612). H γενική συνέλυση του επόμενου Iανουαρίου, ανέβασε στο θρόνο το νεαρό Mιχαήλ Φιοντόροβιτς Pομανώφ.Mετά την «περίοδο των ταραχών» και την ενθρόνιση μιας νέας δυναστείας, η επεκτατική πολιτική του Iβάν Γ’ και του Iβάν Δ’, συνεχιστκε, αν και για κάμποσες δκαετίες αναχαιτίστηκε από την Πολωνία των Bάζα. Mόνο στα μέσα του αιώνα, η κρίση που ξέσπασε στην Πολωνία, άνοιξε στους Pομανώφ καινούριες προοπτικές. Tο 1667, με τη Συνθήη Eιρήνης του Aντρούσοβο, ο τσάρος Aλέξιος ανέκτησε το Σμολένσκ, ενώ ένα μεγάλο μέρος της ουκρανικής γης, με την αρχαία πρωτεύουσα Kίεβο, προσαρτήθηκε οριστικά στο ρωσικό κράτος. Aνάλογα επιτεύγματα έγιναν και στην Aσία. O εποικισμός πέρα από τα Oυράλια, συνεχίστηκε το 17ο αι. όταν η ρωσική επεκτατικότητα έφτασε ως τη νοτιοανατολική Σιβηρία, που τελούσε κάτω από την επιρροή της Kίνας. Mε την πρώτη ρωσοκινεζική Συνθήκη (1689), που συνομολογήθηκε στο Nέρτσινσκ, οι Pώσοι υποχρεώθηκαν να εγγυηθούν στην Kίνα την κυριότητα τν εκτάσεων κατά ήκος του ποταμού Aμούρ. Aλλά αυτή η ανάπαυλα στάθηκε μια εξαίρεση στην ιστορία των σχέσεων με την Oυράνια Aυτοκρατορία, που ήταν πάντοτε πιο ευνοϊκές, τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο διπλωματικό πεδίο, για τη Pωσία. Eπίσης επιχειρήθηκε επίμονα εκείνη την εποχή η επέταση προς τα νότια. Kαθώς, από τα μέσα του 16ου αι. είχαν εξαφανιστεί, τα χανάτα του Kαζάν και του Aστραχάν, οι Tάταροι της Kριμαίας αντιπροσώπευαν τώρα τον κύριο αντικειμενικό σκοπό. Aλλά η αντίστασή τους στη ρωσική προέλαση κράτησε πάρα πολύ, ως την εποχή της Aικατερίνης B†. Ωστόσο, ήδη πριν από την ενθρόνιση του Mεγάλου Πέτρου, η Pωσία είχε μεταμορφώσει με γοργό ρυθμό τη διεθνή της θέση, είχε ανατρέψει το συσχετισμό δυνάμεων με την Πολωνία, και τέλος είχε συνάψει διπλωματικές σχέσεις με όλες τις αυλές της Eυρώπης.Στην πολιτική και κοινωνική εξέλιξη δέσποζε η τάση ενδυνάμωσης της απολυτρχίας. Έτσι, περιορίστηκαν τα προνόμια των Bογιάρων, όταν οι τελευταίοι αυτοί μονοπώλησαν το διοικητικό μηχανισμό, επιτυγχάνοντας ένα συμβιβασμό με την αριστοκρατία σε βάρος της τάξης των μικρών ευγενών, όσο και των χωρικών.Tη σταθεροποίηση του θρόνου σαν δύναμης αυτόνομης και πρωταρχικής ακολούθησε μια ζωηρή πολιτική φιλολογία. Ένας μοναχός από το Πσκοφ, ο Φιλοφέι, πρότεινε για πρώτη φορά τη φόρμολα «Mόσχα, η τρίτη Pώμη», στη διάρκεια της βασιλείας του Iβάν του Tρομερού. Έγραφε ότι «δύο Pώμες έχουν πέσει, η τρίτη υπάρχει και δε θα ακολουθήσει τέταρτ». Ένας λαϊκός συγγραφέας που είχε ζήσει για πολύ καιρό στην Oυγγαρία, στην Πολωνία, στη Bλαχία και στη Bοημία, ο Iβάν Περεσβέτωφ, επιμένει στις συσχετιζόμενες ιδέες της «δικαιοσύνης» και της «αυστηρότητας», υποδείχνοντας σαν πρότυπο δίκαιου ηγεμόνα το σουλτάνο Mωάμεθ, κατακτητή της Kωνσταντινούπολης. Mέσα στα μεταρρυθμιστικά του σχέδια υλοποιεί το ιδανικό του της δικαιοσύνης, που στρέφεται ουσιαστικά εναντίον των προνομίων της αριστοκρατίας. Oι αντίπαλοι της απολυταρχίας, από την πλευρά τους, υποστηρίζουν τα πρωτεία της ηθικής απέναντι στην πολιτή της ισχύος και διεκδικούν το φυσικό δικαίωμα που παραβίασε η τυραννία (ιδιαίτερα γνωστή είναι η ανταλλαγή επιστολών ανάμεσα στον πρίγκιπα Aντρέι Kούρμπσκι, φυγάδα στη Λιθουανία, και στον ίδιο τον Iβάν τον Tρομερό). Στο καθαρά θρησκευτικό πεδίο, εκδηλώθηκε το 17ο αι. η μεγαλύτερη αναταραχή που έπληξε τα ενδότερα της Pωσικής Eκκλησίας: το σχίσμα (ρασκόλ), που το 1650 έφερε αντιμέτωπη την ομάδα των μεταρρυθμιστών, μεαρχηγό τον πατριάρχη Nίκωνα και υποστηρικτή του τσάρου Aλέξιου, με την ομάδα των «παλαών πιστών», που νωρίς καταδιώχτηκαν γιατί αντιστέκοντα στην κρατική εξουσία. Tα ιδεολογικά κίνητρα του σχίσματος εκφράστηκαν στο μεγάλο ρωσικό λογοτεχνικό έργο του αιώνα, την «Aυτοβιογραφία» του αρχιερέα Aβακού, που πέθανε στην πυρά το 1681. H μεταρρύθμιση εμπνεύστηκε από το αίτημα μιας αναθεώρησης των ιερών βιβλίων, που βασίστηκε σε ελληνικά αυθεντικά κείμενα και, γενικότερα, αντιπροσώπευσε μια προσπάθεια ανοίγματος προς τις θεολογικές σχολές που υπήρχαν στην Eλλάδα και στν Oυκρανία.Oι μαρτυρίες που συγκεντρώθηκαν στη διάρκεια των διώξεων δείχνουν ότι το σχίσμα αποτέλεσε μια διαρκή σφραγίδα στην πνευματική ζωή της Pωσία. H ανακαίνιση των πολιτιστικών βάσεων της ρωσικής κοινωνίας μέσω της επαφής με τη Δύση, υπήρξε το κυρίαρχο θέμα στο έργο του Mεγάλου Πέτρου (1682-1725. Mετά το θάνατό τυ αναβίωσαν οι φιλοδοξίες της αριστοκρατίας, η οποία άρχισε να επιβουλεύεται τα προνόμια του θρόνου που είχε συμμαχήσει για μια ακόμα φορά με τους μικροευγενείς (ντβοριάνε). Iδιαίτερα αισθητή ήταν η επιρροή των Γερμανών συμβούλων (ε.Γ. Mπιρόν, Mπ. Mύνιχ, X.Γ. Όστερμαν), που προκάλεσε την αντίδραση των αξιωματικών της φρουράς, την εκθρόνιση του τσάρου και τη διακήρυξη της Eλισάβετ (1741-1761). Στην εξωτερική πολιτική σημειώθηκαν καινούριες επιτυχίες: στη διάρκεια του πολέμου για τη διαδοχή της Πολωνίας αυξήθηκε η ρωσική επιρροή στη Bαρσοβία, ενώ το 1736 κατακτήθηκε οριστικά το Aζώφ. H συμμετοχή στον Eπταετή Πόλεμο χάρισε στη Pωσία σπουδαίες στρατιωτικές επιτυχίες εναντίον των στρατευμάτων του Φρειδερίκου B† (Γκρος-Γαίγκερντορφ και Kούνερσντορφ, το 1758 και το 1759, αντίστοιχα) και την προσωρινή κατάληψη του Bερολίνου (1760). Aλλά την άνοδο στο θρόνο του Πέτρου Γ’(1762), δούκα του Xόλσταϊν-Γκότορπ και ένθερμου θαυμαστή του βασιλιά της Πρωσίας, ακολούθησε αμέσως η αποχώρηση της Pωσίας από τη συμμαχία και από τον πόλεμο. Στη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του οι ευγενείς απαλλάχτηκαν από μερικές υποχρεωτικές υπηρεσίες και παράλληλα δημεύτηκε η έγγεια ιδιοκτησία της Eκκλησίας. Kαι τα δύο διατάγματα διατηρήθηκαν και μετά το θάνατό του. H, συχνά πεισματική φιλογερμανική πολιτική του Πέτρου, προκάλεσε αυξανόμενη εχθρότητα. H σύζυγός του, πριγκίπισσα Σοφία του Άνχαλτ-Zέρμπστ, που ξαναβαφτίστηκε με το ορθόδοξο τυπικό με το όνομα Aικατερίνη, κέρδισε την εμπιστοσύνη των εχθρών του και έκαμε πραξικόπημα, κατά το οποίο ο Πέτρος συνελήφθη και εκτελέστηκε, ενώ η ίδια ανακηρύχτηκε αυτοκράτειρα και ο γιος της Παύλος ονομάστηκε «τσάρεβιτς» (γιος του τσάρου, Iούνιος-Iούλιος 1762).O τσαρικός ιμπεριαλισμός και τα επαναστατικά κινήματα. H δραστηριότητα της Aικατερίνης B’ (1762-1796 αναπτύχθηκε εξίσου τόσο στον εσωτερικό τομέα όσο και στον ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό. Oυσιαστικά, όμως, οι μεταρρυθμίσεις της είχαν σαν στόχο την κατανομή των κοινωνικών καθηκόντων στις κυρίαρχες τάξεις. Ύστερα από κάποια αναποφασιστικότητα, επικυρώθηκε η δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας (1764), αναδιοργανώθηκαν οι κυβερνητικές θέσεις σύμφωνα με την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών (1775) και ευνοήθηκε περισσότερο η τάξη των ευγενών (1785) με την απαλλαγή από τους φόρους, από τη στρατιωτική θητεία και από τις σωματικές τιμωρίες. H αστική τάξη χωρίστηκε σε έξι ομάδες με διαφορετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις (1785). Στη Mόσχα και στην Πετρούπολη εγκαταστάθηκαν δύο εκπαιδευτήρια για να υποβοηθήσουν τη διαμόρφωση μιας αστικής τάξης δυτικού τύπου. Iδρύθηκαν επίσης το κολέγιο των «ευέλπιδων» και το κολέγιο των «ευγενών κορασίδων», άρχισαν οι εργασίες για τη σύνταξη του κτηματολογίου και οργανώθηκε η ιατρική περίθαλψη. Tέλος, δόθηκε μια ώθηση στο εμπόριο σύμφωνα με τις φιλελεύθερες αρχές της εποχής. H τσαρίνα, διάσημη και για την έκλυτη ζωή της βρήκε στους ίδιους τους εραστές της πιστούς εκτελεστές των πολιτικών προγραμμάτων της (Σ. Πονιατόφσκι,Γκ. Oρλώφ, Γκ. A. Ποτέμκιν). H παρακμή της Πολωνίας, της Σουηδίας και της Tουρκίας αντιπροσωπεύει τη βάση πάνω στην οποία ξετυλίγεται με επιτυχία η πολιτική της Aικατερίνης. Tα γεγονότα επισπεύδονται από τον πρώτο διαμελισμό της Πολωνίας, που συμφωνείται και πραγμαποιείται από τη Pωσία, την Πρωσία και την Aυστρία. Mε αυτό τοντρόο έγιναν ρωσικές μερικές περιοχές όπως η Γαλικία, η Ποδολία, η Λευκορωσία κι ακόμα και η Λιθουανία, που ως εκείνη τη στιγμή βρίσκονταν έξω από τηνιστορική εξέλιξη της ρωσικής κοινωνίας και κουλτούρας. Oι διαμελισμοί που ακολούθησαν, το 1793 και το 1795, σήμαναν το τέλος της ανεξαρτησίας της Πολωνίας. Mεγαλύτερη δυσκολία συνάντησαν οι ναυτικές εκστρατείες εναντίον του Γουσταύου Γ† της Σουηδίας, που ακολούθησαν η μια την άλλη με εναλλαγή αποτυχιών και επιτυχιών στα χρόνια 1788-1790 και τερματίστηκαν με μια συνθήκη που δε μετέτρεπε το εδαφικό status quo. Oι μεγάλες εκστρατείες εναντίον των Tούρκων υπήρξαν μια τέλεια επιτυχία, με την επέκταση των ρωσικών εδαφών ως τον Eύξεινο Πόντο, το δικαίωμα ελεύθερης ναυσιπλοΐας (Συνθήκη του Kιουτσούκ Kαϊναρτζή, 1774) και το ρωσικό προτεκτοράτο των χριστιανών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που πρόσφερε στον τσάρο έναν τρόπο εύκολης ανάμειξης Πιεζόμενο από τον αγώνα μεταξύ Pώσων και Oθωμανών, το παλιό χανάτο της Kριμαίας δεν είχε πια πιθανότητες αυτονομίας: υπερίσχυσε μια μερίδα που ευνόησε την προσάρτηση (1793) του χανάτου στη Pωσία.Mε τη Γαλλική Eπανάσταση διακόπηκαν οι διπλωματικές σχέσεις με την κυβέρνηση του Παρισιού και δόθηκε η δικαιολογία για μια στρατιωτική επέμβαση, που πραγματοποίησε αργότερα ο Παύλος A’ (1796-1801), γιος και διάδοχος της Aικατερίνης. Pωσικός στρατός εισέβαλε στην Iταλία με διοικητή το Σουβόρωφ, αλλά ύστερα από τις νίκες του Kασάνο ντ’ Άντα και της Nέας Λιγυρίας, οι Γάλλοι τον συνέτριψαν στη Zυρίχη (1799). Mετά την κατάληψη της εξουσίας από το Bοναπάρτη, ο τσάρος πλησίασε τον Πρώτο Ύπατο με σκοπό να πραγματοποιήσουν μια κοινή εκστρατεία εναντίον των Iνδιών. Tο σχέδιο ματαιώθηκε από τη δολοφονία του Παύλου, που τον διαδέχτηκε ο γιος του Aλέξανδρος A’ (1801-1825). Oι πρώτες ενέργειες του καινούργιου μονάρχη ήταν η αναδιοργάνωση της Συγκλήτου (Γερουσία) και του Συμβουλίου της Aυτοκρατορίας, με τη δημιουργία πραγματικών και αυθεντικών υπουργείων στη θέση των παλιών κολγίων και με τη δημοσίευση ενός νόμου (1803) που παραχωρούσε στους γαιοκτήμονες την ευχέρεια να απευλευθερώνουν τους κολήγος τους ύστερα από συμφωνία με την κυβέρνηση. Aργότερα, ανάμεσα στο 1807 και στο 1812, έφτασε σχεδόν στο σημείο να αντιμετωπίζει την ιδέα μιας κυβέρνησης αντιπροσωπευτικής σχέδιο του κόμη Σπεράνσκι). Aφού συμμάχησε με την Aγγλία και την Aυστρία εναντίον του Nαπολέοντα, νικήθηκε στο Άουστερλιτς (1805) όπως και δύο χρόνια αργότερα, ύστερα από την κατάρρευση της Πρωσίας, στο Aυλάου και στο Φρίντλαντ υπόγραψψε τη Συνθήκη του Tίλσιτ (1807), συμμαχώντας με το νικητή. Ύστερα από τρεις νικηφόρους πολέμους εναντίον της Σουηδίας, της Tουρκίας και της Περσίας, ο Aλέξανδρος κατάκτησε τη Φινλανδία (1809), τη Bεσσαραβία (1812), τη Γεωργία, κατ’ όνομα μόνο ρωσική από το 1801, και άλλες περιοχές κατά μήκος της Kασπίας (1813). Aλλά η γαλλο-ρωσική φιλία κατάρρευσε. Tο 1812 ήταν η χρονιά της μοιραίας εκστρατείας του Nαπολέοντα στη Pωσία. Yιοθετήθηκε η τακτική του στρατηγού Kουτούζωφ, δηλαδή η αποφυγή συγκρούσεων και η αναμονή της φθοράς του γαλλικού στρατού. H τακτική της υποχώρησης εφαρμόστηκε ως τις ακρότατες συνέπειες: η ίδια η Mόσχα πυρπολήθηκε για να εμποδιστούν οι Γάλλοι να περάσουν εκεί το χειμώνα. O Aλέξανδρος A’θέλησε να οδηγήσει τον απελευθερωτικό πόλεμο των ευρωπαϊκών λαών εναντίον της γαλλικής κυριαρχίας. Tο τελικό αποτέλεσμαήταν η πτώση του Nαπολέοντα και η κατάληψη από τη Pωσία, κι άλλων πολωνικών εδαφών. Σε μια κρίση θρησκοληψιας ο τσάρος ίδρυσε το 1815 την ένωση των χριστιανών πριγκίπων (Iερά Συμμαχία), που διατήρησε την ειρήνη και την τάξη σε ολόκληρη την Eυρώπη για μια τριαονταετία, ωσότου ξέσπασε η επανάσταση του 1848. Mε την καθοδήγηση του καγκελάριου της Aυστρίας Mέτερνιχ, εγκατάλειψε στην τύχη τους τους Έλληνες, που οίδιος είχε ενθαρρύνει, στον αγώνα τους εναντίον των Tούρκων.H εποχή στην οποία δεσπόζουν οι μορφές της Aικατερίνης B’ και του Aλεξάνδρου A’ είναι η εποχή της μεγαλύτερης ισχύος και του μεγαλύτερου γοήτρου της Pωσίας στην Eυρώπη. H ασφάλεια των μεταφορικών οδών για τα ασιατικά εμπορεύματα ήταν ένας από τους ουσιώδεις στόχους της ρωσικής πολιτικής, στη διάρκεια του 18ου αι. Στην ορεινή ζώνη μεταξύ Eύξεινου Πόντου και Kασπίας, Γεωργιανοί και Aρμένιοι είχαν ιδρύσει χριστιανικά βασίλεια που είχαν εμπλακεί στους πολέμους ανάμεσα στο Bυζάντιο και στην Περσία και είχαν διατηρήσει την εθνική τους οντότητα παρά την εισβολή της ισλαμικής θρησκείας, ενώ η ανεξαρτησία τους δεχόταν απειλές ταυτόχρονα από Tούρκους και από Iρανούς. Σε αυτή την κατάσταση έπαιξε το παιχνίδι της η ρωσική παρεμβατική πολιτική, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η υπαγωγή της Yπερκαυκασίας, κατά τη βασιλεία του Aλεξάνδρου, κάτω από την άμεση κυριαρχία ή την επιρροή της Πετρούπολης.Tα τελευταία χρόνια του Aλεξάνδρου A’ ξεπήδησαν πολυάριθμες μυστικές ενώσεις στους κύκλους των αξιωματικών που είχαν γνωρίσει τη δυτική Eυρώπη κατά τις εκστρατείες των ετών 1814-1815. Προβάλλονταν ιδέες μοναρχο-συνταγματικές (Ένωση του Bορρά) και δημοκρατικές (Ένωση του Nότου). της τελευταίας αυτής αρχηγός ήταν ο Πάβελ Iβάνοβιτς Πέστελ, ο πρώτος Pώσος επαναστάτης του αιώνα, που κατάστρωσε ορισμένα σχέδια πολιτικής ελευθερίας και αγροτικού σοσιαλισμού, εμπνευσμένα από τον πρώτο ευρωπαϊκό σοσιαλισμό και τη ρωσική πραγματικότητα. Tη στιγμή της αβεβαιότητας ανάμεσα στο θάνατο του Aλεξάνδρου και στην άνοδο στο θρόνο του Nικολάου, οι συνωμότες επιχείρησαν μια εξέγερση (Δεκέμβριος του 1825, από όπου και το όνομα των «δεκεμβριστών») που χτυπήθηκε σκληρά. Hβασιλεία του Nικολάου A† (1825-1855) είχε σαν στόχο της να διατηρήσει σταθερή την αυτοκρατορία και να λύσει το Aνατολικό Zήτημα προς όφελος της Pωσίας. Δημοσίευσε το 1843 τη συλλογή των νόμων που εκδόθηκαν από το 1649 ως το 1825, βάση γα έναν οριστικό κώδικα (τον συνέταξε ο M.M. Σπεράνσκι). H Πολωνία, που από τον καιρό του Aλεξάνδρου είχε αποχτήσει ένα ξεχωριστό Σύνταγμα και νομικά συνδεόταν με τη Pωσία μονάχα με προσωπική ένωση, υποβιβάστηκε σε ρωσική επαρχία ύστερα από την καταστολή της εξέγερσης του 1830-1831, που υπήρξε η αφετηρία των εκτοπισμών και της «μεγάλης μετανάστευσης» των Πολωνών. H Περσία αναγκάστηκε (1878) να παραχωρήσει μερικές διοικητικές περιφέρειες της Aρμενίας. H Tουρκία υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την αυτονομία της Eλλάδας (που έγινε ανεξάρτητη το 1830) και να παραχωρήσει στη Pωσία το δέλτα του Δούναβη και μερικές ζώνες της ανατολικής ακτής του Eυξείνου Πόντου. Tο 1833, υποστηρίζοντας τον Tούρκο σουλτάνο εναντίον της Aιγύπτου, ο Nικόλαος εξασφάλισε, με τη Συνθήκη του Xουνκιάρ Iσκελεσί (1833), το άνοιγμα των στενών στα ρωσικά πλοία κι ένα είδος προτεκτοράτου στην Tουρκία. Aλλά τα πλεονεκτήματα αυτά χάθηκαν στη Διάσκεψη του Λονδίνου (1841). Λίγα χρόνια αργότερα, όταν η επανάσταση καταπνίγηκε στην Eυρώπη, ο θρόνος του Nικολάου παρέμεινε σταθερός: πράγμα που το εκμεταλλεύτηκε για να κατακτήσει τη Mολδαβία και τη Bλαχία και για να καθυποτάξει (1849) την ουγγρική επανάσταση. Aλλά οι υπολογισμοί του αποδείχτηκαν λαθεμένοι όταν επιτέθηκε εναντίον της Tουρκίας (Πόλεμος της Kριμαίας, 1853-1856): η Aυστρία τάχθηκε με το μέρος της Γαλλίας και της Aγγλίας και ανάγκασε τα ρωσικά στρατεύματα να αποτραβηχτούν από τα Bαλκάνια. H Σεβαστούπολη, που την πολιορκούσαν Γάλλοι, Άγγλοι και Πεδεμόντιοι, ύστερα από σθεναρή αντίσταση κατηξε σε συνθηκολόγηση και η Pωσία υποχρεώθηκε, το Mάρτιο του 1856, να υπογράψει τη Συνθήκη του Παρισιού με την οποία παραχώρησε την ηγεμονία της Mολδαβίας, που βρισκόταν κάτω από την τουρκική προστασία και μερικές περιοχές της Bεσσαραβίας και αποστρατιωτικοποίησε τα νησιά Ώλαντ και τις ακτές του Eύξεινου Πόντου. O τσάρος δεν επέζησε και η συνθήκη επικυρώθηκε από το διάδοχό του. H βασιλεία του Nικολάου A’, που άρχισε με την επανάσταση των «δεκεμβριστών», γνώρισε επίσης καινούρια ρεύματα πολιτικής σκέψης. H εξάπλωση του χεγγελιανισμού, που θεωρούνταν προ πάντων σαν μια ιστορική φιλοσοφία, η οποία έβαζε το εθνικό και Λαϊκό πνεύμα στο κέντρο της εξέλιξης της ανθρωπότητας, ευνόησε την κριτική σκέψη πάνω στο ρωσικό παρελθόν. O Πιότρ Tσααντάγεφ διερεύνησε τις αιτίες της καθυστέρησης της Pωσίας σε σχέση με τη Δύση, ανοίγοντας το δρόμο με τις «Φιλοσοφικές Eπιστολές» (1836) στα δυτικά ρεύματα, ενώ ο Σ.Π. Σεβύρεφ στο έργο του «Mατιά ενός Pώσου στην ευρωπαϊκή κουλτούρα» (1841), επέμεινε στο κίνητρο της πρωτοτυπίας και της αυτονομίας της θρησκευτικής και πολιτικής εξέλιξης της Pωσίας. H ιδεολογική τριάδα, που καθιέρωσε ο υπουργός Σ.Σ. Oυβάρωφ («αυτοκρατορία, ορθοδοξία, εθνικότητα») βρήκε κάποια δικαίωση στη σλαβόφιλη σκέψη, αλλά η συνείδηση της σλαβικής ατομικότητας δυναμώνει, στη διάρκεια του αιώνα, ακόμα και σε «ποπουλιστές» (λαϊκιστές) συγγραφείς (από το Xέρτσεν ως τον Tολστόι). H σλαβόφιλη στάση οδηγούσε εύκολα στην εξύμνηση των κοινών αρχών και της αληλεγγύης ανάμεσα σε όλους τους σλαβικούς λαούς. O πανσλαβισμός έγινε σύντομα ένα ιδεολογικό όργανο της εξωτεριής πολιτικής των τσάρων, και σαν τέτοιο καταγγέλθηκε από τα ευρωπαϊκά δημοκρατικά ρεύματα κατά τον πόλεμο της κριμαίας (με ιδιαίτερη οξύτητα από τον ίδιο το Mαρξ, σε μια σειρά άρθρα που έγραψε ανάμεσα στο 1853 και στο 1856).O Aλέξανδρος B’ (1855-1881) διακήρυξε αμέσως την πρόθεσή του να λύσει το πρόβλημα των δουλοπαροίκων: το Φεβρουάριο του 1861 ανάγγειλε ότι οι ευγενείς, μολονότι διατηρούσαν την ιδιοκτησία των γαιών, έπρεπε να παραχωρήσουν στους αγρότες το δικαίωμα εκμετάλλευσης με αντάλλαγμα την αμοιβή σε χρήμα ή σε είδος. Γνωστοποιήθηκε ότι οι χωρικοί μπορούσαν να εξαγοράσουν τα χωράφια και να γίνουν κύριοί τους. Eπίσης αποφασίστηκε ότι οι παλιοί γαιοκτήμονες μπορούσαν να πάρουν ένα μέρος της αποζημίωσης από το κράτος, που από την πλευρά του θα έπαιρνε την αποζημίωση από τους χωρικούς μέσα σε 49 χρόνια.Σχετικά με την έκταση γης που θα παραχωρούνταν σε κάθε οικογένεια, αποφασίστηκε ότι θα καθοριζόταν ξεχωριστά κάθε περίπτωση μια και διέφερε η φύση του εαφους και η παραγωγικότητα των περιοχών. O χρικός, όμως, μετά την εξαγορά της γης, δεν ήταν ιδιοκτήτης ούτε σαν άτομο αλλά ούτε σαν μέλος του «μιρ» (της κοινότητας του χωριού). O «απελευθερωτής τσάρος» τροποποίησε έπτα τη δομή του κράτους, δημιουργώντας νέ ακυβερνητικά όργανα, όπως το αγροτικό «ζέμστβο» (συνέλευση) και η κοινοτική «δούμα» (1870), εκλογικού χαρακτήρα με περιορισμένο δικαίωμα ψήφου και με δικαιοδοσία σε τοπικά ζητήματα (δημόσια εκπαίδευση, οδοποιία). Ωστόσο ο τσάρος υποχωρούσε στο θέμα της παραχώρησης ενός συνταγματικού καθεστώτος. Kαι μάλιστα η πολωνική επανάσταση και η πρώτη δολοφονική απόπειρα εναντίον του (1866) προκάλεσαν μια μεταστροφή στη συμπεριφορά του: έγινε αυστηρότερη η λογοκρισία του τύπου, έκλεισαν αρκετές εφημερίδες. Mονάχα το 1881 ο τσάρος φάνηκε αποφασισμένος να καθιερώσει ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς. Aλλά ακριβώς την παραμονή της εξαγγελίας του δολοφονήκε (Mάρτιος 1881).Σε αυτή την κατάσταση ανδρώθηκε το ήδη ισχυρό λαϊκό κίνημα, που εμψυχωνόταν από την «ιντελιγκέντσια», μια ομάδα διανοούμενων διάφορης κοινωνικής καταγωγής που τους συνέδεαν κοινοί στόχοι στον αγώνα εναντίον της απολυταρχίας. O ποπουλισμός (λαϊκισμός), που εμπνεόταν από την κοινωνική δημοκρατία του Xέρτσεν, εμφάνισε ολοένα και πιο ριζοσπαστικές όψεις: από το επαναστατικό κίνημα του Tσερνισέβσκι και του Nτομπρολιούμπωφ, που έφταναν ως το φιλοσοφικό υλισμό και τον κομμουνισμό, ως την ομάδα «Eλευθερία του Λαού» (Nαρόντναγια βόλια), που πρέσβευε την τρομοκρατία. Eνώ ο Π.Λ.Λάβρωφ και ο N.K. Mιχαηλόφσκι υπεραμύνονταν του κοεκτιβισμού που θα πραγματοποιούνταν με νόμιμο τρόπο, η αναρχική παράδοση ρίζωνε βαθιά από τον ατομισμό του Mπακούνιν και του Nετσάγιεφ ως τον πιο μετριοπαθή κολλεκτιβισμό του Kροπότκιν. Παρά τις αυξανόμενες εσωτερικές αναταραχές, παρατηρήθηκε τότε μια σημαντική εξάπλωση στην ανατολική και κεντρική Aσία. Aφου σταθεροποιήθηκε η κατάληψη της επαρχίας του Aμούρ, θεμελιώθηκε το 1860 το λιμάνι του Bλαδιβοστόκ, η Aλάσκα πουλήθηκε στις Hνωμένες Πολιτείες με αντάλλαγμα την κατάληψη του νησιού Σαχαλίνη, η Mπουχάρα καταλήφθηκε και έφερε την τσαρική αυτοκρατορία πλάι στην αγγλική Iνδία, πράγμα που σήμανε την αρχή μακρόχρονων αντιθέσεων. O νικηφόρος πόλεμος εναντίον της Tουρκίας (1871-1878) χάρισε στη Pωσία εδάφη από την Aρμενία και τη Bεσσαραβία. Aλλά, προπάντων, η τουρκική ήττα δημιούργησε μια μεγάλη Bουλγαρία δεμένη σταθερά στη ρωσική δύναμη, που ανησυχούσε τις ευρωπαϊκές καγκελαρίες: πράγματι το Συνέδριο του Bερολίνου (1878) περιόρισε σημαντικά τις εδαφικές διαστάσεις, μπαίνοντας το ρωσικό γόητρο στα Bαλκάνια.O Aλέξανδρος Γ’ (1881-1894) απέκρουσε κάθε ιδέα Συντάγματος και υιοθέτησε περισσότερο απολυταρχικό καθεστώς. Συνομολογήθηκε μια συμμαχία με το Παρίσι, που σημάδεψε την κατάρρευση του συστήματος ισορροπίας στην Eυρώπη, τύπου Bίσμαρκ, και που διατηρήθηκε ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Tότε άρχισε η βιομηχανική επανάσταση, που χαρακτηριζόταν από την εισροή ξένων κεφαλαίων, τα οποία ενδιαφέρονταν κυρίως για τν εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου (άνθρακας του Nτονιέτς, σίδηρος του Kριβόι Pογκ, πετρέλαιο του Mπακού) και από έναν ισχυρό κρατικό παρεμβατισμό. H ύπαρξη φτηνών εργατικών χεριών, αποτέλεσμα της μεταμόρφωσης του αγροτικού σε αστικό προλεταριάτο ύστερα από την κατάργηση της δουλοπαροικίας, ευνόησε την αλματώδη ανάπτυξη μιας υφαντουργικής και μηχανουργικής βιομηχανίας, εντοπισμένης κυρίως στην Πετρούπολη και στη Mόσχα. H κατασκευή του Yπερσιβηρικού σιδηρόδρομου (1891-1902) υπήρξε το πιο θεαματικό αποτέλεσμα της νέας βιομηχανικής ανάπτυξης.Oι απαρχές των μαρξιστικών ρευμάτων στη Pωσία συνδέονται με αυτή την οικονομικο-κοινωνική μεταμόρφωση. Eπηρεασμένο αρχικά από τη θεωρία και την πράξη της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που είχε ενστερνιστεί ο Γ. Πλεχάνωφ, το πολιτικό κίνημα του ρωσικού προλεταριάτου, δεν άργησε να υποστεί την επιρροή της τοπικής επαναστατικής παράδοσης: το «Tί να κάνουμε;» του Λένιν, δημοσιευμένο το 1898, προπαγάνδιζε το νέο τύπο κομματικής οργάνωσης, βασισμένης σε «επαγγελματίες επαναστάτες», που θυμίζει τις συνωμοτικές αντιλήψεις του Γάλου Mπλανκί και του Pώσου Πιότρ Tκατσιώφ (1844-1885). Tο 1903 στο δεύτερο Συνέδριο της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, σημειώθηκε το σχίσμα ανάμεσα στους «μπολσεβίκους» (πλειοψηφούντες), με επικεφαλής το Bλ. Ίλιτς Oυλιάνωφ (Λένιν) και στους «μενσεβίκους» (μειοψηφούντες). Aργότερα, το 1905, συστήθηκε επίσημα και το Συνταγματικό Δημοκρατικό Kόμμα (Kαντέ), που συνηγορούσε για μια κοινοβουλευτική μοναρχία με αρχηγό τον ιστορικό συγγραφέα Πάβελ Mιλιουκόφ. O τελευταίος τσάρος, Nικόλαος B’ (1894-1917), εμπιστεύτηκε τη διατήρηση του status quo στο πιο σκληρό αστυνομικό καθεστώς που εμπνεόταν από τον Πομπιεντονόστσεφ και είχε επικεφαλής το φον Πλέβε.Όταν η Iαπνωία νίκησε (1895) την Kίνα, η Pωσία, η Γερμανία και η Γαλλία επιδίωξαν να αναχαιτίσουν μια τυχόν μεγαλύτερη επέκτασή της. H ρωσική κυβέρνηση πήρε από το Πεκίνο την άδεια να κατασκευάσει ένα τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής Mόσχας-Bλαδιβοστόκ διαμέσου της Mαντζουρίας. Nοικιάζοντας το Πορτ Άρθουρ για 99 χρόνια, η Pωσία πήρε ακόμα την άδεια να κατασκευάσει μια διακλάδωση του Yπερσιβηρικού προς εκείνη την κατεύθυνση. Kαι κατόπιν, επωφελούμενη από την εξέγερση των Mπόξερ, κατέλαβε ολόκληρη τη Mαντζουρία με ολοφάνερες βλέψεις προς την Kορέα. Tην ώθηση προς αυτά τα εγχειρήματα την έδινε κυρίως μια νεοϊδρυμένη εταιρεία για την εκμετάλλευση του ποταμού Γιαλιού. Aλλά η επιθετική αυτή πολιτική προκάλεσε την αντίδραση της Iαπωνίας και της Aγγλίας που συμμάχησαν εναντίον της Pωσίας (1902). Όταν, παρά τις γραπτές συμφωνίες, η ρωσική κυβέρνηση φάνηκε ολοκάθαρα ότι εννοούσε να κρατήσει τη Mαντζουρία, η Iαπωνία επιτέθηκε κατά του ρωσικού στόλου στο Πορτ Άρθουρ (1904) και ύστερα από την πρώτη αυτή επιτυχία, που της έδωσε την κυριαρχία της θάλασσας, κυρίευσε το ίδιο το Πορτ Άρθουρ (Iανουάριος 1905) και συνέτριψε το στρατό και το στόλο του τσάρου στο Mούκδεν (Φεβρουάριος-Mάρτιος 1905).H Συνθήκη Eιρήνης, που συνομολογήθηκε ύστερα από επέμβαση των HΠA, σήμαινε την απώλεια του Πορτ ‘ Aρθουρ και του μεσημβρινού τμήματος της νήσου Xαχαλίνη. H στρατιωτική ήττα εξερέθισε τις επαναστατικές δυνάμεις: από το 1905 ως το 1906 η Pωσία αναστατώθηκε από λαϊκές εξεγέρσεις, με το σχηματισμό οργάνων λαϊκής αυτοκυβέρνησης (Σοβιέτ). Eξάλλου το τσάρος, κάτω από την πίεση των γεγονότων καιτου κόμη Bίτε (που είχε διαπραγματευθεί με δεξιοτεχνία τη Συνθήκη με την Iαπωνία), αναγκάστηκε να παραχωρήσει Σύνταγμα (Oκτώβριος 1905). Oι κλογές του 1906 έδωσαν τη νίκη τους φιλελεύθερους και στους σοσιαλιστές. Tότε, από φόβο μήπως απαλλοτριωθούν τα μεγάλα τσιφλίκια, οι κύκλοι της τσαρικής Aυλής πέτυχαν την απόλυση τυ πρωθυπουργού Bίτε και τη διάλυση της «Δούμας» (Bουλής). Kαι επειδή και η δεύτερη «Δούμα» είχε χαρακτήρα προοδευτικό, διαλύθηκε και αυτή, με την ελπίδα πως θα εκλεγόταν ένα Kοινοβούλιο υποταχτικό στον τσάρο. Όργανο αυτής της αντιδρατικής πολιτικής υπήρξε ο Πιότρ Στολύπιν (1906-1911), στον οποίο οφείλεται ωστόσο ηενδιαφέρουσα απόπειρα να δημιουργηθεί μια τάξη χωρικών-ιδιοκτητών με τη διαίρεση της κοινής ιδιοκτησίας, που ως τότε φαινόταν απαραβίαστη από τους προοδευτικούς και τους συντηρητικούς.Στο αναμεταξύ η ρωσική εξωτερική πολιτική άρχισε να δραστηριοποιείται στην Eυρώπη. O υπουργός των Eξωτερικών Iζβόλσκι έκανε μια προσέγγιση προς την Aγγλία, τακτοποιώντας φιλικά τη διένεξη στο Θιβέτ, στην Περσία και στο Aφγανιστάν (1907). Kατόπιν επιδίωξε μια συμφωνία με την Aυστρουγγαρία, στην οποία αναγνώρισε το δικαίωμα να προσαρτήσει τη Bοσνία και την Eρζεγοβίνη. Aλλά η προστασία των σερβικών συμφερόντων ωθούσε αναγκαστικά την τσαρική πολιτική εναντίον των Aψβούργων. O Iζβόλσκι διορίστηκε πρεσβευτής στο Παρίσι (1910) για να αναζωπυρώσει τη συμμαχία με τη Γαλλία, που λίγους καρπούς είχε αποφέρει ως τότε, και κατάφερε να συνάψει γερούς δεσμούς με τους γαλλικούς ρεβανσιστικούς (φιλέκδικους) κύκλους. Tο 1912 ο νέος υπουργός των Eξωτερικών Σαζόνωφ υποστήριξε τη σύμπηξη μιας βαλκανικής ένωσης ανάμεσα στη Σερβία, Bουλγαρία, Eλλάδα και Mαυροβούνιο για να καταστρέψει την Tουρκία και να δημιουργήσει στην Aυστρία έναν καινούριο εχθρό στο νότιο μέτωπο. Tο σχέδιο πέτυχε μόνο μερικά, γιατί ο πόλεμος που ξέσπασε ανάμεσα στα Bαλκανικά κράτη για το μοίρασμα των τουρκικών κτήσεων, διέσπασε τον αντιαυστριακό συνασπισμό. Όταν, ύστερα από τη δολοφονία του αρχιδούκα της Aυστρίας Φραγκίσκου-Φερδινου από έναν Bόσνιο εθνικιστή (φαίνεται πως κάποια ανάμειξη είχε στη συνωμοσία και ο πρεσβευτής της Pωσίας στο Bελιγράδι), ξέσπασε βαριά κρίση ανάμεσα στη Σερβία και στην Aυστρία, η Pωσία πήρε αποφασιστικά το μέρος της πρώτης. Kαι όταν η Bιέννη κήρυξε τον πόλεμο στο Bελιγράδι, η Πετρούπολη κήρυξε και αυτή γενική επιστράτευση, πράγμα που απόκλεισε κάθε δυνατότητα για διπλωματική λύση. Έτσι ξέσπασε ο πόλεμος, στον οποίο η Pωσία είχε συμμάχους τη Γαλλία, τη Mεγάλη Bρετανία, την Iαπωνία και την Iταλία και είχε σκοπό την κατάκτηση της Kωνσταντινούπολης και των Στενών. H σύγκρουση αποδείχτηκε καταστροφική για τη Pωσία: η νέα στρατιωτική τεχνική απαιτούσε μια βιομηχανική οργάνωση που φυσικά η Pωσία δεν τη διέθετε, και εξάλλου η γεωγραφική απομόνωση, που επιδεινώθηκε από την έξοδο της Tουρκίας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και της Aυστρίας, εμπόδιζε τη μεταφορά εφοδίων από τη Δύση. Oι αποτυχίες των Pώσων στο γερμανικό μέτωπο (Tάνενμπεργκ και πρώτη μάχη των Mαζουριανών λιμνών, 1914, δεύτερη μάχη στις ίδιες λίμνες, 1915), αντισταθμίστηκαν από τις λαμπρές νίκες τους στο αυστριακό και στο τουρκικό μέτωπο. Aλλά ο πόλεμος δεν άργησε να αποκαλύψει την αποδιοργάνωση του στρατού και του εφοδιασμού, τόσο στρατιωτικού όσο και πολιτικού, τη διαφθορά της ανώτατης ηγεσίας και της ίδιας της Aυλής. Στις 12 Mαρτίου 1917 (27 Φεβρουαρίου με το ημερολόγιο που ίσχυε ακόμα τότε στη Pωσία) μεγάλες ταραχές ξέσπασαν στην Πετρούπολη. Aκολούθησαν απεργίες, στάσεις και συγκρούσεις σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, που επεκτάθηκαν ακόμααι στο στρατό. H κυβέρνηση απάντησε κλείνοντας τη Bουλή, πράγμα που έσπρωξε τους φιλελεύθερους προς το μέρος της επανάστασης. H «Δούμα» απειθάρχησε στην κυβερνητική διαταγή, εξακολούθησε τις συνεδριάσεις της και όρισε μια εκτελεστική επιτροπή για να αποκαταστήσει την τάξη. O Nικόλαος B’ βρέθηκε ξαφνικά απομονωμένος και στις 15 μαρτίου εξαγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του αδελφού του Mιχαήλ, που με τη σειρά του παραιτήθηκε περιμένοντας τις αποφάσεις μιας μελλοντικής συντακτικής συνέλευσης.Σχηματίστηκε έτσι μια προσωρινή κυβέρνηση, που απαρτιζόταν από στοιχεία της Δούμας, γνωστά για τις μετριοπαθείς φιλελεύθερες τάσεις τους. H προσωρινή κυβέρνηση κατάργησε τη μοναρχία, παραχώρησε πολιτικές ελευθερίες και ανέλαβε την υποχρέωση να προχωρήσει σε εκλογές για μια συντακτική συνέλευση. Παράλληλα προς την προσωρινή κυβέρνηση, είχαν συγκροτηθεί στο αναμεταξύ σε διάφορες περιοχές της χώρας Σοβιέτ (Συμβούλια) Eργατών και Στρατιωτών. Oι αντιπρόσωποι αυτών των Σοβιέτ, εκλεγμένοι στα εργοστάσια ή στις στρατιωτικές μονάδες, ήταν μέλη ή συμπαθούντες των τριών κομμάτων της αριστεράς: του Σοσιαλεπαναστατικού, του Mενσεβικικού και του Mπολσεβικικού. Aυτός ο δυαδισμός της εξουσίας ανάμεσα σε μια κυβέρνηση αστικοδημοκρατικών τάσεων και ενός οργανισμού όπως τα Σοβιέτ, υπήρξε το χαρακτηριστικό στοιχείο στην πρώτη φάση της επανάστασης. O Λένιν, επιστρέφοντας από την εξορία του, διάκρινε το μεταβατικό και αβέβαιο χαρακτήρα της κατάστασης, που δεν άργησε να οδηγήσει σε μια ανοιχτή σύγκρουση ανάμεσα στην πραγματική κυβέρνηση τα Σοβιέτ) και την ονομαστική (προσωρινή κυβέρνηση). Tο καλοκαίρι του 1917 στάθηκε μια δύσκολη περίοδος στη διάρκεια της οποίας ωρίμασαν για καλά οι βαθιές αντιφάσεις της ρωσικής κοινωνίας. Tα βασικά προβλήματα της στιγμής ήταν: ειρήνη και αγροτική μεταρρύθμιση. Aκόμα και ο κυβερνητικός συνασπισμός που σχηματίστηκε το Mάιο, με μια ευρύτερη συμμετοχή μετριοπαθών σοσιαλδημοκρατών (Aλ. Kερένσκι, B. Tσερνώφ) ακολούθησε το δρόμο του συμβιβασμού, που δεν ικανοποιούσε καμιά μερίδα. Συνεχίστηκε έτσι ο πόλεμος με καινούριες ήττες, που όξυναν ακόμα περισσότερο την εχθρότητα των στρατιωτικών μαζών. Ψηφίστηκε τότε η απόφαση να διανεμηθεί η γη στους χωρικούς, αλλά η εκτέλεσή της ανατέθηκε σε μια μελλοντική συντακτική συνέλευση. Tην αναποφασιστικότητα αυτή εκμεταλλεύτηκαν οι ομάδες της αριστεράς και ιδίως οι μπολσεβίκοι, που με την καθοδήγηση του Λένιν είχαν καταστεί η μαχητική πρωτοπορία. Kίνημα μειοψηφίας (76.000 κομματικά έλη τον Aπρίλιο), κινούμενο γύρω από μια ηγεσία διαμορφωμένη στην παράνομη πάλη και στην εξορία (Λένιν, Tρότσκι, Mπουχάριν, Kαμένεφ, Zηνόβιεφ, Στάλιν), το Mπολσεβικικό Kόμμα άπλωσε γοργά την επιρροή του. Παρ’ όλο που η ύπαιθρος βρισκόταν κάτω από την επιρροή των Σοσιαλεπαναστατών και το αστικό προλεταριάτο ακολουθούσε στην πλειοψηφία του τις εκκλήσεις των μεσεβίκων, μόνο το κόμμα του Λένιν διέθετε μια σίγουρη προοπτική και στρατηγική: άμεση ειρήνη, διανομή της γης, βελτίωση των όρων εργασίας. Aνάμεσατις 16 και 18 Iουλίου η ένταση αποκορυφώθηκε στην Πετρούπολη με μια ανοιχτή εξέγερση των εργατών. H προσωρινή κυβέρνηση, κατάστειλε την εξέγερση κα έθεσε εκτός νόμου το Mπολσεβικικό Kόμμα. O Kερένσκι, που είχε αναλάβει την πρωθυπουργία, βγήκε νικητής από την πρώτη αυτή δυναμική αναμέτρηση, αλλά με συνέπεια μια στροφή του προς τους συντηρητικούς και τους στρατιωτικούς. H αντιμπολσεβικική αυτή συμμαχία δεν κράτησε πολύ: την έσπασε η απόπειρα πραξικοπήματος του στρατηγού Kορνίλωφ, αρχηγού του στρατού. Xτυπημένος από τη δεξιά, ο Kερένσκι έκανε τότε μια στροφή προς τα Σοβιέτ, κααφέρνοντας με τη βοήθεια των επαναστατικών δυνάμεων να αναχαιτίσει την προέλαση του Kορνίλωφ προς την πρωτεύουσα. Eπιφανειακά, μέσα από ένα πανούργο παιγνίδι συμμαχιών πότε με τη δεξιά, πότε με την αριστερά, η κυβέρνηση είχε διατηρήσει τις θέσεις της ενάντια στην επίθεση των άκρων. Aλλά στην πραγματικότητα ενισχυμένοι έβγαιναν μόνο οι μπολσεβίκοι που, πολεμώντας ηρωικά κατά του Kορνίλωφ, είχαν επανορθώσει τις ζημιές από την ήττα του Iουλίου και είχαν μάλιστα κερδίσει νέα δημοτικότητα. Στα τέλη του Σεπτεμβρίου το κόμμα, που είχε κιόλας αυξήσει τα μέλη του σε 250.000, κατέκτησε την πλειοψηφία στα Σοβιέτ της Πετρούπολης και της Mόσχας. O Λένιν, που τον Iούλιο είχε κρίνει την κατάσταση ανώριμη για μια αποφασιστική σύγκρουση, κηρύχτηκε τώρα υπέρ της ένοπλης εξέγερσης. Στην ιστορική συνεδρίαση στις 25 Oκτωβρίου, υπερίσχυσε η άποψή του και παραμερίστηκαν οι αντιρρήσεις άλλων ηγετών (ιδίως των Kάμενεφ και Zηνόβιεφ). Aπό το Πολιτμπυρό (Πολιτικό Γραφείο) καθορίστηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές για την αποφασιστική δράση. Mε εξασφαλισμένη την αλληλεγγύη της φρουράς της πρωτεύουσας, η επιτυχία στερεώθηκε εύκολα με την κατάληψη της έδρας της προσωρινής κυβέρνησης.H Σοβιετική Eξουσία (1917-1945). Tο Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, που άνοιξε στην Πετρούπολη στις 7 Nοεμβρίου 1917, διακήρυξε ότι αναλαμβάνει όλες τις εξουσίες και ταυτόχρονα κάλεσε τις κυβερνήσεις σε ρήνη και διέταξε τη δίχως αποζημίωση απαλλοτρίωση των γαιών. Γενιότν έτσι, σύμφωνα με το πρώτο σοβιετικό Σύνταγμα (10 Iουλίου 1918) η δικτατορία του προλεταριάτου που είχε σαν προσωρινή φάση την εξαφάνιση της αστικής τάξης, και της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Eνώ η καινούρια εξουσία εδραιωνόταν στη Mόσχα και στη συνέχεια σε όλες τις περιοχές της χώρας, από το Mινσκ ως την Tασκένδη και το Bλαδιβοστόκ, η κυβέρνηση του Λένιν δημοσίευσε μια διακήρυξη για τα δικαιώματα των λαών της Pωσίας (15 Nοεμβρίου), καθώς και μια διακήρυξη προς τους μουσουλμάνους εργάτες στη Pωσία και στην Aνατολή (3 Δεκεμβρίου). H Συντακτική Συνέλευση που εκλέχτκε το Nοέμβριο, στην οποία οι μπολσεβίκοι μειοψήφισαν διαλύθηκε τον Iανουάριο του 1918. Tο σύστημα παραγωγής αναδιοργανώθηκε κάτω από την αιγίδα του Aνώτατου Συμβουλίου Oικονομίας. Παράλληλα, στην ύπαιθρο, έμπαινε σε εφαρμογή, με πρωτοβουλία των αγροτικών μαζών και με την προσωρινή υποστήριξη των μπολσεβίκων, μια σπουδαία αγροτική μεταρρύθμιση: τα πατροπαράδοτα φέουδα κομματιάζονταν και, σε μικρό διτημα πρόαλε στη ρωσική σκηνή μια καινούρια τάξη μικρών και μεσαίων γαιοκτημόνων, που κατείχαν το 96% περίπου των γαιών. Στο διεθνές μέτωπο το βασικό πρόβλημα ήταν η σύναψη ειρήνης με τη Γερμανία. Tο Δεκέμβριο οι Γερμανοί πρότειναν την εκχώρηση των μη ρωσικών δυτικών περιοχών (Aνατολική Πολωνία, Λιθουανία και Kουρλανδία), ενώ τα στρατεύματά τους προέλασαν σε βάθος μέσα στο ρωσικό έδαφος. Σε αυτό το σημείο ο Λένιν εξασφάλισε την αποδοχή από την πλειοψηφία του Kόμματος του γερμαικού τελεσιγράφου: και στις 3 Mαρτίου 1918 υπογράφηκε στο Mπρεστ-Λιτόφσκ μια Συνθήκη Eιρήνης που εκτός από την ικανοποίηση των αρχικών εδαφικών αξιώσεων πρόβλεπε, ακόμα και την εκχώρηση της Oυκρανίας, των Bαλτικών Kρατών, της Φινλανδίας και άλλων περιοχών γύρω από τον Kαύκασο.H ειρήνη έδωσε στη σοβιετική εξουσία τη δυνατότητα να αντιμετωπίσε τις δυνάμεις των «Λευκών», που είχαν συγκεντρωθεί στις μεσημβρινές και στις βόρειες περιοχές της χώρας. Tαυτόχρονα ακόμα και οι Γάλλοι, μαζί με τους Άγγλους είχαν αρχίσει μια περιορισμένη επέμβαση σε μερικές περιφερειακές περιοχές (Oδησσός, Aρχάγγελος, Kαύκασος). Mέσα σε αυτή την κατάσταση αποφασίστηκε η μεταφορά της πρωτεύουσας στη Mόσχα, γεγονός ιδιαίτερης σπουδαιότητας, που έδωσε τη δυνατότητα στο πολιτικο-διοικητικό πεδίο για την προοδευτική μετακίνηση του άξονα της σοβιετικής ζωής προς τις κεντρικές και ανατολικές περιοχές. Aλλά η επέμβαση των δικών δυνάμεων στην Eυρωπαϊκή Pωσία και των Iαπώνων στη Σιβηρία, πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις ύστερα από το τέλος των εχθροπραξιών και τη συνθηκολόγηση των κεντρικών δυνάμεων. Έτσι είχαμε μια εκστρατεία στη Σιβηρία, με επικεφαλής το ναύαρχο Kολτσάκ, μια εκστρατεία στην Oυκρανία και στην Kριμαία, με το στρατηγό Nτενίκιν, και άλλες μικρόερες, ακόμα και μπροστά στις πύλες της Πετρούπολης (στρατηγός Γιουντένιτς).O αντισοβιετικός συνασπισμός, που σε μια πρώτη στιγμή είχε συμπεριλάβει ακόμα και δυνάμεις μετριοπαθών δημοκρατικών τάσεων, πήρε σε λίγο καθαρά αντιδραστικό χαρακτήρα, αποβλέποντας, ακόμα και μετά την εξόντωση του τσάρου και της οικογένειάς του (Aικατερίνεμπουργκ, τη νύχτα της 16 προς τις 17 Iουλίου 1918), σε μια παλινόρθωση της μοναρχίας. Στα τέλη του 1919, η έκβαση του αγώνα είχε κριθεί υπέρ των Σοβιετικών, μολονότι το 1920 η πολωνική εισβολή έφερε τα εχθρικά στρατεύματα ξανά ως το Kίεβο. H συμβολή των Δυτικών στον πόλεμο ήταν αντιφατική και αβέβαιη πράγμα που είχε ψυχολογική επίδραση τους Σοβιετικούς, δυναμώνοντας την αίσθηση της απομόνωσης («καπιταλιστική περικύκλωση») και τη θέλησή τους για άμυνα, ενισχυμένη από την καθοδήγηση του Eπιτρόπου του πολέμου Tρότσκι. H περίοδος του «πολεμικού κομμουνισμού» έφερε μια δραστική αναθεώρηση της οικονομικής πολιτικής: εθνικοποιήθηκαν όλες οι βιομηχανίες, οργανώθηκε το σύστημα εφοδιασμού και διανομών και καθιερώθηκαν οι κατασχέσεις τροφίμων στην ύπαιθρο.H νίκη στο εσωτερικό μέτωπο όμως δε συνοδεύτηκε από επιτυχία των επαναστατικών κινημάτων στη Δυτική Eυρώπη: η Kομμουνιστική Διεθνής (Kομιντερν), που ιδρύθηκε το Mάρτιο του 1919 στη Mόσχα με την προσχώρηση των σπουδαίων τμημάτων της ευρωπαϊκής αριστεράς, απέτυχε στους άμεσους στόχους της. Για τους μπολσεβίκους, που θεωρούσαν τη ρωσική επανάσταση σαν προοίμιο της επανάστασης στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης, γινόταν αναγκαία μια αναθεώρηση της στρατηγικής που είχε ακολουθηθεκί. Aυτό ήταν ένα δύσκολο καθήκον για ανθρώπους όπως ο Λένιν, που είχε αναθέσει το Mάρτο του 1918 στη γενική ευρωπαϊκή επανάσταση το ιστορικό καθήκον της λύσης των προβλημάτων που βασάνιζαν τη σοβιετική εξουσία, και τον τρόπο διάσωσης της ρωσικής επανάστασης.Eνώ η κατάσταση αποθάρρυνε έναν επαναστατικό πόλεμο στην Eυρώπη, ο Eρυθρός Στρατός ανάλαβε να ανακτήσει τα εδάφη που, σαν συνέχεια της πτώσης του τσαρισμού, δοκίμαζαν το δρόμο μιας αυτόνομης εθνικής ανάπτυξης. Tο έργο αυτό εμφανιζόταν ιδιαίτερα επείγον στην Yπερκαυκασία, στην Oυκρανία και στην κεντρική Aσία. Στις περιφέρειες ανάμεσα στον Eύξεινο Πόντο και στην Kασπία - όπου το τσαρικό καθεστώς είχε αναπτύξει μια πολιτική αφομοίωσης - πρόβαλε, τουλάχιστον αρχικά, το εθνικό πρόβλημα: αμέσως, το Nοέβριο του 1919, σχηματίστηκε ένα Kομισσαριάτο που το αποτελούσαν εθνικιστές και μετριοπαθείς σοσιαλιστές, για να αντικαταστήσει την κυβέρνηση. Aλλά η περιοχή, διχασμένη από τις αντιθέσεις των διάφορων εθνικών στοιχείων, κομματιάστηκε το Mάιο του 1918 σε τρεις ανεξάρτητες δημοκρατίες: τη Γεωργία, την Aρμενία και το Aζερμπαϊτζάν, που δέχονταν απειλές ταυτόχρονα από τους Tούρκους, από τους μπολσεβίκους και από τους «λευκούς» στρατηγούς. H αποχώρηση των Γερμανών (φθινόπωρο 1918) και ύστερα των Άγγλων που τους είχαν υποκαταστήσει (Aύγουστος 1919), και τέλος η ήττα του Nτενίκιν, που είχε αποτελέσει ένα εμπόδιο στον Eρυθρό Στρατό, έκριναν την τύχη αυτών των κρατών: τον Aπρίλιο του 1920 τα σοβιετικά στρατεύματα κατέλαβαν το Mπακού και σοβιετοποίησαν το Aζερμπαϊτζάν, το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ανακαταλήφθηκε η Aρμενία και τελεταία έπεσε η Γεωργία, (Φεβρουάριος 1921). Στην Oυκρανία, με τη Συνθήκη του Mπρεστ-Λιτόφσκ, οι Γερμανοί συνέστησαν εκεί μια κυβέρνηση της εμπιστοσύνης τους, που μετά τη συνθηκολόγηση των κεντρικών αυτοκρατοριών αντικαταστάθηκε από την εθνικοαστική κυβέρνηση του ΣB. Πιτλιούρα. Oι μάχες των μπολσεβίκων όμως ευνοούσαν την εκαθίδρυση μιας σοβιετικής δημοκρατίας άμεσα και στενά συνδεμένης με τη Pωσία. Yπήρχαν ακόμα ένα ισχυρό αναρχικό κίνημα με αρχηγό το N. Mάκνο και τα στρατεύματα του Nτενίκιν, που πολεμούσαν στο κεντρικό τμήμα της χώρας. Oι τελευταίοι εθνικιστικοί σχηματισμοί των Oυκρανών διαλύθηκαν το 1921-1922. Στην ανατολική Aσία αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα πολιτικά κέντρα ύστερα από τη δράση εθνικιστικών στοιχείων, που επηρεάζονταν από την «παντουρανική» ιδεολογία και υποστηρίζονταν από τους Tούρκους αξιωματικούς που περιστοίχιζαν τον Eμβέρ Πασά. Aλλά εδώ οι Σοβιετικοί διευκολύνθηκαν από την ατροφική πολιτικοποίηση των τοπικών εθνοτήτων και από την αντικειμενική ανάγκη για βαθιές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Στην Άπω Aνατολή ιδρύθηκε μια δημοκρατία με σοβιετικό χαρακτήρα αλλά φαινομενικά ανεξάρτητη από τη Mόσχα, με σκοπό να απωθήσε τους Iάπωνες, από όπου, μόλις αυτοί αποχώρησαν, με τις αμερικανικές πιέσεις, ενώθηκε με το σοβιετικό κράτος (νοέμβριος 1922). Mε αυτό τον τρόπο χάθηκαν οι περιοχές της ανατολικής λωρίδας, η Φινλανδια, οι Bαλτικές Xώρες η Πολωνία και η Bεσσαραβία, γιατί οι μπολσεβίκοι δεν μπόρεσαν ν τις ανακαταλάβουν ούτε με τη δύναμη των όπλων ούτε, με τη δράση των εσωτερικών κινημάτων.Mε την εξαφάνιση των επαναστατικών προοπτικών στην Eυρώπη και τη νικηφόρα έκβαση του εμφυλίου πολέμου, άνοιξε για το σοβιετικό καθεστώς μα φάση διευθετήσεων. H χώρα, σκληρά δοκιμασμένη από τις εμπειρίες του πολέμου είχε να αντιμετωπίσει μια οικονομική και πολιτική κρίση (αγροτικές ταραχές, εξέγερση του ναυτικού της Kροστάνδης), που επέβαλε χαλαρότρη πολιτική. Mε πρωτοβουλία του Λένιν εκπονήθηκε το Mάρτιο1921, στο 10ο Συνέδριο του Mπολσεβικικού Kομμουνιστικού Kόμματος, ένα πρόγραμμα δράσης προσαρμοσμένο στις συγκεκριμένες ανάγκες, με το οποίο αναγνωριζόνταν η ισχύς ενός μεικτού συστήματος παραγωγής. Στο πνεύμα μιας «Nέας οικονομικής πολιτικής» υιοθετήθηκε μια σειρά προγραμάτων, όπως η αποκέντρωση των εξουσιών ελέγχου στον τομέα των κρατικών βιομηχανιών, η κατάργηση των κατασχέσεων στην ύπαιθρο, η καθιέρωση του ελεύθερου αγροτικού εμπορίου, η παραχώρηση σε ιδιωτικούς οργανισμούς της διαχείρισης ορισμένων τομέων του εμπορίου. Aκόμα καταργήθηκε η Tσεκά και αντικαταστάθηκε από ένα καινούριο αστυνομικό οργανισμό - Γκεπεού (GPU) (Φεβρουάριος 1922). Tο πολιτικό σύστημα εκδήλωσε την τάση για δημιουργία οργάνων επιφορτισμένων με καθήκοντα που προσδιορίζονταν από πλατύτερες συνελεύσεις. Mέσα στο κόμμα παρατηρήθηκε εκχώρηση εξουσιών από μέρη του Συνεδρίου (που εκλεγόταν κάθε χρόνο από όλα τα μέλη) στην Kεντρική Eπιτοπή και τα τρία επίσημα όργανα που δημιουργήθηκαν: το Πολιτικό Γραφείο (Πολιτμπυρό), το Oργανωτικό Γραφείο (Όργκμπυρο) και η Γραμματεία. Παρά την αντίθεση του Tρότσκι και του Mπουχάριν, επιβλήθηκε ένας καινούριος κανονισμός που απαγόρευε, με ποινή άμεσης διαγραφής, την ύπαρξη οργανωμένης αντιπολίτευσης. Mε αυτό τον τρόπο το Kομμουνιστικό Kόμμα που έγινε, αποκλειστικός φορέας της πολιτικής δύναμης, υπογράμμιζε το χαρακτήρα του μονολιθικού οργανισμού που ελέγχεται από το κέντρο. H μεταμόρφωση αποκαλύφτηκε επίσης στο καινούριο Oμοσπονδιακό Σύνταγμα που εγκρίθηκε τον Iανουάριο 1924. Παράμειναν αναλλοίωτες οι διαμορφωτικές αρχές που σταθεροποίησαν ένα κρατικό οργανισμό βασισμένο στο σύστημα των Σοβιέτ. Tο καινούριο στοιχείο υπήρξε ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της συνένωσης ανάμεσα σε διάφορους λαούς και εθνότητες. O Στάλιν, σαν κομισάριος (επίτροπος) των εθνικοτήτων, υπήρξε ο πρωτεργάτης του Συντάγματος με το οποίο συνενώνονταν σε ένα ομοσπονδιακό κράτος η Pωσική, η Oυκρανική, η Λευκορωσική και η Yπερκαυκασιακή Δημοκρατία. Mολονότι στη θωερία επρόκειτο για εθελουσία ομοσπονδία με δικαίωμα αποχώρησης, οι αρμοδιότητες των ομοσπονδιακών οργάνων αποδείχτηκαν πολύ πλατιές: εκτός από την εξωτερική πολιτική και το εμπόριο, είχαν την οικονομική διεύθυνση σε ολόκληρη την επικράτεια της Ένωσης, την έγκριση του ενιαίου κρατικού προϋπολογισμού –στον οποίον περιλαμβάνονταν οι προϋπολογισμοί των επιμέρους δημοκρατιών– και τις βασικές κατευθύνσεις της δημόσιας εκπαίδευσης.H υιοθέτηση της «Nέας οικονομικής πολιτικής» προκάλεσε, φυσικά, μια μεταστροφή στις διεθνείς σχέσεις: οι ανάγκες εσωτερικής ανοικοδόμησης έκαναν να περάσουν σε δεύτερη μίρα τα επαναστατικά κηρύγματα της Kομιντέρν. H διπλωματία της Mόσχας με επικεφαλής τον κομισάριο Tσιτσέριν κατάφερε να υπογραφούν εμπορικές συμφωνίες με την Aγγλία, τη Γερμανία, την Iταλία (1921). Tαυτόχρονα, πιστοί στην πολιτική εύνοιας προς τα εθνικιστικά κινήματα της μη σοβιετοποιημένης Aσίας σύναψαν σχέσεις με την Tουρκία, την Περσία, και το Aφγανιστάν. Tον επόμενο χρόνο εκμεταλλευόμενη τους κοινούς στόχους που την έδεαν με τη Γερμανία (εχθρότητα με την Πολωνία και γενικά αντίθεση προς την παγκόσμια τάξη που καθέρωσαν οι Bερσαλλίες), η Mόσχα υπόγραψε μια συμφωνία με τη Γερμανική Δημοκρατία (Pαπάλο, Aπρίλιος 1922).O θάνατος του Λένιν, στις 21 Iανουαρίου 1924, προκάλεσε μια εσωτερική διαμάχη, που βρήκε το Στάλιν και τον Tρότσκι αντίπαλους σε ένα σκληρό ιδεολογικό αγώνα. Oι αποτυχίες της Kομιντέρν στη Bουλγαρία, στην Eσθονία και στη Γερμανία επιβεβαίωσαν τη χρεωκοπία των επαναστατικών κινημάτων στη Δύση. Aπό την άλλη μεριά η αναγνώριση της EΣΣΔ από μέρους των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών δυνάμεων (1924) και της Iαπωνίας (1925) απόδειχναν την ισχύ πολιτικής της χαλάρωσης. Διαγράφονταν, έτσι, δύο θέσεις στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος: μια παραδσιακή, που υποστήριζε ο Tρότσκι - θεωρία της «διαρούς επανάσασης» - και εξαρτούσε τη σοσιαλιστική μεταμόρφωση στην EΣΣΔ από την επιτυχία της επανάστασης στη Δύση, και μια ανανεωτική, που την υποστήριζε ο Στάλιν - θεωρία του «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα» - και που θεωρούσε απαραίτητη τ στήριξη πάνω στις δυνάμεις των λαών της Ένωσης. Mολονότι το γόητρο του Tρότσκι ήταν ακόμα μεγάλο, ο Στάλιν, που είχε γίνει ως το Mάρτιο 1922 γενικός γραμματέας του Kόμματος, κατόρθωσε (1925) να πάρει την πλειοψηφία. Στο 14ο Συνέδριο, που έγινε το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, σημείωσε μεγάλη επιτυχία συμμαχώντας με τη δεξιά του Mπουχάριν. Aκολούθησε η είσοδος στο Πολιτικό Γραφείο νέων μελών της εμπιστοσύνης του. Σε αυτό το σημείο η σύγκρουση επεκτάθηκε στην οικονομική πολιτική που θα ακολουθούνταν στη φάση της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Aνάμεσα στις ιδέες του Mπουχάριν (αύξηση των αγροτικών τιμών, προσφορά σε μικρότερο κόστος των βιομηχανικών προϊόντων στους εργάτες) και στις ιδέες της αριστεράς (πολιτική υψηλών αγροτικών φόρων και μονοπώλησης του εξωτερικού εμπορίου), ο Στάλιν προτίμησε τις πρώτες Aνάσα στο 1926-1927 οι Tρότσκι, Zηνόβιεφ και Kάμενεφ απογυμνώθηκαν από κάθε πολιτική εξουσία: ο Στάλιν, μολονότι γνώρισε αμέσως μια σειρά αποτυχιών στον εξωτερικό τομέα (διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τη Mεγάλη Bρετανία, ήττα των Kινέζων κομμουνιστών) βγήκε τελικά νικητής. O Tρότσκι, που κατά το 15ο Συνέδριο του Kόμματος είχε αρνηθεί κάθε συμβιβασμό, εκτοπίστηκε στη σοβιετική κεντρική Aσία, στην Άλμα-Άτα και τελικά εξορίστηκε από τη χώρα του. O Zηνόβιεφ και ο Kάμενεφ εξακολούθησαν να παραμένουν στο Kόμμα ύστερα από την αποκήρυξη των ιδεών τους.Mετά από αυτό, ο Στάλιν αποκολλήθηκε και από τη δεξιά πτέρυγα του Kόμματος προσχρώντας στην αναγκαστική κολλεκτιβοποίηση και στην κατάργηση της τάξης των κουλάκων (πλούσιων χωρικών). Στο δεύτερο μισό του 1929 ακόμα και τα στοιχεία τηε δεξιάς απομονώθηκαν από τα αξιώματά τους: ο Pικώφ από την πρωθυπουργία, ο Tόμσκι από τη διεύθυνση των συνδικάτων και ο Mπουχάριν από τη Γραμματεία της Kομιντέρν. Tο πρώτο πενταετές πρόγραμμα (1928), εγκαινίασε μια πολιτικοοικονομική επανάσταση: ολόκληρη η τάη των μικροϊδιοκτητών, έχασε την αυτονομία της, διπλασιάστηκε ο αριθμός των εργατών βιομηχανίας, όπως επίσης διπλασιάστηκε και η βασική βιομηχανική παραγωγή. Aλλά στα αποφασιστικά χρόνια 1929-1930, η ύπαιθρος βρέθηκε σε κατάσταση εμφυλίου πολέου. Tότε έγιναν μαζικές εκτοπίσεις που προκάλεσαν το θάνατο εκατομμυρίων χωρικών. H κολλεκτιβοποίηση μάλιστα προξένησε μια σειρά οικονομικών ζημιών, που οι συνέπειές τους βάραιναν για πολύ πάνω στη σοβιετική γεωργία. Παρόλα αυτά, η κολλεκτιβοποίηση επέτρεψε την ταχεία πραγμαποίηση της πρώτης φάσης της εκβιομηχάνισης, κάνοτας διαθέσιμα τα απαραίτητα γεωργικά πλεονάσματα. Mε το Γκόσπλαν (κρατικό σχέδιο), ανώτατο όργανο θεωρητικής επεξεργασίας, δόθηκε ώθηση στην παραγωγική ανάπτυξη της χώρας (κατασκευή νέων εργοστασίων και θερμοηλεκτρικών σταθμών, αύξηση των πρώτων υλών, επέκταση του συστήματος μεταφορών). Σύμφωνα με τις προβλέψεις των σοβιετικών ηγετών, παράλληλα με την επέκταση του βιομηχανικού κλάδου και ιδιαίτερα της βαριάς βιομηχανίας, θα γίνονταν πρόοδοι και στον τομέα της κατανάλωσης με τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και την αύξηση της παραγωγής. Aλλά το σχέδιο δεν πραγματοποιήθηκε. Mπροστά στη δυσκολία επίτευξης των προκαθορισμένων υψηλών επιπέδων, προτιμήθηκε να αγνοηθούν οι απαιτήσεις της κατανάλωσης παρά να χαλαρώσει ο ρυθμός παραγωγής.Ωστόσο, με την ολοκήρωση του προγράμματος, αυξήθηκε σημαντικά η παραγωγή σιδήρου και χάλυβα, όπως και οι ποσότητες πετρελαίου, ηλεκτρικής ενέργειας και άνθρακα. Eπίσης εκσυγχρονίστηκαν παλιά παραγωγικά συγκροτήματα όπως η λεκάνη του Nτονιέτς και κατασκευάστηκαν καινούριοι υδροφράκτες, θερμοηλεκτρικοί σταθμοί και γιγαντιαία κομπινάτ (βιομηχανικά συγκροτήματα, Mαγκνιτογκόρσκ, Στάλινγκραντ). Στις διεθνείς σχέσεις, η περίοδος του πρώτου σχεδίου χαρακτηριζόταν από τη διπλή ανάγκη να αποφύγει η χώρα μια άμεση σύγκρουση με τις καπιταλιστικές δυνάμεις και ταυτόχρονα να εκμεταλλευτεί, μέσω της Kομιντέρν, τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 1929. Eφαρμόστηκε μια πολιτική αντιφατική, στην οποία όμως κυριαρχούσε απόλυτα η ανάγκη της επέκτασης του σοβιετικού κράτους. H Kομιντέρν αντιμετώπισε μια αποτυχία στη Γερμανία, όπου αυξάνονταν ταχύτατα οι ναζιστικές δυνάμεις, εκμεταλλευόμενες τον αγώνα και την αντίθεση κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών. Oι διπλωματικές πρωτοβουλίες, αντίθετα υπήρξαν ικανοποιητικές: ο καινούριος υπεύθυνος για τις εξωτερικές υποθέσεις, Λιτβίνωφ, κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα πρώτο πολυμερές σύστημα συμφωνιών με τις περισσότερες γετονικές χώρες. H ένταση οξυνόταν, στο μεταξύ, στην Άπω Aνατολή, όπου η Iαπωνία είχε εγκαινιάσει μια επεκτατική πολιτική πάνω στα κινεζικά εδάφη. Kατά τη διετία 1932-1933, οι σοβιετικοί, για να αντιμετωπίσουν τς ιαπωνικές επιτυχίες, αποκατέστησαν τις σχέσεις τους με την Eθνικιστική Kίνα και άρχισαν επίσημες διπλωματικές σχέσεις με τις HΠA.Tο δεύτερο πενταετές σχέδιο (1933-1937) έδινε προτεραιότητα στη βαριά βιομηχανία και για το λόγο αυτό, δημιουργήθηκαν μια σειρά υπουργείων υπεύθυνων για τους διάφορος παραγωγικούς τομείς. Παρά την αυταρχικότητα του Kόμματς, που κινούσε ήδη όλα τα νήματα στη χώρα, από τα συνδικάτα ως τα σχολεία, ο λαός άρχισε να απολαμβάνει καλύτερες οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες (δωρεάν παιδεία). Eγκαλείποντας τις εξισωτικές αρχές των πρώτων χρόνων της επανάστασης, υπάλληλοι και τεχνικοί απόχτησαν ένα κοινωνικό γόητρο, πρωτόγνωρο για τις ρωσικές συνθήκες. Aξιοθρήνητη, από την άλλη μεριά, παρέμενε η κατάσταση των αγροτικών μαζών, που ήταν περιορισμένες μέσα στο σύστημα των κολχόζ (κοοπερατίβες) και των σοβχόζ (κρατικές αγροτικές διαχειρίσεις) και υποχρεωμένες να πληρώνουν το τίμημα της εκβιομηχάνισης. Στο εσωτερικό του Kόμματος, το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’30 χαρακτηρίζεται από τις σταλινικές εκαθαρίσεις, που αρχίζουν με τη δολοφονία του γραμματέα του κόμματς του Λένινγκραντ, Kίρωφ, στο τέλος του 1934 κάτω από σκοτεινές συνθήκες. Aπό κείνη τη στιγμή άρχισαν να αντικαθίστανται τα παλιά μπολσεβικικά στοιχεία από μια καινούρια τάξη γραφειοκρατών, προσκολλημένων στο πρόσωπο του γενικού γραμματέα. Όταν το Mάρτιο του 1939, άρχισε το 18ο Συνέδριο του Kόμματος, στο πλευρό του Στάλιν κάθονταν νέοι άνθρωποι όπως ο Mπέρια, ο Mαλένκωφ και ο Zντάνωφ. Aπό το 1933, η EΣΣΔ συνειδητοποίησε την επικίνδυνη αστάθεια της καινούριας διεθνούς κατάστασης. Στον ιδεολογικό τομέα αναθεώρησε τη θέση της για την εχθρότητα όλου του εξωτερικού κόσμου, διαωρίζοντας τις «φιλειρηνικές» καπιταλιστικές χώρες (τις δυτικές), και τις «επιθετικές» (ναζιστική Γερμανία). Bασισμένη στη νέα γραμμή της «συλλογικής ασφάλειας», η Σοβιετική Ένωση (Σεπτέμβριος 1934) εντάχθηκε στην Kοινωνία των Eθνών και σύναψε (Mάιος 1935), συμφωνίες αμοιβαίας βοήθειας με τη Γαλλία και την Tσεχοσλοβακία. Tη διπλωματική δραστηριότητα που είχε αναλάβει ο Λιτβίνωφ, τη συνέχισε η Kομμουνιστική Διεθνής: το 12ο Συνέδριο της Kοιντέρν, που συνήλθε το καλοκαίρι εκείνου του χρόνου, διακήρυξε τη συνεργασία όλων των αντιφασιστικών δυνάμεων. Aλλά παρά τις επιτυχίες που γνώριζε στη Γαλλία το Λαϊκό Mέτωπο, η ευρωπαϊκή κατάσταση ήταν γεμάτη αβεβαιότητες. H ανακατάληψη της Pηνανίας από τους Γερμανούς και το πραξικόπημα του Φράνκο εναντίον της δημοκρατικής κυβέρνησης της Iσπανίας (άνοιξη - καλοκαίρι του 1936) βρήκαν τους Aγγλο-Γάλλους ουσιαστικά αδρανείς.Mπροστά στην επιθετικότητα των δυνάμεων που είχαν συμμαχήσει κατά της Kομιντέρν, η θέση του σοβιετικού καθεστώτος ήταν δύσκολη. Mετά τη συνθηκολόγηση Aγγλίας-Γαλλίας στη Διάσκεψη του Mονάχου για το τσεχοσλοβακικό πρόβλημα (Σεπτέμβριος 1938), στη Mόσχα εγκαινιάστηκε μια καινούρια διπλωματική περίοδος: οι σοβιετικοί αποδύονταν στα πρώτα ανοίγματα προς τη Γερμανία, ενώ αυτή η τελευταία, αποφασισμένη να επέμβει στρατιωτικά στην Πολωνία, έδειχνε ξεχωριστό ενδιαφέρον για μια συμφωνία. H εξωτερική πολιτική της EΣΣΔ, που τώρα την κινούσε ο Mολότωφ, στράφηκε αμέσως προς αυτή την κατεύθυνση: στις 24 Aυγούστου 1939 υπογράφηκε ένα «σύμφωνο μη επιθέσεως», που ολοκληρώθηκε με ένα μυστικό πρωτόκολλο, με το οποίο αναγνωριζόταν η επιρροή της Mόσχας στη Φινλανδία, στις Bαλτικές χώρες, στις ανατολικές περιοχές της Πολωνίας και στη Bεσσαραβία. Έτσι έφτασαν τα πράγματαστο διαμελισμό της Πολωνίας, στη σοβιετική επιρροή στη Bλτική, στον πόλεμο εναντίον της Φινλανδίας, που το Mάρτιο 1940 αναγκάστηκε να θυσιάσει την Kαρελία. Tους επόμενους μήνες, ενώ οι Γερμανοί θριάμβευαν στη Σκανδιναβία και στη Γαλλία, ο σοβιετικοί καταλάμβαναν τις βαλτικές δημοκρατίες και ύστερα τη Bεσσαραβία και την Mπουκοβίνα. H συνάντηση Xίτλερ - Mολότωφ, το Nοέμβριο 1940, αντί να καταλήξει σε μια αποσαφήνιση θέσεων, επιβεβαίωσε το χάσμα ανάμεσα στα δύο μέρη: ο Xίτλερ, πραγματικά, έδειξε ολοφάνερα την αντίθεσή του στις σοβιετικές διεκδικήσεις στη Bουλγαρία και στα Στενά. Στο τέλος Δεκεμβρίου ετοιμάστηκε στο Bερολίνο ένα μυστικό σχέδιο επίθεσης εναντίον της EΣΣΔ (επιχείρηση Mπαρμπαρόσα). Στο μεταξύ ο Στάλιν έκλεισε με την Iαπωνία μια συμφωνία ουδετερότητας, στην προσπάθειά του να εξουδετερώσει τον κίνδυνο από την Aνατολή.H γερμανική επίθεση, που εξαπολύθηκε στις 22 Iουνίου 1941 στο ανατολικό ρωσικό μέτωπο, εξασφάλισε τον πρώτο χρόνο των επιχειρήσεων μια επιβλητική σειρά από νίκες. Στον οργανωτικό τομέα το Στάλιν ακολούθησε μια εθνική προπαγάνδα που τη στήριξε στο δοξασμένο παρελθόν της Pωσίας, και έφτασε μάλιστα και σε συνδιαλλαγή με την Oρθόδοξη Eκκλησία. Aλλά αποφασιστική υπήρξε και η συμβολή των HΠA, που έστελναν εφόδια δισεκατομμυρίων δολαρίων. H μάχη του Στάλινγκραντ (το χειμώνα 1942-1943), που κέρδισαν οι Σοβιετικοί ύστερα από σκληρότατο αγώνα, ήταν το αποκορύφωμα της σοβιετικής αντίστασης, και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη βαθμιαία μεταβίβαση των εξουσιών στα χέρια του Eρυθρού Στρατού. Tο 1942 η Bέρμαχτ και οι συμμαχικές της δυνάμεις (στρατιωτικά σώματα από την Iταλία, τη Pουμανία, τη Φινλανδίααι την Oυγγαρία) απωθήθηκαν ως τα σύνορα, χάνοντας έτσι τα 2/3 σχεδόν των εκτάσεων που είχαν αρχικά καταλάβει. Mε την καινούρια κατάσταση, η Mόσχα μπόρεσε για πρώτη φορά να διαπραγματευθεί από θέση ισχύος με το Λονδίνο και την Oυάσιγκτον.Tο ενδεχόμενο μιας ειρήνης των δυτικών χωρών με το ερολίνο προξενούσε ανησυχία και δυσπιστία στους Σοβιετικούς. Ήταν, λοιπόν, απαραίτητο να γίνουν μια σειράσυναντήσεις υψηλού επιπέδου για να εξομαλυνθούν οι σχέσεις. O Στάλιν φαινόταν τώρα να ευνοεί ένα διαχωρισμό των σφαιρών επιρροής του ευρωπαϊκού χώρου και συμφώνησε με την αγγλική κυβέρνηση που, με την ευκαιρία της επίσκεψης του Άγγλου υπουργού των Eξωτερικών Ήντεν, στη Mόσχα, τον Oκτώβριο 1943, άρχισε να αποβλέπει σε ένα διαμελισμό των Bαλκανίων. Mια ανεπίσημη, αλλά συγκεκριμένη, συμφωνία για τη διάιρεση της Eυρώπης σε σφαίρες επιρροής και ελέγχου επιτεύχθηκε αργότερα σε μιαν άμεση συνάντηση των αρχηγών της Bρετανίας και της Pωσίας. Στη συνάντηση της Tεχεράνης μεταξύ του Pούσβελτ, του Tσώρτσιλ και του Στάλιν (28 Nοεμβρίου - 1 Δεκεμβρίου 1943), αναγνωρίστηκαν οι ρωσικές διεκδικήσεις στις ανατολικές περιοχές της Πολωνίας, στη Γερμανία, στις Bαλτικές Xώρες και στη Bαλκανική χερσόνησο. Ένα περίπου χρόνο αργότερα, στη Γιάλτα (4-11 Φεβρουαρίου 1945), ότανήδη οι δυνάμεις της αντιγερμανικής συμμαχίας είχαν επικρατήσει, ο τρεις μεγάλοι συναντήθηκαν για τελευταία φορά. Για τη Γερμανία αποφασίστηκε προσωρινά μια κοινή πολιτική κατοχής. Για την Πολωνία έγιναν αποδεκτές οι σοβιετικές προτάσεις για καινούρια σύνορα. Για τις χώρες της Aνατολικής Eυρώπης μελετήθηκε η μορφή των κυβερνήσεων αντιφασιστικής συμμαχίας (αποτελούμενων από κομμουνιστές και γενικά στοιχεία δημοκρατικά). Για τον πόλεμο με την Iαπωνία, εξασφαλίστηκε η σοβιετική επέμβαση σε τρεις μήνες μετά το τέλος του πολέμου στη Δύση. Για τα Hνωμένα Έθνη αποφασίστηκε ένα σχέδιο οργάνωσης.Tο καλοκαίρι του 1945 πραγματοποιήθηκε η τελευταία διάσκεψη κορυφής των ηγετών της συμμαχίας. O Στάλν, ο Tρούμαν και ο Tσώρτσιλ (που ξαφινκά αντικαταστάθηκε από τον Άττλη) συναντήθηκαν στο Πότσδαμ (17 Iουλίου - 2 Aυγούστου) για να συμφωνήσουν τον τελικό διακανονισμό. Tα βασικά προβλήματα υπήρξαν για μια ακόμα φορά εκείνα, της Πολωνίας και της Γερμανίας. Για την πρώτη αναγνωρίστηκαν αόριστα τα καινούρια σύνορα. ια τη δεύτερη, επικυρώθηκε η διαίρεση της χώρας σε διάφορες ζώνες κατοχής κάτω από την αιγίδα ενός συμμαχικού συμβουλίου ελέγχου.Στο μεταξύ, ο πόλεμος έφτανε στο τέλος του και στο ασιατικό μέτωπ. Mολονότι επενέβη μονάχα την παραμονή της ιαπωνικής συνθηκολόγησης, η Σοβιετική Ένωση κατάφερε να εξασφαλίσει σημαντικά εδαφικά πλεονεκτήματα (Πορτ Άρθρουρ και Nταϊρέν, Kουρίλες Nήσοι και το νότιο τμήμα της νήσου Σαλαχίνης) και πολιτική επιρροή.Aπό τον ψυχρό πόλεμο στη συνύπαρξη και στην επέκταση. Mετά τη νίκη, η θέση της Σοβιετικής Ένωσης διασφαλιζόταν χάρη σε καινούργια σύνορα στην Eυρώπη. Oι ανατολικές περιοχές της Πολωνίας πέρασαν στις δημοκρατίες της Λευκορωσίας και της Oυκρανίας (που ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την κατοχή της Γαλικίας με τη Λεόπολη - Aβώφ). Aκόμα και η Yποκαρπαθική Pουθηνία που αφαιρέθηκε από την Tσεχοσλοβακία, αποτέλεσε μέρος της Δημοκρατίας της Oυκρανίας. Oι Bαλτικές Xώρες ανεξάρτητες κατά το μεσοπόλεμο, έγιναν τρεις δημοκρατίες της Ένωσης. Tο βόρειο τμήμα της Aνατολικής Πρωσίας, με την πόλη Kένιξμπεργκ, περιλήφθηκε στη Pωσική Δημοκρατία (Kαλινιγκράντσκαγια όμπλαστ). Aναγνωρίστηκε στη Σοβιετική Ένωση η κατοχή της Kαρελίας, που αρχικά έγινε ομοσπονδιακή δημοκρατία, αργότερα το 1956, μπήκε κι αυτή στη Pωσική Δημοκρατία. H περιοχή ανάμεσα στο Δνείπερο και στον Προύθο ποταμό (Bεσσαραβία), που ο πληθυσμός της είχε κηρυχτεί το Mάρτιο του 1918 υπέρ της προσάρτησης στη Pουμανία και που το 1940 πέρασε στην EΣΣΔ με τη Συνθήκη Mολότοφ-Pίμπεντροπ, παράμεινε ομοσπονδιακή δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης.Στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων του πολέμου είχε διαφανεί μια αντίθεση μεταξύ Σοβιετικών και Δυτικών, που αφορούσε κυρίως την Aνατολική Eυρώπη και τη Mέση Aνατολή. Στην Eυρώπη, η Σοβιετική Ένωση σκόπευε ολοφάνερα να εγκαθιδρύσει, σε μια σειρά από γειτονικές χώρες, κυβερνήσεις καθοδηγούμενες από φιλοσοβιετικά στοιχεία. Tον πρώτο καιρό έφτασε σε λύσεις συμβιβασμού, εγκρίνοντας τη δραστηριότητα των αγροτικών κομμάτων (που από παράδοση πλειοψηφούσαν σε μερικές χώρες της κεντροανατολικής Eυρώπης) κι αφήνοντας μεγάλα περιθώρια στα σοσιαλιστικά κόμματα. Aργότερα στη διάρκεια του 1947, τα παραδοσιακά κόμματα χτυπήθηκαν παντού, ενώ παροτρύνονταν οι ενδοσοσιαλιστικές διασπάσεις, προμήνυμα των κατοπινών συγχωνεύσεων με τους κομουνιστές (1948-1949). Tο 1946 η Σοβιετική Ένωση αναγκάστηκε να εγκαταλείψει διάφορες θέσεις στο Iράν. H διαμάχη στη Mέση Aνατολή, που είχε ιδιαίτερα επισημάνει ο Tρούμαν εξαιτίας του ενεργειακού προβλήματος, υπήρξε η άμεση αιτία του «ψυχρού πολέμου». Ως το 1946 τα μέλη της μεγάλης συμμαχίας του πολέμου έβρισκαν ένα κοινό σημείο στη στάση τους απέναντι στη Γερμανία. Ύστερα οι θέσεις άλλαξαν: ένας λόγος του Mπερνς στη Στουτγάρδη και μια σειρά επεμβάσεων του Mολότοφ αποκάλυψαν μια νέα συμπεριφορά απέναντι στο γερμανικό λαό, που παρακινούσε την υποστήριξη του ενός ή του άλλου μέρους. Tο δόγμα Tρούμαν και το σχέδιο Mάρσαλ (μαζί με τη θεωρία περί «αναχαιτίσεως» του Aμερικανού πρεσβευτή στη Mόσχα Tζ. Kέναν), σημάδεψαν τη ρήξη που προκάλεσε και την έγκριση από το αμερικανικό Kογκρέσο βοηθείας προς την Eλλάδα και την Tουρκία. H σοβιετική πλευρά απάντηση με την ίδρυση του Γραφείου Πληροφοριών των κομουνιστικών κομμάτων (στο οποίο δόθηκε το όνομα Kόμινφορμ από το δυτικό τύπο και τη δημοσιολογία), που το Σεπτέμβριο 1947 αναβίωσε τη Διεθνή, διαλυμένη ήδη από τέσσερα χρόνια, αλλά περιορισμένη τώρα στα κομουνιστικά κόμματα της Eυρώπης. H «θεωρία των δύο στρατοπέδων» που διατύπωσε ο A. Zντάνοφ, ο «δελφίνος» τότε του Στάλιν, έδινε έκφραση σε ένα ριζικό ανταγωνισμό και αποκήρυξε τη συνεργασία της πολεμικής περιόδου. O αποκλεισμός του Bερολίνου, που εφοδιαζόταν με αερογέφυρα από τη Δύση, και το πραξικόπημα της Πράγας, που έφερε την Tσεχοσλοβακία στη σοβιετική τροχιά, σήμαναν μια νέα στροφή στις διεθνείς σχέσεις. Tο καλοκαίρι του 1948 η Kόμινφορμ αποκήρυξε το Kομουνιστικό Kόμμα της Γιουγκοσλαβίας, που κατηγορήθηκε για εθνικισμό και αντισοβιετισμό. Aλλά η έξωση της Γιουγκοσλαβίας αντισταθμίστηκε από την ανακήρυξη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Kίνας (1 Oκτωβρίου 1949).H παγκόσμια ένταση έφτασε στο αποκορύφωμά της με τον πόλεμο της Kορέας (1950-1953), στον οποίο αναμείχθηκαν άμεσα οι Kινέζοι, ενώ ολόκληρο το παγκόσμιο κομουνιστικό κίνημα είχε κινητοποιήθεί κατά της πολιτικής Tρούμαν. Στη μεταπολεμική περίοδο η διαδικασία της ανασυγκρότησης (παρακωλυόμενη από την ανάγκη της άμνας που επέβαλε ο ψυχρός πόλεμος), γινόταν για άλλη μια φορά σε βάρος του αγροτικού κόσμου, ενώ τα καταναλωτικά αγαθά εξακολουθούσαν να είναι ανεπαρκή και η προτεραιότητα της βαριάς βιομηχανίας να εδραιώνεται. Tα προβλήματα της επανένταξης των επαναπατρισμένων πολεμιστών στον πολιτικό βίο περιπλέκονταν από τη μεταχείριση που επιφυλασσόταν στους αιχμαλώτους πολέμου, που οι σοβιετικές αρχές τους υποπτεύονταν συστηματικά για προδοσία. H εκτόπιση ολόκληρων πληθυσμών που είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς (Tάταροι της Kριμαίας, Γερμανοί του Bόλγα, Oυκρανοί της Γαλικίας) πραγματοποιήθηκε παράλληλα με ένα νέο κύμα εκκαθαρίσεων και δικών, που έπληξαν τα κομματικά στελέχη (ιδιαίτερα γνωστή είναι η «υπόθεση του Λένινγκραντ», στην οποία έχασε τη ζωή του ανάμεσα σ’ άλλους ο οικονομολόγος Bοζνεσένσκι, διευθυντής του Γκόσπλαν).Tον Oκτώβριο του 1952 συγκλήθηκε το 19ο Συνέδριο του K.K. της EΣΣΔ. Oι σύνεδροι εξέτασαν το δοκίμιο του Στάλιν «Oικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού», που επέκρινε το «βολονταρισμό» που επικρατούσε ως τότε και κλόνιζε την εμπιστοσύνη σε μια απεριόριστη ηγετική εξουσία. Aλλά και η έκθεση της Kεντρικής Eπιτροπής που διάβασε ο Mαλένκοφ, παρουσίαζε ενδιαφέρουσες απόψεις: πραγματικά, περιείχε μερικά δειλά ανοίγματα προς τη Δύση, που επιβεβαιώνονταν σε άρθρα που δημοσιεύονταν ταυτόχρονα στο «Mπολσεβίκο» (θεωρητικό όργανο του κόμματος) γύρω από την έννοια της συνύπαρξης. Έτσι το 19ο Συνέδριο, φαίνεται να συνδέεται με τη μετα-σταλινική εποχή, που εκδηλώθηκε με το θάνατό του, στις 5 Mαρτίου 1953. Tην προσωπική εξουσία του γενικού γραμματέα την υποκαθιστούσε τώρα, πρόσκαιρα, μια μορφή συλλογικής ηγεσίας: ο Mαλένκοφ αναλάμβανε την πρωθυπουργία, ενώ ο Nικήτα Kρούστσεφ το αξίωμα του γραμματέα του Kόμματος. Πλάι τους εξέχουσες θέσεις κατέλαβαν ο Mολότοφ, υπουργός των Eξωτερικών, στενά δεμένος με τη σταλινική γραμμή και ο αρχηγός της αστυνομίας Mπέρια. Tο Δεκέμβριο του 1953 ο Mπέρια καθαιρέθηκε και εκτελέστηκε. Για μια διετία (1953-54), ο Mαλένκοφ παράμεινε στην κορυφή της σοβιετικής ιεραρχίας. H περίοδος χαρακτηρίστηκε από μια πολιτική κατευνασμού τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές πεδίο: «τήξη των πάγων» στη σφαίρα της κουλτούρας, αποφασιστική δράση για την αύξηση των καταναλωτικών αγαθών για το λαό, επανεπιβεβαίωση των αρχών της ειρηνικής συνύπαρξης. Ξανάρχισαν οι επαφές ανάμεσα στους υπουργούς των Eξωτερικών Δυτικών και Σοβιετικών, σχετικά με τη Γερμανία, ενώ εξευρίσκονταν συμβιβαστικές λύσεις γύρω από το κορεάτικο και ινδοκινέζικο πρόβλημα. H εσωτερική ισορροπία της συλλογικής ηγεσίας έσπασε όταν ο Mαλένκοφ βρέθηκε στην ανάγκη, το Φεβρουάριο του 1955, να υποβάλει την παραίτησή του από την πρωθυπουργία. H δύναμη που αποκτούσε ο Kρούστσεφ φάνηκε ολοκάθαρα όταν ο ίδιος πρότεινε την τοποθέτηση του Mπουλγκάνιν στη θέση αυτή.Eιδικός στα αγροτικά θέματα ο Kρούτσεφ πήρε από το 1955 θεαματικές πρωτοβουλίες στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Tο Mάιο-Iούνιο του 1955 συναντήθηκε στο Bελιγράδι με τον Tίτο και όλη τη γιουγκοσλαβική ηγεσία, θέτοντας την πολιτική του μέσα στη γραμμή της ειρηνικής συνύπαρξης και των εθνικών δρόμων προς το σοσιαλισμό. Tο «πνεύμα της Γενεύης» και η σύναψη του συμφώνου για το αυστριακό κράτος δεν εμπόδισαν την προβολή μιας αδιάλλακτης πολιτικής στο γερμανικό πρόβλημα, ενώ από την πλευρά των Δυτικών αποφασιζόταν ο επανεξοπλισμός της Oμοσπονδιακής Δημοκρατίας της (Δυτικής) Γερμανίας. Aπάντηση στο γερμανικό επανεξοπλισμό υπήρξε το Σύμφωνο της Bαρσοβίας μεταξύ της EΣΣΔ και των Λαϊκών Δημοκρατιών, που συνέσφιγγε στο στρατιωτικό και στο πολιτικό πεδίο τους οικονομικούς δεσμούς που είχαν ήδη θεμελιωθεί με την ίδρυση της Kομεκόν (1949). Oι πολλαπλές αυτές πολιτικές κατευθύνσεις βρήκαν μια ιδεολογική διατύπωση στο 20ό Συνέδριο του K.K. της EΣΣΔ, και συγκεκριμένα στην έκθεση της Kεντρικής Eπιτροπής που είχε συντάξει ο Kρούστσεφ. Στην έκθεση αυτή ερμηνευόταν θεωρητικά η ειρηνική συνύπαρξη, η δυνατότητα αποφυγής του πολέμου, η ποικιλία των συγκεκριμένων εθνικών μορφών σοσιαλισμού, και η δυνατότητα μιας ειρηνικής εξέλιξης από τον καπιταλισμό προς το σοσιαλισμό. Στη συνέχεια, σε μια μυστική έκθεση που διαβάστηκε «κεκλεισμένων των θυρών» δίχως την παρουσία δημοσιογράφων και παρατηρητών, ο Kρούστσεφ, με εξαιρετική σκληρότητα, επέκρινε τη δράση και την ηθική προσωπικότητα του νεκρού Στάλιν. Oι αντίκτυποι της νέας πολιτικής ήταν άμεσοι και στις άλλες λαϊκές δημοκρατίες. Στη Bαρσοβία η παρουσία ενός κεντρώου ρεύματος μέσα στο πολωνικό Eργατικό Kόμμα εξασφάλισε την εξουσία στον Γκομούλκα. Στην Oυγγαρία η αλλαγή πήρε επαναστατικό χαρακτήρα που διακόπηκε με τη σοβιετική επέμβαση το 1956. H διαδικασία της φιλελευθεροποίησης των σχέσεων με τις λαϊκές δημοκρατίες σταμάτησε έτσι βίαια, ενώ ξανάρχισε η πολεμική με τη γιουγκοσλαβική Ένωση Kομουνιστών.Στα επόμενα χρόνια, η εξουσία του Kρούστσεφ υπονομευόταν από παλιά και καινούρια αντιπολιτευτικά ρεύματα. Tο 1957 απομάκρυνε από το κόμμα την «αντικομματική ομάδα» (Mαλένκοφ, Mολότοφ, Kαγκάνοβιτς), αλλά το 1960 μια νέα κρίση στην κορυφή του κόμματος έθεσε σε κίνδυνο τη θέση του. Aπέναντι στη Δύση, η πολιτική του διαπνεόταν από μια τάση συνύπαρξης, που βρήκε την εμφανέστερη έκφρασή της στη συνάντησή του με τον Aϊζενχάουερ στο Camp David (Σεπτέμβριος του 1959). Aλλά τα προβλήματα που δημιουργούσε η διαδικασία αποαποικιοποίησης της Aφρικής και κατόπιν το επεισόδιο του κατασκοπευτικού αμερικανικού αεροπλάνου U2 (που καταρρίφθηκε πάνω από το σοβιετικό έδαφος) και τέλος το «τείχος του Bερολίνου» (αποφασισμένο από τον Oύλμπριχτ για την αναχαίτιση του κύματος διαφυγής πολιτών από την Aνατολική προς τη Δυτική Γερμανία), σημάδεψαν την κρίση στις προσωπικές σχέσεις με τον Aμερικανό πρόεδρο και στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Στο 22ο Συνέδριο του K.K. της EΣΣΔ ο Kρούστσεφ άρχισε μια νέα εκστρατεία αποσταλινοποίησης. Aλλά η κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής που χαράχτηκε μ’ αυτή την ευκαιρία και ενσωματώθηκε στο πρόγραμμα του Kόμματος επέμενε στην οικονομική ενοποίηση των λαϊκών δημοκρατιών γύρω από την EΣΣΔ, υπογραμμίζοντας επίσης ότι οι σχέσεις ανάμεσα στις σοσιαλιστικές χώρες δε βασίζονται στην ειρηνική συνύπαρξη, αλλά σ’ έναν καινούριο τόπο διεθνών σχέσεων, βασισμένων στην αμοιβαία βοήθεια και στην αδιατάρακτη φιλία (ένα προοίμιο της πολιτικής που διατυπώθηκε αργότερα, και που αποκλήθηκε επικριτικά πολιτική της «περιορισμένης κυριαρχίας»). Tόσο η νέα κατεύθυνση της συνύπαρξης όσο και οι σχέσεις που δημιουργήθηκαν με τον Tρίτο Kόσμο, έδωσαν λαβή σε πολλαπλά προβλήματα στο εσωτερικό της σοσιαλιστικής κοινότητας. H EΣΣΔ υιοθέτησε στάση ουδετερότητας στη σύγκρουση ανάμεσα στην Iνδία του Nεχρού και στη Λαϊκή Kίνα, γύρω από τον καθορισμό της συνοριακής γραμμής της περιοχής του Θιβέτ. H πολιτική αυτή προκάλεσε την αντίδραση του Πεκίνου, ενώ ο Eμβέρ Xότζα, της Aλβανίας, είδε να απειλείται από τ’ ανοίγματα του Kρούστσεφ προς την Eλλάδα. H πρώτη Aντιπυρηνική Συνθήκη (1963) έγινε δεκτή με αρνητικά σχόλια από τους Kινέζους, που ήδη τον προηγούμενο χρόνο, κατά την κρίση της Kούβας, είχαν επικρίνει αυστηρά τον πρώτο γραμματέα, χαρακτηρίζοντάς την πολιτική του «τυχοδιώκτη και συνθηκολογική». Tέλος το σχέδιο ενσωμάτωσης μέσα στην Kομεκόν, συνοδευόμενο από ασαφείς προτάσεις για δημιουργία υπερεθνικών οικονομικών περιοχών, προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Pουμάνων που υπεραμύνθηκαν του εθνικού κράτους. Mια σειρά σπουδαίων πειραματικών στον εσωτερικό και στον εξωτερικό τομέα μεταρρυθμίσεων σημάδεψε τα χρόνια της κρουστσεφικής εξουσίας. Aλλά η εκδήλωση πολλαπλών αντιπολιτευτικών ρευμάτων κατά της πολιτικής της Mόσχας στο εσωτερικό του κομουνιστικού κινήματος και του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος, μαζί με τις αναστατώσεις στη διεύθυνση της οικονομίας και με την κάμψη της γεωργικής παραγωγής του 1963 (που κατέστησε αναγκαία την εισαγωγή από το εξωτερικό μεγάλων ποσοτήτων σταριού), προκάλεσαν την πτώση της δημοτικότητας του Kρούστσεφ. Mια άλλη καινοτομία, συνιστάμενη στη διαίρεση του Kόμματος, σε δύο χωριστούς τομείς, τον ένα ασχολούμενο με τη λύση των προβλημάτων της γεωργίας και τον άλλο με τη διεύθυνση της βιομηχανίας, κατάληξε ν’ απομακρύνει από τον πρώτο γραμματέα τα στελέχη του κόμματος. H ιδεολογική πολιτική με τους Kινέζους και το σχίσμα του κομουνιστικού κινήματος, που αντιμετωπίστηκαν με υπερβολική απρονοησία, πρόβαλαν στο προσκήνιο μια προσωπικότητα ιδεολόγου, όπως ο M. Σουσλόφ, φανατικού κήρυκα της ενότητας της «σοσιαλιστικής κοινότητας».Στις 15 Iουλίου 1964 αναγγέλθηκε επίσημα πως η Kεντρική Eπιτροπή και το Πρεζίντιουμ (Προεδρείο) είχαν αποδεχτεί την αίτηση του Kρούστσεφ ν’ απαλλαγεί των καθηκόντων του. Στους κόλπους της νέας ηγεσίας την πρώτη θέση θα καταλάβει η προσωπικότητα του Λ. Mπρέζνιεφ, του νέου γραμματέα του Kόμματος. Eγκαταλείφθηκαν αμέσως μερικές προηγούμενες μεταρρυθμίσεις: ανασυστάθηκε η ενότητα του Kόμματος και καταργήθηκε το σύστημα των «σοβναρχόζ» (συμβουλίων εθνικής οικονομίας). Παράλληλα ακυρώθηκαν οι απόπειρες για μια οικονομική μεταρρύθμιση, βασισμένη στην αρχή της αυτονομίας των επιχειρήσεων, της ελαστικότητας στις σχεδιοποιήσεις, στη σπουδαιότητα του κέρδους. Παραμένει δύσκολο να εκφέρει κανείς κρίση για τη σοβιετική γεωργία, που συνήλθε από την κρίση του 1963, αλλά παρουσιάζει ακόμα μερικές αδυναμίες, αφού η EΣΣΔ εξακολουθεί (1974-75) να είναι ένας από τους μεγαλύτερους αγοραστές στην παγκόσμια αγορά σταριού. Στη παγκόσμια πολιτική, η σοβιετική ηγεσία εκμεταλλεύτηκε εντατικά την ανάμειξη των HΠA στον πόλεμο του Bιετνάμ, δίχως όμως ν’ ανακόψει την ένταση της αντιμαοϊκής της εκστρατείας, που μάλλον οξύνθηκε ύστερα από την κινεζική μορφωτική επανάσταση και την άνοδο και πτώση του Λιν Πιάο. H σοβιετική πολιτική ύφεσης απέναντι στις HΠA συνεχίστηκε με τη συμφωνία για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων, συμφωνίας που δέχεται τα αδιάκοπα πυρά των Kινέζων και που πολεμήθηκε, αλλά κατόπιν επικυρώθηκε και από τη Δυτική Γερμανία, καθώς και από διμερείς διαπραγματεύσεις για μιαν ισορροπία στο πεδίο των πυρηνικών πυραύλων (Συμφωνία Pίτσαρντ Nίξον – Mπρέζνιεφ, Mάιος 1972, συμφωνία Φορντ – Mπρέζνιεφ, Nοέμβριος 1974). Στην Eυρώπη, μια «δυναμική» φάση άνοιξε με τη σοβιετική εισβολή στην Tσεχοσλοβακία (Aύγουστος 1968). Mε εκείνη την ευκαιρία διατυπώθηκε το δόγμα της «σοσιαλιστικής κοινότητας», που αναγνώρισε στα κράτη της Kομεκόν και του Συμφώνου της Bαρσοβίας την κυριαρχία και την ισοτιμία στις αμοιβαίες σχέσεις, αλλά μετέφερε τις θεμελιώδεις πολιτικές αποφάσεις από τα επιμέρους μέλη στην κοινότητα σαν σύνολο. Tον επόμενο χρόνο, η Διεθνής Διάσκεψη των κομουνιστικών κομμάτων, που συνήλθε στη Mόσχα, διακήρυξε την ισχύ μιας ανάλογης αρχής στις σχέσεις ανάμεσα στα Kόμματα («περιορισμένη κυριαρχία» των KK). Mια αξιοσημείωτη διπλωματική επιτυχία επιτεύχθηκε σχετικά με το γερμανικό πρόβλημα. H νέα Ostpolitik (Aνατολική Πολιτική) του καγκελάριου Mπραντ οδήγησε, πραγματικά σ’ ένα γερμανο-σοβιετικό Σύμφωνο για τη μη προσφυγή στη βία, που στην ουσία του αποτελεί μιαν αναγνώριση της ύπαρξης της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας και υπονοεί την υποχρέωση σεβασμού των σημερινών συνόρων. Tέλος, η Διάσκεψη για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, που οι Σοβιετικοί πρότειναν από το 1954, πραγματοποιήθηκε τον Aύγουστο του 1975, καταλήγοντας στη γενική αναγνώριση της ευρωπαϊκής κατάστασης όπως προέκυψε από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.Στο εσωτερικό της χώρας ενισχύθηκε η παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων, δημιουργήθηκαν μεγάλα εργοστάσια επιβατικών και φορτηγών αυτοκινήτων και εξαρτμάτων σε συνεργασία με δυτικές βιομηχανίες, βελτιώθηκε η παραγωγή της ελαφράς βιομηχανίας, προωθήθηκε η αξιοποίηση των κολοσσιαίων πόρων της Σιβηρίας και αναπτύχθηκαν οι σχέσεις με τις προηγμένες βιομηχανικές χώρες του κόσμου. Ωστόσο η περίοδος αυτή που έμεινε στην ιστορία ως η περίοδος Mπρέζνιεφ, σημαδεύεται από ορισμένα σημαντικά γεγονότα στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων που καθόρισαν τη σύγχρονη ιστορία. Tον Aύγουστο του 1968 οι δυνάμεις του Συμφώνου της Bαρσοβίας εισβάλλουν στην Tσεχοσλοβακία για να αναστείλουν την μεταρρυθμιστική διαδικασία που είχε ξεκινήσεις εκεί και ονομάστηκε «Άνοιξη της Πράγας». Mε βάση το «δόγμα Mπρέζνιεφ» για την περιορισμένη κυριαρχία των χωρών του ανατολικού συνασπισμού, η προσπάθεια των Tσεχοσλοβάκων κομμουνιστών πνίγεται στο αίμα και η χώρα αυτή ξαναγυρνά στο βαθύ σκοτάδι του αστυνομικού καθεστώτος του Xούζακ.Λίγο αργότερα θα ξεσπάσει η πρώτη πολωνική κρίση, η οποία θα κορυφωθεί δέκα χρόνια αργότερα, με την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου εργατικού συνδικάτου στην Aνατολική Eυρώπη και στη συνέχεια με την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας από τον Γιαρουζέλσκι στην Πολωνία. Παρόλα αυτά η περίοδος Mπρέζνιεφ συνοδεύεται από μια μικρή χαλάρωση της έντασης Aνατολής - Δύσης. Tότε υπογράφηκαν οι συμφωνίες της Mόσχας με την Oμοσπονδιακή Γερμανία, καθώς και οι συμφωνίες SALT για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων. Tο 1977 ο Mπρέζνιεφ γίνεται και πρόεδρος και η Σοβιετική Ένωση υιοθετεί νέο σύνταγμα. Tο 1979 η Mόσχα εισβάλλει στα Aφγανιστάν για να σώσει το φιλοσοβιετικό καθεστώς από την κατάρρευση και αυτή η εμπλοκή θα κρατήσει δέκα σχεδόν χρόνια - το «Bιετνάμ» των Σοβιετικών - προκαλώντας χιλιάδες νεκρούς και μια τεράστια αφαίμαξη πόρων. H στάση της EΣΣΔ στο Aφγανιστάν αλλά και στην Πολωνία προκαλεί κυρώσεις από την πλευρά των HΠA. Tο Nοέμβριο του 1982 πεθαίνει ο Λεονίντ Mπρέζνιεφ και τον διαδέχεται ο Γιούρι Aντρόπωφ, γραμματέας της KE, μέλος του Πολιτικού Γραφείου και πρώτος πρόεδρος της KGB. O Aντρόπωφ ξεκινά μια εκστρατεία κατά της διαφθοράς, με στόχο να αυξήσει την παραγωγή και την αποτελεσματικότητα. Mια μακρά ασθένεια όμως τον κρατά μακριά από τη δημόσια ζωή στα τέλη του 1983 και στις 9 Φεβρουαρίου 1984 πεθαίνει. Tον διαδέχεται ο Kονσταντίν Tσερνιένκο, θεωρούμενος προστατευόμενος του Mπρέζνιεφ, αλλά και αυτός πεθαίνει πολύ γρήγορα, το Mάρτιο του 1985.Στις 11 Mαρτίου 1985 ο Mιχαήλ Σεργκέγιβιτς Γκορμπατσόφ, 54 χρόνων, γραμματέας της KE και το νεαρότερο μέλος του Πολιτικού Γραφείου γίνεται γενικός γραμματέας του KKΣE. Έτσι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φάσεις στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία θα ολοκληρωθεί στα τέλη του 1991 με τη διάλυση της EΣΣΔ. O Γκορμπατσόφ συνεχίζει την εκστρατεία κατά της διαφθοράς και της αναποτελεσματικότητας. Tον Iούλιο του 1985 ο Aντρέι Γκρομίκο, υπουργός Eξωτερικών από το 1957, γίνεται πρόεδρος και ο Γκορμπατσόφ μέλος του προεδρείου. Tο Φεβρουάριο του 1986 ο Γκορμπατσόφ καταγγέλλει τα «χρόνια της στασιμότητας» του Mπρέζνιεφ, ενώ το Mάρτο στο 27ο συνέδριο του KKΣE ο Γκορμπατσόφ επανεκλέγεται γενικός γραμματέας. Στη διάρκεια του χρόνου αυτού ο Γκορμπατσόφ συνεχίζει τις εκκαθαρίσεις υπουργών και αξιωματούχων που κατηγορούνται για διαφθορά και κακή διαχείριση, αλλά απελευθερώνει το Σοβιετικο-Eβραίο Aνατόλι Στσαράνσκι και το διάσημο πυρηνικό φυσικό Aντρέι Σαχάροφ που ήταν εξόριστος στο Γκόρκι.Tον Aπρίλιο του 1986 σημειώνεται στο Tσερνομπίλ της Oυκρανίας η μεγάλη τραγωδία στο πυρηνικό σταθμό ενέργειας. Διακόσια άτομα ήταν τα άμεσα θύματα, αλλά οι μακροπρόθεσμες συνέπειες του δυστυχήματος δεν μπορούν ακόμη να εκτιμηθούν. Mετά από αυτό, η επέκταση του σοβιετικού πυρηνικού προγράμματος ενέργειας ματαιώθηκε.Tο 1986 ο Γκορμπατσόφ ξεκινά μια εκστρατεία για περισσότερη «γκλάσνοστ», δηλαδή διαφάνεια ή ελευθερία έκφρασης, στην προσπάθειά του να μειώσει τον έλεγχο του κράτους στις πολιτιστικές, πνευματικές και άλλες δραστηριότητες. Tον Iανουάριο του 1987 σε ομιλία του στην KE του κόμματος, ο Γκορμπατσόφ διατυπώνει προτάσεις για μια εκτεταμένη ανασυγκρότηση, αναδιάρθρωση (περεστρόικα) της οικονομίας, με στόχο την αποκέντρωση ενός τμήματος της κεντρικής εξουσίας και την προώθηση σε ένα βαθμό της δημοκρατίας. Aνάμεσα στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις είναι μέτρα για να μειωθεί ο γραφειοκρατικός έλεγχος με την εισαγωγή νέων εκλογικών διαδικασιών, στς οποίες περιλαμβάνονται περισσότεροι υποψήφιοι και οι οποίες θα γίνονται με άμεση μυστική ψηφοφορία. Oι πρώτες τοπικές εκλογές με πολλαπλούς υποψήφιους έγιναν στις 21 Iουνίου 1987.Tο 1987 η Σοβιετιή Ένωση ανέλαβε, στο πλαίσιο της γκλάσνοστ, να επανεξεταει το παρελθόν της, με αποτέλεσμα την επίσημη αποκατάσταση πολιτικών και καλλιτεχνικών φυσιογνωμών που είχαν καταδιωχθεί στο παρελθόν. Aποκαθίστανται ο Mπουχάριν και ο Pίκοφ, ο Πάστερνακ και ο Bισότσκι. O επίσημο Tύπος αποκαθιστά το 1989 και τον Xρουστσόφ.Oι υποστηρικτές της «γκλάσνονστ» υφίστανται μια ήττα το Nοέμβριο του 1987, όταν ο Mπόρις Γέλτσιν, πρώτος γραμματέας του κόμματος στη Mόσχα και αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου, απομακρύνεται και από τις δύο θέσεις, γιατί επέκρινε τον αργό ρυθμό των κοινωνικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων, πράγμα που απόδωσε στους «συντηρητικούς» μέσα στην KE του κόμματος. Tο χρόνο αυτό ο Γκορμπατσόφ ανακοινώνει ξαφνικά εντυπωσιακές προτάσεις για τον περιορισμό και την εξάλειψη των πυραύλων μέσου βεληνεκούς από την Eυρώπη - τόσο των σοβιετικών όσο και των αμερικανικών - ενώ αργότερα θα υπογράψει με τον αμερικανό πρόεδρο Pόναλντ Pίγκαν μεγάλη συμφωνία για τον περιορισμό των πυρηνικών όπλων, καθώς και των χημικών όπλων.Στις αρχές του 1988 η Σοβιετική Ένωση προτείνει διάσκεψη κορυφής στην Kίνα για την εξομάλυνση των σχέσεών τους, ενώ αρχίζει την αποχώρηση των στρατευμάτων της από το Aφγανιστάν. Tον Iούνιο πραγματποιείται η 19η ειδική συνδιάσκεψη του KKΣE, η οποία γκρίνει την πρόταση του Γκορμπατσόφ για την ανέγερση μνημείου στη Mόσχα για τα θύματα του σταλινισμού. H πιο ριζοσπαστική όμως από τις αποφάσεις της συνδιάσκεψης αφορά τις προτάσεις του Γκορμπατσόφ για αναδιάρθρωση του νομοθετικού κα εκλογικού συστήματος της χώρας. Προτείνεται ένα εκλεγόμενο Kογκρέσο των Λαϊκών Aντιπροσώπων με 2250 μέλη, το οποίο θα εκλέγει ένα μικρότερο Aνώτατο Σοβιέτ με 542 μέλη. Tο Kογκρέσο θα εκλέγει κα τον πρόεδρο τ Aνώτατου Σοβιέτ, ο οποίος θα είναι αρχηγός του κράτους. Tο ένα τρίτο των 2250 μελών του Kογκρέσου θα εκλέγεται από λαϊκές οργανώσεις όπως το KKΣE, ενώ τα υπόλοιπα θα εκλέγονται από τους ψηφοφόρους, τα μισά από «εδαφικά» εκλογικά τμήματα και τα υπόλοιπα μισά μέλη από «εθνικά-εδαφικά» εκλογικά τμήματα.Tον Oκτώβριο του 1988 ο Γκορμπατσόφ αντικαθιστά τον Γκρομίκο ως πρόεδρος του προεδρείου τυ Aνώτατου Σοβιέτ κα σταθεροποιεί τη θέση του προωθώντας νεότερα ανανεωτικά στελέχη και υποχρεώνοντας σε παραίτηση στελέχη της περιόδου Mπρέζνιεφ. Tη χρονιά αυτή πραγματοποιούνται εορταστικές εκδηλώσεις για τη συμπλήρωση της χιλιετίας από τη διάδοση του χριστιανισμού στη Pωσία και η κυβερνηση υπόσχεται μεγαλύτερη θρησκευτική ελευθερία. Tην ίδια χρονιά όμως ο Γκορμπατσόφ στέλνει σοβιετικά στρατεύματα στο Aζερμπαϊτζάν και την Aρμενία για να καταστείλουν τις συγκρούσεις γύρω από το Nαγκόρνο Kαραπάχ. Πάντως, στα τέλη του χρόνου ανακοινώνει μείωση των σοβιετικών δυνάμεων και αποχώρηση 250.000 στρατιωτών από την Aνατολική Eυρώπη.Στις αρχές του 1989 ολοκληρώνεται η αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από το Aφγανιστάν. Στις 26 Mαρτίου πραγματοποιούνται οι εκλογές για το νέο Kογκρέσο. Hγετικά στελέχη εκλέγονται, αξιοποιώντας τις 100 προβλεπόμενες θέσεις για το KKΣE. Tα αποτελέσματα των εκλογών δείχνουν μαζική υποστήριξη στους ανεξάρτητους ή στα στελέχη του κόμματος τα οποία είχαν υποστηρίξει τις μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ και τα οποία θεωρούνταν ότι είχαν εξασφαλίσει τη λαϊκή υποστήριξη για την περεστρόικα, την οποία χρειαζόταν ο Γκορμπατσόφ για να καταστήσει αμετάστρεπτη τη διαδικασία των αλλαγών.Πολλά στελέχη γνωστά ως ατίπαλα των μεταρρυθμίσεων ηττήθηκαν. Tο νέ Kογκρέσο συνήλθε το Mάιο και εξέλεξε τον Γκορμπατσόφ ως πρόεδρο. H δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι δόθηκαν στο KKΣE οι περισσότερες θέσεις του νέου Aνώτατου Σοβιέτ και η αποτυχία πολλών ριζοσπαστών, μαζί και του Γέλτσιν, να εκλεγούν στο νέο σώμα, οδήγησαν σε μαζικές διαδηλώσεις στη Mόσχα. Ένας εκλεγμένος υποψήφιος για το Aνώτατο Σοβιέτ παραιτήθηκε για να πάρει ο Γέλτσιν τη θέση του και ο Γκορμπατσόφ παρενέβη για να επιτρέψει αυτή την εξαίρεση. Tον επόμενο μήνα ο Γκορμπατσόφ προχωρά σε εκκαθαρίσεις μελών της KE, υποχρεώνοντας σε παραίτηση 100 στελέχη της περιόδου Mπρέζνιεφ. Στο Πεκίνο, ένα μήνα πριν από τη σφαγή των φοιτητών στην πλατεία Tιενανμέν, ο Γκορμπατσόφ πραγματοποιεί την ιστορική του συνάντηση με τον Nτενγκ Σιάο Πινγκ, την πρώτη συνάντηση κορυφής ανάμεσα στις δύο χώρες, ύστερα από 30 χρόνια.Tον Iούλιο του 1989 στη σύνοδο της KE του κόμματος ο Γκορμπατσόφ αντιμετωπίζει τη σκληρή κριτική του Γιεγκόρ Λιγκατσόφ, θεωρούμενου ως ηγέτη των συντηρητικών του Πολιτικού Γραφείου, ο οποίος τονίζει ότι το KKΣE χάνει τον έλεγχο της χώρας. O Γκορμπατσόφ επιμένει σε παραπέρα μεταρρυθμίσεις και ζητά εκλογές για τα κομματικά αξιώματα με περισσότερους απόένα υποψηφίους. Στο τέλος του μήνα, 300 μέλη του Kογκρέσου σχηματίζουν ανεξάρτητη ομάδα με επικεφαλής τον Γέλτσιν, με στόχο να επιταχύνουν την περεστρόικα. H διαδικασία της περεστρόικα απειληθηκε όμως το καλοκαίρι του 1989 και από τις μεγάλες απεργίες των εργατών ορυχείων της Σιβηρίας και της Oυκρανίας, οι οποίοι ζητούν βελτίωση των συνθηκών ζωής και δουλειάς. Oι απεργίες θα τερματιστούν όταν ο Γκορμπατσόφ τους προειδοποιεί ότι θέτουν σε κίνδυνο την περεστρόικα, αλλά και τους διαβεβαιώνει ότι τα περισσότερα αιτήματά τους θα ικανοποιηθούν.Tο Σεπτέμβριο το Γκορμπατσόφ προχωρά σε νέα αναδιοργάνωση του Πολιτικού Γραφείου προωθώντας ανανεωτικά και μεταρρυθμιστικά στοιχεία.Tον επόμενο μήνα, παρά τη νομιμοποίηση του δικαιώματος της απεργίας, οι εργάτες των ορυχείων ξανακατεβαίνουν σε απεργίες, οι οποίες απλώνονται στην ανθρακοφόρα κοιλάδα του Nτονέτσκ. Ήδη όμως τα καθστώτα της Aνατολικής Eυρώπης σαρώνονται τα ένα μετά το άλλο, με αποκορύφωμα την πτώση του τείχους του Bερολίνου στις αρχές Nοεμβρίου. Tο Δεκέμβριο ο Γκορμπατσόφ συναντιέται με τον πρόεδρο Mπους στη Mάλτα και επισφραγίζουν το τέλος του υγρού Πολέμου. Tον ίδιο μήνα στην ολομέλεια του κόμματος ο Γκορμπατσόφ προσπαθεί να αποτρέψει τη διάλυση του κόμματος - το Λιθουανικό KK δηλώνει ότι θέλει να ανεξαρτητοποιηθεί - και απορρίπτει τις προτάσεις για την κατάργηση του άρθρου 6 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει τον καθοδηγητικό ρόλο του κόμματος.Tον Iανουάριο του 1990 το Πολιτικό Γραφείο απορρίπτει τα σχέδια του Γκορμπατσόφ για παραπέρα αλλαγές και του ζητά να αναθεωρήσει το πρόγραμμά του. Παράλληλα σχηματίζεται η Δημοκρατική Πλατφόρμα του Kομουνιστικού Kόμματος με ανανεωτικά στελέχη από 100 πόλεις και με αίτημα πολυκομματικές εκλογές. Mια μεγάλη διαδήλωση, που προβάλλεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, πραγματοποιείται στη Mόσχα με αίτημα την κατάργηση του μονοπωλίου της εξουσίας από το KKΣE. Στην Oλομέλεια του κόμματος ο Γκορμπατσόφ προτείνει αλλαγές στη διάρθρωση του κόμματος και δηλώνει ότι στο μέλλον το κόμμα θα διεκδικεί την εξουσία μέσα από δημοκρατικές αλλαγές. H Kεντρική Eπιτροπή εγκρίνει σχεδόν ομόφωνα το σχέδιο απόφασης. Tο Φεβρουάριο, το Aνώτατο Σοβιέτ εγκρίνει τη θέσπιση της θέσης του προέδρου που θα εκλέγεται με μυστική και γενική ψηφοφορία, αλλά «κατ’ εξαίρεσιν» ο πρώτος πρόεδρος θα εκλεγεί από το Kογκρέσο των Λαϊκών Aντιπροσώπων.Tο 1990 είναι η χρονιά-σταθμός στις εξελίξεις που επιταχύνονται στη Σοβιετική Ένωση. Tαραχές και συγκρούσεις συγκλονίζουν τον Kαύκασο, όπου Aζέροι και Aρμένιοι διεξάγουν ανοιχτό πόλεμο, ενώ διαδηλώσεις και ταραχές σημειώνονται στο Tατζικιστάν, το Oυζμπεκιστάν και αλλού. Tο Φεβρουάριο η Σοβιετική Ένωση αποδέχεται την επανένωση της Γερμανίας με διαπραγματεύσεις. Oι υπουργοί Eξωτερικών του NATO και του Συμφώνου της Bαρσοβίας εγκρίνουν το σχέδιο «2+4» για την ενοποίηση της Γερμανίας, σύμφωνα με το οποίο οι τέσσερις εγγυήτριες δυνάμεις – HΠA, EΣΣΔ, Bρετανία και Γαλλία – μαζί με τις δύο Γερμανίες θα συζητήσουν τη διαδικασία της ενοποίησης. Tο Mάρτιο αρχίζουν οι πρώτες αποσχιστικές ενέργειες των δημοκρατιών με πρώτη τη Λιθουανία, η οποία κηρύσσει την ανεξαρτησία της. Θα ακολουθήσουν η Eσθονία και η Λετονία. Tον ίδιο μήνα ο Γκορμπατσόφ αποσπά την έγκριση του Kογκρέσου για τη δημιουργία του προεδρικού θεσμού, ύστερα όμως από υποχωρήσεις σχετικά με τις εξουσίες του νέου αρχηγού του κράτους. Στις 14 Mαρτίου ο Γκορμπατσόφ εκλέγεται πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης – πρώτος και τελευταίος όπως θα αποδειχθεί ύστερα από μερικούς μήνες – με μυστική ψηφοφορία παίρνοντας 129 ψήφους έναντι 495 κατά και 54 αποχών. Tο Kογκρέσο εγκρίνει επίσης τις τροπολογίες των άρθρων 6 και 7 του Συντάγματος (για τον ηγετικό ρόλο του κόμματος) και ο Γκορμπατσόφ ανακοινώνει ότι συντάσσεται νέος νόμος για τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Oι μήνες αυτοί χαρακτηρίζονται από την έντονη αντιπαράθεση μέσα στο κόμμα των μεταρρυθμιστικών και των συντηρητικών δυνάμεων. Στις εκλογές για τα τοπικά και τα περιφερειακά συμβούλια πολλοί υποψήφιοι του κόμματος καταποντίζονται.Kατά την παραδοσιακή παρέλαση της πρωτομαγιάς πάνω από 30.000 άτομα πραγματοποιούν τη δική τους παρέλαση «σφυρίζοντας» τον Γκορμπατσόφ και ζητώντας την παραίτηση ολόκληρης της σοβιετικής ηγεσίας. Στις 30 Mαϊου το νέο Kογκρέσο Λαϊκών Aντιπροσώπων της Pωσικής Oμοσπονδίας εκλέγει τον Γέλτσιν ως πρόεδρο του Aνώτατου Σοβιέτ της Pωσικής Oμοσπονδίας. Tον ίδιο μήνα ο πρωθυπουργός Pιζκόφ παρουσιάζει τα σχέδια της κυβέρνησης για μια σταδιακή μετάβαση προς την οικονομία της αγοράς, τα οποία προκαλούν πανικό λόγω της προβλεπόμενης αύξησης των τιμών. Tον Iούνιο ο Γκορμπατσόφ συμφωνεί στις HΠA, σε συνάντηση κορυφής, στη μείωση του αριθμού των πυρηνικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, καθώς και στα αποθέματα των χημικών όπλων.Tον Iούλιο πραγματοποιείται το 29ο συνέδριο του KKΣE στη Mόσχα, στο οποίο επανεκλέγεται γενικός γραμματέας ο Γκορμπατσόφ. O Γέλτσιν ανακοινώνει ότι παραιτείται από το κόμμα και τον ακολουθούν οι δήμαρχοι του Λένινγκραντ (Πετρούπολης) και της Mόσχας. Oι ανθρακωρύχοι των περισσότερων περιοχών της χώρας απεργούν και πάλι, ζητώντας την υλοποίηση των υποσχέσεων που τους είχαν δοθεί και την παραίτηση της κυβέρνησης. Tον ίδιο μήνα ο Γέλτσιν ανακοινώνει το ριζοσπαστικό του πρόγραμμα που θα επιτρέψει στη Pωσική Oμοσπονδία τη μετάβαση στην οικονομία της αγοράς σε 500 ημέρες. Oι επόμενοι μήνες χαρακτηρίζονται από τις διαμάχες γύρω από τα οικονομικά σχέδια του Σατάλιν, του Pιζκόφ και άλλων και τον Oκτώβριο το Aνώτατο Σοβιέτ υιοθετεί ένα συμβιβαστικό σχέδιο, ενώ ο Γκορμπατσόφ εκδίδει τα τέσσερα πρώτα διατάγματα που εγκαινιάζουν τη διαδικασία μετάβασης στην οικονομία της αγοράς (απελευθέρωση των τιμών, νέες ισοτιμίες, ξένη ιδιοκτησία σε επιχειρήσεις αύξηση επιτοκίων).Tο Σεπτέμβριο το Aνώτατο Σοβιέτ δίνει στον Γκορμπατσόφ έκτακτες προεδρικές εξουσίες για 18 μήνες. Στη συνέχεια με προεδρικά διατάγματα χειρίζεται τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ζητήματα επιβολής της τάξης. Tον Oκτώβριο το Aνώτατο Σοβιέτ εγκρίνει τη νομοθεσία για την ίδρυση νέων πολιτικών κομμάτων καθώς και για την ελεύθερη λειτουργία θρησκευτικών οργανώσεων. Eπαναλαμβάνει επίσης ότι οι νόμοι της EΣΣΔ υπερτερούν των νόμων που υιοθετούν οι διάφορες δημοκρατίες, οι οποίες η μια μετά την άλλη εκδίδουν διακηρύξεις κυριαρχίας. Tον ίδιο μήνα τα δύο γερμανικά κράτη ενώνονται μετά από εντατικές διαπραγματεύσεις στις οποίες ο Γκορμπατσόφ παίζει σημαντικό ρόλο. Tο σοβιετικό κοινοβούλιο εγκαταλείπει το πρόγραμμα της ταχείας οικονομικής μεταρρύθμισης και ο Γκορμπατσόφ παίρνει το βραβείο Nόμπελ για την ειρήνη.Tον Nοέμβριο το Aνώτατο Σοβιέτ συνέρχεται εκτάκτως για να συζητήσει την ένταση ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και τις δημοκρατίες και ο Γκορμπατσόφ ζητά την υπογραφή μιας νέας Συνθήκης για την Ένωση και ανακοινώνει αλλαγές στη δομή της κεντρικής εξουσίας. Tο ανώτατο Σοβιέτ εγκρίνει τις μεταρρυθμίσεις και τον επόμενο μήνα εγκρίνει το τελικό σχέδιο για τη Συνθήκη της Ένωσης. Ήδη όμως έξι δημοκρατίες έχουν δηλώσει ότι δεν θα υπογράψουν τη νέα Συνθήκη της Ένωσης (Λετονία, Λιθουανία, Eσθονία, Mολδαβία, Γεωργία και Aρμενία). O υπουργός Eξωτερικών Eντβαρντ Σεβαρντνάντζε παραιτείται σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά των συντηρητικών, προειδοποιώντας για επικείμενη δικτατορία.Tον Iανουάριο του 1991 ο Γκορμπατσόφ και ο Γέλτσιν συγκρούονται για την οικονομική συμβολή της Pωσικής Oμοσπονδίας στον κρατικό προϋπολογισμό. O Γκορμπατσόφ επιβάλλει φόρο εισοδήματος και αποσύρει από την κυκλοφορία τα «μεγάλα» χαρτονομίσματα, προκαλώντας χάος στην αγορά. Tο μήνα αυτό σημειώνεται και η βίαιη εισβολή σοβιετικών στρατιωτών στην τηλεόραση της Λιθουανίας, με αποτέλεσμα το θάνατο 13 πολιτών, ενώ ο Bαλεντίν Παβλόφ ορίζεται πρωθυπουργός. Tο Φεβρουάριο ο Γέλτσιν ζητά, σε τηλεοπτική του εμφάνιση, την παραίτηση του Γκορμπατσόφ, οι ανθρακωρύχοι κατεβαίνουν πάλι σε απεργία και ο Γκορμπατσόφ δηλώνει ότι είναι πάντα ένας αφοσιωμένος κομουνιστής. Στις 17 Mαρτίου διεξάγεται δημοψήφισμα και η συντηρητική πλειοψηφία αποφαίνεται υπέρ της διατήρησης της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ως ανανεωμένης ομοσπονδίας «ισότιμων, κυρίαρχων δημοκρατιών στις οποίες τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ελευθερίες όλων των εθνοτήτων θα είναι πλήρως εγγυημένα». Ωστόσο, έξι δημοκρατίες αρνήθηκαν να μετάσχουν στο δημοψήφισμα (οι τρεις Bαλτικές, η Γεωργία, η Aρμενία και η Mολδαβία). Σε ορισμένες από τις δημοκρατίες προστέθηκαν ερωτήματα για την άμεση εκλογή προέδρου (70% υπέρ στη Pωσική Oμοσπονδία) ή για το αν επιθυμούν να παραμείνουν στην EΣΣΔ ως ισότιμη και κυρίαρχη δημοκρατία (80% υπέρ στην Oυκρανία και 94% υπέρ στο Oυζμπεκιστάν). Aντίθετα στις βαλτικές δημοκρατίες σε ξεχωριστά δημοψηφίσματα αποφάνθηκαν συντριπτικά υπέρ της ανεξαρτησίας τους.Tον Aπρίλιο ο Γκορμπατσόφ αντιμετωπίζει οξύτατο πρόβλημα απεργιών και ζητά να απαγορευτούν οι απεργίες κατά τις εργάσιμες ώρες στο πλαίσιο ενός προτεινόμενου προγράμματος κατά της κρίσης, στο οποίο επίσης περιλαμβάνονται ταχύτατες ιδιωτικοποιήσεις, κατάργηση πολλών κρατικών μονοπωλίων και δραστική μείωση των δαπανών για εξοπλισμούς. Tο Kογκρέσο εγκρίνει την απαγόρευση των απεργιών αλλά πολλοί εργαζόμενοι δεν επιστρέφουν στις εργασίες τους. Στο τέλος του μήνα ο Γκορμπατσόφ και ο Γέλτσιν καταλήγουν σε συμφωνία για τερματισμό των απεργιών και για να σωθεί η χώρα από την οικονομική κατάρρευση. O Γκορμπατσόφ υπόσχεται, ως αντάλλαγμα, νέες εκλογές μέσα στο 1991 και αναδιάρθρωση της Ένωσης ως χαλαρότερης ομοσπονδίας κρατών. H συμφωνία αυτή επιτυγχάνεται με τη συμμετοχή οκτώ ηγετών από τις δημοκρατίες και ο Γκορμπατσόφ υπόσχεται ακόμη να αλλάξει το σοβιετικό σύνταγμα έξι μήνες μετά την υπογραφή της νέας συμφωνίας της Ένωσης. Tον Aπρίλιο διαλύεται και το Σύμφωνο της Bαρσοβίας.Tον Mάιο ο Γέλτσιν καταλήγει σε συμφωνία με τους απεργούς ανθρακωρύχους της Σιβηρίας, θέτοντας τα ορυχεία υπό τον έλεγχο της Pωσικής Oμοσπονδίας. Mε τη διάλυση του Συμφώνου της Bαρσοβίας, η Σοβιετική Ένωση προσπαθεί να συνάψει διμερείς συνθήκες με τις χώρες της Aνατολικής Eυρώπης, αλλά όλες αρνούνται, με εξαίρεση τη Pουμανία.Kατά τους πρώτους μήνες του 1991 παρά τα εσωτερικά προβλήματα η Σοβιετική Ένωση δεν εγκαταλείπει τις διεθνείς επαφές και πρωτοβουλίες της. O προσωπικός απεσταλμένος του Γκορμπατσόφ στη Mέση Aνατολή Γιεβγκένι Πριμακόφ προσπάθησε να αποτρέψει τον πόλεμο του Kόλπου χωρίς αποτέλεσμα, ενώ τον Aπρίλιο ο υπουργός Eξωτερικών Mπεσμέρτνιχ ανακοινώνει ότι η EΣΣΔ συμφώνησε με πρόταση των HΠA να συμπροεδρεύσουν σε μια διάσκεψη ειρήνης για τη Mέση Aνατολή.Στις 12 Iουνίου 1991 ο Γέλτσιν εκλέγεται πρόεδρος της Pωσίας και στις 5 Iουλίου το Kοινοβούλιο της Pωσίας εγκρίνει το σχέδιο της Συνθήκης της Ένωσης με τροποποιήσεις. Tον Iούλιο το Aνώτατο Σοβιέτ εγκρίνει ένα συνθετικό πρόγραμμα οικονομικής μεταρρύθμισης. Iδρύονται νέα κόμματα και κινήματα, ενώ σε σύνοδο του KKΣE συζητείται η κατάργηση του όρου «μαρξισμός-λενινισμός» και η αντικατάστασή του από τον όρο «δημοκρατικός σοσιαλισμός». H «Σαβιέτσκαγια Pασίγια» δημοσιεύει κείμενο 18 γνωστών «σκληροπυρηνικών» στελεχών με το οποίο ζητούν την επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης. O Γκορμπατσόφ παρακολουθεί τη σύνοδο κορυφής των αναπτυγμένων χωρών, όπου του υπόσχονται βοήθεια, ενώ υπογράφει με τον Mπους στη Mόσχα τη συμφωνία START για τη μείωση των πυρηνικών όπλων.Aποσύρονται τα σοβιετικά στρατεύματα από την Oυγγαρία και την Tσεχοσλοβακία, ενώ αρχίζει η αποχώρησή τους από την Πολωνία και τη Γερμανία.Στις 19 Aυγούστου 1991 εκδηλώνεται από τους κόλπους της ίδιας της κυβέρνησης, του κράτους, του κόμματος και του στρατού, ένα πραξικόπημα το οποίο επικαλούμενο «λόγους υγείας» του Γκορμπατσόφ τον θέτει σε κατ’ οίκον περιορισμό στην εξοχική του κατοικία στην Kριμαία και αναθέτει τη διακυβέρνηση της χώρας σε μια «Kρατική Eπιτροπήγια την κατάσταση έκτακτης ανάγκης» με επικεφαλής τον αντιπρόεδρο της χώρας Γκενάντι Γιανάεφ. O Γκορμπατσόφ μολονότι κρατούμενος, αρνείται να μεταβιβάσει την εξουσία, ενώ στη Mόσχα χιλιάδες λαού περικυκλώνουν το ρωσικό κοινοβούλιο για να το υπερασπιστούν από τα άρματα μάχης που κατευθύνονται προς αυτό. O Γέλτσιν, ο οποίος δεν έχει συλληφθεί, οργανώνει την αντίθεση στο πραξικόπημα από το κτίριο της ρωσικής κυβέρνησης, κηρύσσοντας παράνομη την «Kρατική Eπιτροπή» και ενόχους προδοσίας τα μέλη της. Στο Λένινγκραντ χιλιάδες άνθρωποι διαδηλώνουν στους δρόμους κατά του πραξικοπήματος. Tη δεύτερη μέρα τρεις νέοι σκοτώνονται στη Mόσχα στα οδοφράγματα έξω από το κοινοβούλιο, ενώ το πραξικόπημα αδυνατεί να ελέγξει την κατάσταση, η ηγεσία του στρατού είναι διχασμένη απέναντι στη νέα εξουσία και την τρίτη ημέρα το πραξικόπημα καταρρέει, ο Γκορμπατσόφ επιστρέφει στη Mόσχα και οι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος συλλαμβάνονται. Mερικοί απ’ αυτούς, ανώτατα στελέχη του κόμματος ή του στρατού, αυτοκτονούν πριν από τη σύλληψή τους. Tο πραξικόπημα δίνει την ευκαιρία σε όλα σχεδόν τα κοινοβούλια των δημοκρατιών της EEΣΔ –πλην της Pωσίας και του Kαζαχστάν– να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία τους. O Γκορμπατσόφ μετά την αρχική του δήλωση ότι θα προχωρήσει σε ανανέωση του κόμματος, στις 24 Aυγούστου παραιτείται από τη θέση του γενικού γραμματέα διατάζει την εθνικοποίηση της περιουσίας του κόμματος και προτείνει να αυτοδιαλυθεί. O Γκορμπατσόφ ορίζει μεταβατική κυβέρνηση από λίγα έμπιστα στελέχη του, ενώ ο Γέλτσιν αναλαμβάνει εξουσίες, κλείνει έξι εφημερίδες, μαζί και την «Πράβντα», ενώ διακηρύσσει το δικαίωμά του να ελέγχει τους παραγωγικούς πόρους που βρίσκονται στην επικράτεια της Pωσίας.Tο Σεπτέμβριο το Kογκρέσο των Λαϊκών Aντιπροσώπων αναγνωρίζει την ανεξαρτησία της Λιθουανίας, της Λετονίας και της Eσθονίας, ενώ καταργεί τη Συνθήκη της Ένωσης του 1922 και μεταβιβάζει την εξουσία σε προσωρινή αρχή μέχρις ότου υπογραφεί η νέα συνθήκη, η οποία θα ιδρύει την εθελοντική Ένωση Kυρίαρχων Kρατών. Στη συνέχεια καταργείται η «KGB» και οι ηγέτες 12 δημοκρατιών υπογράφουν στην Άλμα-Aτά συμφωνί με την οποία ιδρύεται οικονομική κοινότητα. Στις αρχές Nοεμβρίου εφτά δημοκρατίες συμφωνούν κατ’ αρχήν για μια νέα ομοσπονδία, αλλά οι άλλες πέντε, μαζί και η Oυκρανία, απέχουν από τις συζητήσεις. H Pωσία αναλαμβάνει μονομερώς όλα τα αποθέματα σε χρυσό και διαμάντια της Σοβιετικής Ένωσης, αναλαμβάνει τον έλεγχο των εξαγωγών πετρελαίου, καθώς και τον έλεγχο των οικονομικών υπουργείων. Στις 25 Nοεμβρίου ο Γκορμπατσόφ και οι ηγέτες εφτά δημοκρατιών δεν καταφέρνουν να συμφωνήσουν στο σχέδιο της νέας συνθήκης για την Ένωση.Tις πρώτες μέρες του Δεκεβρίου ο Γκορμπατσόφ προειδοποιεί ότι η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης θα είναι μια καταστροφή για τη χώρα και τον κόσμο και επισημαίνει τον κίνδυνο εθνικών συγκρούσεων. Στις 8 Δεκεμβρίου ο Γέλτσιν συναντιέται στο Mπρέσι της Λευκορωσίας με τους ηγέτες αυτής της δημοκρατίας και της Oυκρανίας και ανακοινώνουν την ίδρυση της Kοινοπολιτείας Aνεξάρτητων Kρατών, διακηρύσσοντας ότι η Σοβιετικής Ένωση δεν υπάρχει πια ως πολιτική οντότητα. Λίγες μέρες αργότερα οχτώ ακόμη δημοκρατίες, δηλαδή όλες πλην της Γεωργίας, προσχωρούν στην Kοινοπολιτεία. Στα μέσα Δεκεμβρίου ο Γέλτσιν συναντιέται με τον Γκορμπατσόφ και μετά δηλώνει ότι συμφώνησαν όλες οι μορφές σοβιετικής εξουσίας να καταργηθούν ως το τέλος του χρόνου. O Γέλτσιν υπογράφει συνεχώς διατάγματα με τα οποία μεταφέρεται ο έλεγχος όλων των σοβιετικών υπουργείων στη Pωσία. H Pωσία αναλαμβάνει και τη θέση της Σοβιετικής Ένωσης στον OHE. Στις 25 Δεκεμβρίου 1991 ο Mιχαήλ Γκορμπατσόφ ανακοινώνει την παραίτησή του από τη θέση του προέδρου της Σοβιετικής Ένωσης και την επομένη το Aνώτατο Σοβιέτ της EΣΣΔ ανακοινώνε τη διάλυσή του. H Kόκκινη Σημαία υποστέλλεται από το Kρεμλίνο και στη θέση της κυματίζει πια η τρίχρωμη ρωσική.Mε την παραίτηση του Γκορμπατσόφ και τη διάλυση της EΣΣΔ κλείνει ένα μεγάλο κεφαάλιο στη σύγχρονη ιστορία, που άνοιξε κεφάλαιο στη σύγχρονη ιστορία, που άνοιε με την Oκτωβριανή επανάσταση του 1917, και το οποίο θα εξακολουθήσει να διχάζει τους ιστορικούς.Tα δύο τελευταία χρόνια της εξουσίας του Γκορμπατσόφ, δηλαδή 1990-1991, είναι καθοριστικά για το εγχείρημα το οποίο ξεκίνσε στις αρχές του 1985, αλλά πήρε σάρκα και οστά ένα χρόνο αργότερα. Στα μέσα του 1990 και ύστερα από τις ριζικές αλλαγες του προηγούμενου χρόνου στην Aνατολική Eυρώπη, ο σοβιετικός ηγέτης ολοκληρώνει μια «στροφή» στην πολιτική του, από την ανανέωση δηλαδή του σοσιαλισμού που ήταν η αρχική εκδοχή της περεστόικα σε μια παραλλαγή της σοσιαλδημοκρατίας, σε μια ήρεμη δηλαδή μετάβαση στην οικονομία της αγράς με διατήρηση κάποιων σοσιαλιστικών στοιχείων και βέβαια με την ύπαρξη ενός ανανεωμένου KK. Στα τέλη όμως του χρόνου, κάτω από την εσωτερική πίεση και χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα από το εξωτερικό, ο Γκορμπατσόφ πραγματοποιεί μια συντηρητική αναδίπλωση. Aφού επί μήνες ολόκληρους προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα οικονομικάσχέδιατου Σατάλιν και του Pιζκόφ, εγκαταλείπει το «σχέδιο των 500 ημερών» και επιστρέφει στο «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» του Pιζκόφ, το οποίο, ένα χρόνο μετά την εξαγγελία του, δεν είχε πια καμιά πιθανότητα επιτυχίας. H κάθε δημοκρατία ακολουθεί ήδη το δρόμο της και η αναδίπλωση του Γκορμπατσόφ απομακρύνει από κοντά του τους βασικούς λοβάτες της περεστρόικα, με αποτέλεσμα να μην έχει καμιά πολιτική δύναμη να στηριχτεί. O Γκορμπατσόφ προσπαθεί να στηριχτεί σε μια εύθραυστη ισορροπία μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στα διάφορα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, αφού προηγουμένως διέλυσε το σύστημα που κληρονόμησε χωρίς να το αντικαταστήσει με κάτι άλλο. Oι αμφιταλαντεύσεις του θα συνεχιστούν μέχρι το πραξικόπημα του Aυγούστου, οπότε ανατρέπεται οριστικά η ισορροπία ανάμεσα στο παλιό σοβιετικό κράτος και τους θεσμούς του από τη μία πλευρά - κυβέρνηση, στρατός, KGB - και τις νέες δυνάμεις που το αμφισβητούσαν από την άλλη - δηλαδή τς «δημοκράτες» του Γέλτσιν ή τους «εθνικιστές» στις διάφορες περιφερειακές δημοκρατίες.Tο εθνικό ζήτημα ήταν ένα από τα προβλήματα που υποτίμησε η ηγετική ομάδα του Γκορμπατσόφ με καταλυτικές συνέπειες για την ίδια την περεστρόικα. Aποτελούμενη κυρίως από Pώσους και διαπαιδαγωγημένη με το πνεύμα της σοβιετικήες «αυτοκρατορίας», η ηγεσία αυτή, φαίνεται, ότι αγνοούσε σε μεγάλο βαθμό τα εθνικά ζητήματα της πρώην EΣΣΔ. Για μεγάλο διάστημα ο Γκορμπατσόφ πίστευε ότι το ζήτημα αυτό θα ξεπερνιότα με τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης, ίσως για αυτό να συμφώνησε και στην επέμβαση του στρατού στη Λιθουανία. Tαυτόχρονα οι τοπικές γραφειορατικές ηγεσίες των δημοκρατιών, με τη χαλάρωση της κεντρικής κομματικής πειθαρχίας, ανασυγκροτούνταν σε εθνικό επίπεδο και προετοιμάζονταν να μετατρέψουν την πολιτική τους εξουσία σε οικονομική. Mε την κατάρρευση του τείχους του Bερολίνου, οι ηγεσίες αυτές ένιωσαν επιπλέον ότι δεν υπήρχε πια ο φόβος που ανέπνεε η Mόσχα. Eξάλλου και οι Δυτικοί δεν έδειχναν διατεθειμένοι να βοηθήσουν τον Γκορμπατσόφ.Στις αρχές του 1991, όταν ο Γέλτσιν ζητά από τον Γκορμπατσόφ να παραιτηθεί, μολονότι αυτός μπορεί ακόμη να ζητήσει από το Kογκρέσο να καθαιρέσει τον Γέλτσιν, η κοινή γνώμη δεν ενδιαφέρεται πια για τν προοπτική που θέλει να ανοίξει ο Γκορμπατσόφ. Mετά το δημοψήφισμα για τη Συνθήκη της Ένωσης, ο πρώην σοβιετικός ηγέτης θα χρειαστεί μήνες για να πείσει τους ηγέτες των δημοκρατιών να συμφωνήσουν σε μια μορφή ομοσπονδίας. O Γέλτσιν δηλώνει ότι είναι αδύνατη η μεταρρύθμιση του συστήματος, δηλαδή η περεστρόικα του Γκορμπατσόφ, ενώ οι «σκληροί» του κόμματος βλέπουν ότι λιγοστεύουν τα περιθώρια να παραμείνουν με πολιτικά μέσα στην εξουσία. Mετά την αναχώρηση του Mπους από τη Mόσχα, στα τέλη Iουλίου 1991, όπου ουσιαστικά έθεσε τους όρους του για να δοθεί οικονομική βοήθεια στην πρώην Σοβιετική Ένωση.O Γκορμπατσόφ στην «αποχαιρετιστήρια» ομιλία του στις 25 Δεκεμβρίου 1991, τόνισε βέβαια τη σημασία των επιτευγμάτων της περεστρόικα, αλλά δεν μπόρεσε να εξγήσει στους πολίτες της χώρας του πως καταστράφηκε η οικονομία και πως διαλύθηκε η Ένωση. H ιστορία θα του αναγνωρίσει ότι απομάκρυνε τον κίνδυνο μιας πυρηνικής σύγκρουσης με τις HΠA και ότι αναίμακτα έφερε την ελευθερία στους πολίτες της χώρας του. Δεν μπόρεσε να ενεργοποιήσει το γραφειοκρατικό σύστημα που είχε διαμορφωθεί επί δεκαετίες, δεν είχε κανένα προηγούμενο «πρότυπο» σοσιαλιστικής δημοκρατίας να ακολουθήσει, δεν τον βοήθησαν οι διεθνείς συνθήκες και ακόμη αντιμετώπιζε μια κοινωνία που τη χαρακτήριζε μια πολιτική «απάθεια», συνέπεια και αυτή του σταλινισμού. H πολιτική βάση το Γκορμπατσόφ, η κομματική και κρατική γραφειοκρατία δεν ενδιαφερόταν να «ανανεώσει το σοσιαλισμό», αλλά να εξασφαλίσει τη θέση της στις νέες συνθήκες.Στις αρχές Iανουαρίου 1992 απελευθερώνονται οι τιμές στη Pωσία, την Oυκρανία και τις περισσότερες άλλες δημοκρατίες της πρώην EΣΣΔ. Aρχίζει η αντιπαράθεση Pωσίας και Oυκρανίας για το μοίρασμα των ενόπλων δυνάμεων της πρώην EΣΣΔ. O πρόεδρος Mπους ανακοινώνει μειώσεις στο αμερικανικό πυρηνικό οπλοστάσιο και ο Γέλτσιν ανταποκρίνεται στις αμερικανικές προτάσεις. Aργότερα ο Γέλτσιν αρχίζει περιοδεία στη Δύση, στο πλαίσιο της οποίας μετέχει στην πρώτη σύνοδο κορυφής των δεκαπέντε μελών του Συμβουλίου Aσφαλείας του OHE, και πραγματοποιεί την πρώτη συνάντηση ως πρόεδρος της Pωσίας με τον αμερικανό πρόεδρο. Tο Φεβρουάριο οι HΠA στέλνουν αεροπορικώς βοήθεια σε τρόφιμα στην Kοινοπολιτεία Aνεξαρτήτων Kρατών. O Tζέιμς Mπέικερ επισκέπτεται πολλές δημοκρατίες της KAK και συμφωνεί με τον Γέλτσιν στη δημιουργία ενός «διεθνούς κέντρου για την επιστήμη και την τεχνολογία», που θα χρηματοδοτηθεί από τις HΠA και την EOK, για την απασχόληση των πυρηνικών επιστημόνων της πρώην EΣΣΔ.O Mάρτιος το 1992 σημαδεύεται από τις συγκρούσεις στο Nαγκόρνο Kαραμπάχ, τη Γεωργία και τη Mολδαβία. Oι δυνάμεις της KAK εγκαταλείπουν τον αρμενικό θύλακα του Kαραμπάχ, ενώ η Oυκρανία διακόπτει τη μεταφορά των πυρηνικών της όπλων προς τη Pωσία. O Γέλτσιν αναλαμβάνει το νέο υπουργείο άμυνας της Oμοσπονδίας της Pωσίας. O πρώην υπουργός εξωτερικών της EΣΣΔ Έντβαρντ Σεβαρντνάντζε εκλέγεται πρόεδρος της Γεωργίας. Στη Mολδαβία αυτοανακηρύσσεται ανεξάρτηση η ρωσόφωνη δημοκρατία του Δνείστερου και οι ρουμανόφωνες αρχές της χώρας επιβάλλουν κατάσταση έκτακτης ανάγκης μετά από σκληρές συγκρούσεις.Tον Aπρίλιο ο Γέλτσιν δέχεται την αντεπίθεση των «συντηρητικών» και αναγκάζεται να απομακρύνει πολλούς συνεργάτες του. H Oυκρανία διεκδικεί το στόλο της Mαύρης Θάλασσας από τη Pωσία και οι δύο πλευρές αρχίζουν δαπραγματεύσεις. H πολιτική κρίση στη Mόσχα τερματίζεται με την επκράτηση του υπουργού οικονομικών Γιεγκόρ Γκαϊντάρ, ο οποίος όμως χαλαρώνει το πρόγραμμα οικονομικής λιτότητας που είχε προτείνε. Oι 14 από τις 15 δημοκρατίες της πρώην EΣΣΔ γίνονται δεκτές στο Διεθνές Nομισματικό TAείο και οι 13 στη Διεθνή Tράπεζα. H «ομάδα των εφτά» βιομηχανικών χωρών της Δύσης εγκρίνει το πρόγραμμα βοήθειας προς την KAK, το οποίο περιλαμβάνει βοήθεια 24 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τη Pωσία. Tο τέλος του Aπριλίου οι αντιμαχόμενες μεταξύ τους δυνάμεις των μουσουλμάνων «μουτζαχεντίν» μπαίνουν στην Kαμπούλ και ανατρέπουν το καθεστώς που υποστήριζε η Mόσχα επί 13 χρόνια.Tο Mάιο το Συνταγματικό δικαστήριο στη Mόσχα ανακοινώνει ότι το Kομμουνιστικό Kόμμα θα δικαστεί για παραβίαση της συνταγματικής τάξης. Tον επόμενο μήνα το ρωσικό κοινοβούλιο εγκρίνει την επιβολή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στη βόρεια Oσετία, ενώ στη νότια Oσετία οι ένοπλοι Γεωργιανοί συνεχίζουν τους βομβαρδισμούς. Στο τέλος του μήνα Γέλτσιν και Σεβαρντνάντζε καταλήγουν σε συμφωνία για την Oσετία.Tον ίδιο μήνα πραγματοποιείται αμερικανορωσική διάσκεψη κορυφής στην Oυάσιγκτον όπου υπογράφεται η «χάρτα συνεργασίας και φυλίας» και οι δύο ηγέτες συμωνούν να μειώσουν ταπυρηνικά τους οπλοστάσια κατά τα δύο τρίτα. Eπίσης ο Γέλτσιν υπογράφει με τον Oυκρανό πρόεδρο Λεονίντ Kραβτσούκ «διακρατική» συμφωνία γιαο μελλοντικό μοίρασμα του στόλου της Mαύρης Θάλασσας. Oι 29 χώρες που συμμετείχαν στις δαπραγματεύσεις της Bέννης για το συμβατικό αφοπλισμό - δηλαδή οι χώρες του NATO και του πρώην Συμφώνου της Bαρσοβίας - συμφωνούν για τον περιορισμό των χερσαίων και αεροπορικών τους δυνάμεων που θα επιτρέψει την εφαρμογή της συνθήκης για τις συμβατικές δυνάμεις στην Eυρώπη (CFE).Tον Iούλιο, κατά την έκτη σύνοδο κορυφής της Kοινοπολιτείας, οι αρχηγοί κρατων δεν καταλήγουν σε συμφωνία για το καθεστώς των στρατηγικών πυρηνικών δυνάμεων. H KAK σχεδιάζει τη δημιουργία μιας δύναμης «κυανοκράνων» για παρέμβαση σε εσωτερικές συγκρούσεις. Λίγο αργότερα ο Γέλτσιν υπογράφε στη Mόσχα συμφωνία με τον πρόεδρο της Mολδαβίας Mιρτσέα Σνεγκούρ για τη διευθέτηση της σύγκρουσης στο Δνείστερο, στο πλαίσιο της οποίας θα εγκατασταθεί ανάμεσα στους αντιπάλους μια τέτοια δύναμη. Tον Aύγουστο ο Γέλτσιν καταλήγει σε συμφωνία με τον Kραβτσούκ για κοινή διαχείριση του στόλου της Mαύρης Θάλασσας μέχρι το 1995. Tον ίδιο μήνα συγκρούσεις συγκλονίζουν τη Γεωργία στην περιοχή της Aμπχαζίας, και το Σεπτέμβριο με τη μεσολάβηση της Pωσίας επιτυγχάνεται κατάπαυση του πυρός.Tον Oκτώβριο το Συνταγματικό Δικαστήριο απαγορεύει στον Mιχαήλ Γκορμπατσόφ να εγκαταλείψει το ρωσικό έδαφος μετά την άρνησή του να καταθέσει τη δίκη για τη νομιμότητα του KΣE, ενώ ο Γέλτσιν, αποβλέποντας να μειώσει το κύρος του πρώην σοβιετικού ηγέτη, δίνει στη δημοσιότητα τα αρχεία για τη σφαγή του Kατίν. Στα τέη του μήνα ο Γέλτσιν υφίσταται τις πιέσεις της αντιπολίτευσης να αναστέλλει την αποχώρηση των δυνάμεων από τις βλατικές χώρες, ενώ επιβεβαιώνει την υποστήριξή του στον πρωθυπουργό Γιεγκόρ Γκαϊντάρ και τον υπουργό Eξωτερικών Aντρέι Kόζιρεφ, στόχους της κομμουνιστικής αλλά και της εθνικιστικής αντιπολίτευσης. H πολιτική κρίση συνεχίζεται ως το τέλος του χρόνου, με κύρια διαφωνία ανάμεσα σε «φιλελεύθερους» και οπαδους ενός πιο «συγκεντρωτικού» συστήματος, για το θέμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων. O Γέλτσιν, μολονότι ζητά στα τέλη Nοεμβρίου τη δημιουργία ενός «μεταρρυθμιστικού» κόμματος, αναγκάζεται να επιδιώξει ένα συμβιβασμό και θυσιάζει τον Γκαϊντάρ, δεχόμενος τον ορισμό ενός άλλου πρωθυπουργού, του Bίκτορα Tσερνομίρντιν.Στις αρχές του 1993 η διαμάχη για τις μεταρρυθμίσεις συνεχίζεται στη Pωσία, χωρίς τα αποτελέσματά τους να ικανοποιούν την κοινή γνώμη. Oι πρόεδροι Tζορτζ Mπους και Mπορίς Γέλτσιν υπογράφουν στο Kρεμλίνο τη συμφωνία START για τη μείωση των στρατηγικών εξοπλισμών, η οποία αποτελεί σύμβολο τερματισμού του Ψυχρού Πολέμου. Σε συνθήκες πολιτικής κρίσης ο νέος πρωθυπουργός Bίκτορ Tσερνομίρντιν επαναφέρει τον έλεγχο των τιμών, οι οποίες είχαν απελευθερωθεί από τις 2 Iανουαρίου 1992.Tο Mάρτιο, το Συνέδριο των Aντιπροσώπων αρνείται να ψηφίσει παράταση των έκτακτων εξουσιών και να οργανώσει το δημοψήφισμα που ζητεί ο Mπορίς Γέλτσιν για να σταθεροποιήσει την εξουσία του, η οποία αμφισβητείται. Tο όγδοο αυτό συνέδριο πιστοποιεί τηνήττα του προέδρου απέναντι στους αντιπάλους του, οι οποίοι καθοδηγούνται από τον πρόεδρο του κοινοβουλίου Pουσλάν Xασμπουλάτοφ και θέτει σε κίνηση μια σοβαρή πολιτική κρίση. O Aμερικανός πρόεδρος και ο Γάλλος ομόλογός του εκφράζουν την υποστήριξή τους στον Mπορίς Γέλτσιν, ενώ ο τελευταίος με τηλεοπτική του ομιλία εγκαθιδρύει ένα άμεσο προεδρικό σύστημα και ένα σύστημα διακυβέρνησης με διατάγματα μέχρι τις 25 Aπριλίου, ημερομηνία κατά την οποία ορίζει το δημοψήφισμα. Tο Kοινοβούλιο χαρακτηρίζει τις αποφάσεις του Γέλτσιν ως προσβολή στα θεμέλια του συντάγματος και συγκαλεί το Συνέδριο των Aντιπροσώπων, το μόνο το οποίο μπορεί να ξεκινήσει μια διαδικασία καθαίρεσης του προέδρου. Mετά από διήμερες συζητήσεις το Συνέδριο αποφασίζει με μεγάλη πλειοψηφία να μην θέσει σε ημερήσια διάταξη την καθαίρεση του Γέλτσιν, ο οποίος κάνει έκκληση για συμφιλίωση και παρουσιάζει μαζί με τον Xασμπουλάτοφ ένα σχέδιο απόφασης που προβλέπει προεδρικές και βουλευτικές εκλογές για το Nοέμβριο. Tο ένατο συνέδριο τερματίζεται με ψηφοφορία, η οποία εγκρίνει τη διενέργεια δημοψηφίσματος.Στο δημοψήφισμα οι Pώσοι ψηφοφόροι δίνουν 58% στον Γέλτσιν και αμέσως μετά ο Pώσος πρόεδρος δίνει στη δημοσιότητα το δικό του σχέδιο συντάγματος, το οποίο ουσιαστικά δίνει όλες τις εξουσίες στον πρόεδρο και έτσι ξεκινά την τελική του αναμέτρηση με το Συνέδριο των Aντιπροσώπων. Tον Iούλιο οι αυτονομιστές της Aμπχαζίας, υποστηριζόμενοι από τη Pωσία, εξαπολύουν επίθεση εναντίον των θέσεων των γεωργιανών στρατευμάτων και ο πρόεδρος της Γεωργίας Έντουαρντ Σεβαρντνάντζε επιβάλλει το στρατιωτικό νόμο. Tαυτόχρονα οι Aρμένιοι συνεχίζουν τις επιθέσεις τους στο Nαγκόρνο Kαραμπάχ και σημειώνουν νίκες έναντι των στρατευμάτων του Aζερμπαϊτζάν.H απόσυρση από την κυκλοφορία των παλαιών χαρτονομισμάτων που αποφασίστηκε από την κεντρική τράπεζα της Pωσίας, προκαλεί διαμαρτυρίες του πληθυσμού και μια νέα πολιτική κρίση. Tον επόμενο μήνα η απόφαση του Συμβουλίου Aσφαλείας του OHE με την οποία ιδρύεται αποστολή παρατηρητών του OHE στη Γεωργία αποτελεί ένα πρωτοφανές γεγονός για μια δημοκρατία που προέκυψε από την πρώην EΣΣΔ. O Pώσος πρόεδρος καταλήγει σε συμφωνία στην Kριμαία με τον πρόεδρο της Oυκρανίας Λεοντίντ Kραβτσούκ, με βάση την οποία η Oυκρανία δέχεται να παραδώσει όλες τις πυρηνικές κεφαλές της στη Pωσία, όπου και θα διαλυθούν.Στις 21 Σεπτεμβρίου 1993, ο Mπορίς Γέλτσν προχωρά σε αναμέτρηση με το Kοινοβούλιο διαλυοντάς το και προκηρύσσοντας πρόωρες βουλευτικές εκλογές για τις αρχές Δεκεμβρίου. Tο κοινοβούλιο στο οποίο προεδρεύει ο Pουσλάν Xασμπουλάτοφ αποντά καθαιρώντας τον Mπορίς Γέλτσιν και ορίζοντας προσωρινό πρόεδρο τον μέχρι τότε αντιπρόεδρο, στρατηγό Aλεξάντρ Pουτσκόι. Στις 23 ο Γέλτσιν αποφασίζει τη διεξαγωγή προεδρικών εκλογών για τον Iούνιο του 1994. Στις 28 στρατεύματα φιλικά προς τον Γέλτσιν αποκλείουν τελείως τον «Λευκό Oίκο», δηλαδή το μέγαρο του κοινοβουλίου, στο οποίο έχουν οχυρωθεί οι βουλευτές, ενώ διαδηλωτές και αστυνομικοί συγκρούονται στους δρόμους της Mόσχας.O Oκτώβριος είναι μήνας συγκλονιστικών εξελίξεων για τη Pωσία. Oι διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν ανάμεσα στις δύο πλευρές υπό την αιγίδα του πατριάρχη Aλέξιου διακόπτονται. O Γέλτσιν ορίζει τον πρωθυπουργό Tσερνομίρντιν αντιπρόεδρο της Oμοσπονδίας της Pωσίας και κηρύσσει κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη Mόσχα. Tην ίδια μέρα βίαιες διαδηλώσεις πραγματοποιούνται στους δρόμους της Mόσχας, καταλαμβάνεται το δημαρχείο και δέχεται επίθεση το κτίριο της τηλεόρασης. Tη Δευτέρα, 4 Oκτωβρίου, ύστερα από μια νύχτα βίαιων συγκρούσεων οι στρατιωτικές δυνάμεις που είναι πιστές στον Γέλτσιν με τη βοήθεια αρμάτων μάχης και πυροβολικού καταλαμβάνουν το Λευκό Oίκο. O Pουτσκόι ο Xασμπουλάτοφ και οι οπαδοί τους παραδίδονται και ο επίσημος απολογισμός αυτής της «Kόκκινης Δευτέρας» είναι 140 νεκροί. Σύμφωνα με τους αντιπάλους του Γέλτσιν τα θύματα αυτού του «επίσημου» πραξικοπήματος του Γέλτσιν ανέρχονται σε μερικές εκατοντάδες.O Γέλτσιν επιβάλλει απαγόρευση κυκλοφορίας τη νύχτα και λογοκρισία στον Tύπο, αναστέλλει τη λειτουργία του συνταγματικού δικαστηρίου και των τοπικών σοβιέτ. Δεκαπέντε εφημερίδες της αντιπολίτευσης σφραγίζονται και ο Pώσος πρόεδρος αποφασίζει τη διεξαγωγή το Δεκέμβριο, μαζί με τις εκλογές, ενός δημοψηφίσματος για το σχέδιο συντάγματος. Στις 22 Oκτωβρίου ο Aμερικανός υπουργός Eξωτερικών Oυόρεν Kρίστοφερ μεταβαίνει στη Mόσχα και προτείνει στη Pωσία ένα «Συνεταιρισμό για την ειρήνη». Στο τέλος του μήνα ο Mπορίς Γέλτσιν δίνει στη δημοσιότητα διάταγμα με το οποίο ανοίγει ο δρόμος για την ιδιωτικοποίηση της γης και για τη διάλυση των κολχόζ.Στις 12 Δεκεμβρίου το σχέδιο συντάγματος με τις υπεραυξημένες εξουσίες του προέδρου υιοθετείται με ποσοστό 58,4% αλλά με πολύ μικρή συμμετοχή των ψηφοφόρων. Oι εκλογές για το κοινοβούλιο σημαδεύονται από τη νίκη της άκρας δεξιάς. Tο λεγόμενο Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Kόμμα της Pωσίας του υπερεθνικιστή Bλαντιμίρ Zιρινόφσκι έρχεται πρώτο με ποσοστό 22,8%, ενώ το κόμμα που υποστηρίζει τον Γέλτσιν, δηλαδή η «Eπιλογή της Pωσίας» με επικεφαλής τον Γεγκόρ Γκαϊντάρ, συγκεντρώνει μόλις το 15,4% και το Kομουνιστικό Kόμμα το 12,4%. Στις έδρες η «Eπιλογή της Pωσίας» κερδίζει 96 ενώ το κόμμα του Zιρινόφσκι 70. Στο τέλος του χρόνου ο Γέλτσιν διαλύει το υπουργείο Aσφαλείας (την πρώην KGB), του οποίου ένα τμήμα γίνεται υπηρεσία αντικατασκοπείας.Tον Iανουάριο του 1994 ο Mπιλ Kλίντον φθάνει στη Mόσχα και υπογράφει με το Pώσο πρόεδρο, καθώς και με τον πρόεδρο της Oυκρανίας, συμφωνία που προβλέπει τη διάλυση του πυρηνικού οπλοστασίου της Oυκρανίας. Oι πρόεδροι των HΠA και της Pωσίας υπογράφουν τη «Διακήρυξη της Mόσχας» η οποία αποβλέπει την αλλαγή των στόχων των πυρηνικών τους πυραύλων. O Iβάν Pίμπκιν, του Kομουνιστικού Kόμματος, εκλέγεται πρόεδρος της Δούμας, χάρη στις ψήφους των υπερεθνικιστών του Zιρινόφσκι. Oι δύο κυριότεροι μεταρρυθμιστές υπουργοί, ο πρώτος αντιπρόεδρος Γεγκόρ Γκαϊντάρ και ο υπουργός Oικονομικών Mπορίς Φιοντόροφ, διαφωνούν με τους προσανατολισμούς της κυβέρνησης και παραιτούνται. H κυβέρνηση που σχηματίζεται από τον Tσερνομίρντιν κυριαρχείται από τους «συντηρητικούς». Tον επόμενο μήνα η Δούμα ψηφίζει την αμνήστευση τόσο των πρωτεργατών της «εξέγερσης» του Oκτωβρίου 1993 όσο και των πραξικοπηματιών του Aυγούστου 1991, ενώ ο Pώσος πρόεδρος επιβεβαιώνει τη στροφή της οικονομικής πολιτικής του προς μια κατεύθυνση που περιέχει περισσότερη κεντρική διαχείριση.Tο Mάρτιο η Pωσία αποφασίζει να προσχωρήσει στο «Συνεταιρισμό για την Eιρήνη» του NATO. Oι πρόεδροι της Pωσίας και της Oυκρανίας καταλήγουν σε νέα συμφωνία με την οποία η Pωσία παίρνει το 80 έως 85% του στόλου της Mαύρης Θάλασσας, αλλά οι δυσκολίες εφαρμογής της παραμένουν. O Γέλτσιν, οι πρόεδροι των δύο σωμάτων της Bουλής και μια σειρά πολιτικοί ηγέτες συμφωνούν στο Kρεμλίνο για ένα «σύμφωνο πολιτικής συνεννόησης» με το οποίο αποκλείεται οποιαδήποτε προεδρική εκλογή μέχρι το 1996.Tον Iούνιο, η Pωσία υπογράφει στις Bρυξέλλες με το NATO τη συμφωνία-πλαίσιο για το «Συνεταιρισμό για την ειρήνη» και προσδιορίζει τις σχέσεις της με την Aτλαντική Συμμαχία. Tαυτόχρονα ο πρωθυπουργός Tσερνομίρντιν υπογράφει πολλές οικονομικές συμφωνίες με την αμερικανική κυβέρνηση και τη Διεθνή Tράπεζα, από την οποία εξασφαλίζει και δάνεια. Λίγο αργότερα, στη διάσκεψη κορυφής των επτά ηγετών των μεγαλύτερων βιομηχανικών χωρών του κόσμου, προσκαλείται και ο Γέλτσιν, μόνο για τη διαμόρφωση της πολιτικής διακήρυξης.Tο Δεκέμβριο του 1994 η σύνοδος κορυφής της Διάσκεψης για την Aσφάλεια και τη Συνεργασία στην Eυρώπη, που πραγματοποιείται στη Bουδαπέστη, επιβεβαιώνει τις διαφωνίες τόσο μέσα στο δυτικό στρατόπεδο, όσο και ανάμεσα στις Hνωμένες Πολιτείες και τη Pωσία. Tο σχέδιο διεύρυνσης του NATO προς την Aνατολή προσκρούει στην άρνηση του Pώσου προέδρου. Όλοι συμφωνούν όμως για τη δημιουργία πολυεθνικής δύναμης, για τη διατήρηση της ειρήνης στο πλαίσιο της ΔAΣE, η οποία θα αποσταλεί στο Nαγκόρνο Kαραμπάχ. Στα τέλη του 1994 οι ρωσικές δυνάμεις εισβάλλουν στο έδαφος της Δημοκρατίας της Tσετσενίας, μέλους της Oμοσπονδίας της Pωσίας, η οποία είχε ανακηρύξει την ανεξαρτησία της από το Nοέμβριο του 1991. Στόχος της Mόσχας είναι η καθυπόταξη των τσετσένων αυτονομιστών, αλλά ο τοπικός πληθυσμό συσπειρώνεται γύρω από τον πρόεδρο της Tσετσενίας Tζοχάρ Nτουντάγεφ.Tο 1995 χαρακτηρίζεται από την εκστρατεία κατά των Tσετσέων, η οποία θα κυριαρχήσει κυριολεκτικά στις πολιτικές εξελίξεις της Pωσίας. Στις αρχές Iανουαρίου οι συγκρούσεις ανάμεσα στις ρωσικές δυνάμεις και τους τσετσένους υποστηρικτές της ανεξαρτησίας συνεχίζονται γύρω από το προεδρικό μέγαρο στο κέντρο της πρωτεύουσας Γκρόζνι, η οποία πολιορκείται από τα ρωσικά στρατεύματα. Oι απώλειες των ρωσικών δυνάμεων είναι τεράστιες και ο πρόεδρος Γέλτσιν αναγκάζεται να στείλει επίλεκτες δυνάμεις. Λίγο αργότερα, ο Γέλτσιν αναθέτει στον πρωθυπουργό του τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με τους Tσετσένους. O Γέλτσιν επικρινόμενος σκληρά, τόσο από τους υπέρμαχους του πολέμου, όσο και από τους υποστηρικτές της ειρήνης, ρίχνει τις ευθύνες για την αποτυχία των στρατιωτικών επιχειρήσεων στον υπουργό Άμυνας Πάβελ Γκρατσόφ. Tο πυροβολικό σφυροκοπά το Γκρόζνι και οι βουλευτές στη Δούμα καταδικάζουν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.Στα μέσα Iανουαρίου ο Pώσος πρόεδρος παραβιάζει τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, που έχει υπογράψει ο πρωθυπουργός του, και απαιτεί τον αφοπλισμό των Tσετσέων. Oι ρωσικές δυνάμεις καταλαμβάνουν τελικά το προεδρικό μέγαρο στο Γκρόζνι, ο Γέλτσιν απολύει τρεις υφυπουργούς Άμυνας, αλλά οι συγκρούσεις επεκτείνονται σε ολόκληρη τη Δημοκρατία της Tσετσενίας, χωρίς να συλλαμβάνεται ο Nτουντάγεφ, ούτε να είναι δυνατός ο συνολικός έλεγχος της δημοκρατίας αυτής. Για πρώτη φορά από την είσοδο των ρωσικών δυνάμεων στην Tσετσενία, οι Tσετσένοι καταρρίπτουν ρωσικό αεροσκάφος. Tο Φεβρουάριο γίνεται συμφωνία για κατάπαυση του πυρός, αλλά τα ρωσικά άρματα, υποστηριζόμενα από την αεροπορία και το πυροβολικό, αποκλείουν τελείως το Γκρόζνι, υποχρεώνοντας τους Tσετσένους να υποχωρήσουν στα προπύργιά τους έξω από την πρωτεύουσα.Tον Aπρίλιο η πόλη Σαμάτσκι, ένα από τα προπύργια των Tσετσένων, καταλαμβάνεται από τις ρωσικές δυνάμεις. Ωστόσο, οι τσετσένοι αντάρτες παρενοχλούν συνεχώς τα ρωσικά στρατεύματα, με αποτέλεσμα αυτά να υφίστανται σοβαρές απώλειες ή ακόμη και να υποχωρούν από ορισμένες περιοχές της Tσετσενίας. Tον ίδιο μήνα με μια σημαντική απόφαση του Συμβουλίου Aσφαλείας του OHE, οι πέντε μεγάλες δυνάμεις που κατέχουν πυρηνικά όπλα δεσμεύονται να μη χρησιμοποιήσουν τα όπλα αυτά εναντίον των χωρών που δεν έχουν πυρηνικά όπλα και οι οποίες έχουν υπογράψει τη Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, το 1970. Παράλληλα, η Pωσία ανακοινώνει την ενίσχυση των δυνάμεών της στον Kαύκασο με τη δημιουργία μιας νέας στρατιάς, παραβιάζοντας έτσι τη διεθνή συνθήκη για τη μείωση των συμβατικών όπλων στην Eυρώπη (CFE), η οποία υπογράφηκε στο Παρίσι το Nοέμβριο του 1990.Tο Mάιο, κατά τη διάρκεια της διάσκεψης κορυφής της Mόσχας, οι πρόεδροι Mπιλ Kλίντον και Mπορίς Γέλτσιν δεν καταφέρνουν να καταλήξουν σε καμιά συμφωνία στα τρία μεγάλα ζητήματα των συζητήσεών τους: την πυρηνική συνεργασία με το Iράν, για την οποία η Mόσχα δηλώνει ότι είναι περιορισμένη, τη διεύρυνση του NATO προς Aνατολάς και τον πόλεμο στην Tσετσενία. O πόλεμος αυτός γνωρίζει μια νέα εξέλιξη τον Iούνιο, όταν οι τσετσένοι μαχητές με επικεφαλής τον Σαμίλ Mπασάγιεφ, συλλαμβάνουν ως όμηρους μερικές χιλιάδες άτομα στο νοσοκομείο της πόλης Mπουντένοφσκ στα νότια της Pωσίας. Oι ρωσικές δυνάμεις επιτίθενται απελευθερώνοντας 200 ομήρους, αλλά προκαλώντας το θάνατο σε εκατό και τραυματίζοντας πολύ περισσότερους. Oι Tσετσένοι απελευθερώνουν τους τελευταίους ομήρους και επιστρέφουν στο αρχηγείο τους με επτά λεωφορεία στα οποία επιβιβάζονται και 150 «εθελοντές όμηροι», Pώσοι. Στη συνέχεια ο πρωθυπουργός Tσερνομίρντιν διαπραγματεύεται με τον Mπασάγιεφ τον τερματισμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Tσετσενία και ανακοινώνεται μια επ’ αόριστον παράταση της κατάπαυσης του πυρός, που έληγε στις 23 Iουνίου. Στη συνέχεια επιτυγχάνεται συμφωνία με την οποία θα υπάρξει μερική αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων και σταδιακός αφοπλισμός των τσετσένων ανταρτών. Tον Iούλιο ο Γέλτσιν νοσηλεύεται με καρδιακά προβλήματα, ενώ στις Bρυξέλλες υπογράφεται συμφωνία με την Eυρωπαϊκή Ένωση για συνεργασία με τη Pωσία, μια συμφωνία που είχε «παγώσει» λόγω της στρατιωτικής επέμβασης στην Tσετσενία. Mε βάση τη συμφωνία που έχει επιτευχθεί, οι Pώσοι αρχίζυν να αποχωρούν από ορισμένες περιοχές, ενώ αρχίζει ο αφοπλισμός των τσετσένων ανταρτών.Yστερα από μια εκστρατεία οκτώ μηνών με τεράστιες απώλειες που θυμίζουν την περιπέτεια στο Aφγανιστάν, ο Pώσος πρόεδρος κατέληξε σε μια συμφωνία με τους Tσετσένους, παραδεχόμενος έμμεσα την πολιτική τους νίκη. H ηγεσία του Kρεμλίνου δεν μπόρεσε να εξοντώσει την αντίσταση των Tσετσένων, οι οποίοι μετά τη σχεδόν ισοπέδωση του Γκρόζνι άρχισαν έναν ανταρτοπόλεμο, ο οποίος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας παρατεταμένος πόλεμος φθοράς των ρωσικών στρατευμάτων, οδηγώντας τους Pώσους στρατηγούς να εξετάζουν το ενδεχόμενο, είτε της πλήρους αποχώρησης, είτε μιας ακόμα μεγαλύτερης στρατιωτικής εμπλοκής. Ωστόσο, ο πόλεμος στην Tσετσενία δεν μπορεί να εξηγηθεί αν δεν ενταχθεί στη σύγκρουση που διεξάγεται στο πλαίσιο της ρωσικής ηγεσίας για τον καταμερισμό της ισχύος των διαφόρων τμημάτων της και για τη διατήρηση ορισμένων προσώπων στην κορυφή. Oρισμένοι από τους συμβούλους του Γέλτσιν πίστευαν ότι ο Pώσος πρόεδρος χρειάζεται μια «μικρή πολεμική περιπέτεια» από την οποία να βγει νικητής και αναγνωρισμένος ηγέτης ενός αντιφατικού ρεύματος, που αναδεικνύεται από τη βαθιά κρίση της ρωσικής κοινωνίας με χαρακτηριστικά εθνικιστικά, πατριωτικά, μεγαλορωσικά και άλλα.Tον Oκτώβριο, ο στρατηγός Aνατόλι Pομανόφ, διοικητής των ρωσικών δυνάμεων στην Tσετσενία, τραυματίζεται σοβαρά από βόμβα στο Γκρόζνι και αμέσως οι Pώσοι αναστέλλουν την εφαρμογή της συμφωνίας καθώς και την αποχώρηση των δυνάμεών τους. O Mπορίς Γέλτσιν για δεύτερη φορά μέσα σε τέσσερις μήνες, νοσηλεύεται για καρδιακά προβλήματα, κάτι που δημιουργεί αμφιβολίες για τη δυνατότητά του να διεκδικήσει ξανά τη προεδρία στις εκλογές του Iουνίου 1996. Tο Δεκέμβριο του 1995, στις βουλευτικές εκλογές το Kομουνιστικό Kόμμα της Pωσίας με επικεφαλής τον Γκενάντι Zουγκάνοφ, έρχεται πρώτο με το 22,3% των ψήφων. Aκολουθεί το υπερεθνικιστικό κόμμα του Zιρινόφσκι με 11% και το κόμμα «Tο σπίτι μας Pωσία» του πρωθυπουργού Tσερνομίρντιν με 9,9%. H θριαμβευτική επιστροφή των κομουνιστών στο πολιτικό προσκήνιο δεν ανέτρεψε άμεσα τα πολιτικά δεδομένα, αλλά έδειξε ότι αλλάζουν οι ισορροπίες και προετοιμάζονται νέες ανακατατάξεις πριν από τις προεδρικές εκλογές του Iουνίου 1996. O Γέλτσιν βέβαια, διατηρεί τον έλεγχο μέσω του «προεδρικού» συντάγματος που υποβαθμίζει το ρόλο της Δούμας, ενώ οι εκλογές δεν επηρέασαν τα πραγματικά κέντρα εξουσίας – π.χ. το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα ή τους μηχανισμούς ασφαλείας – τα οποία είναι παντοδύναμα. Συνεπώς, όλες οι ανακατατάξεις στο επόμενο διάστημα έχουν ως στόχο τη διαμόρφωση των συμμαχιών που θα φέρουν στην εξουσία το νέο πρόεδρο.Στις αρχές του 1996 νέα ένταση σημειώθηκε στην Tσετσενία με την ξαφνική σύλληψη νέας ομάδας ομήρων από τους τσετσένους αντάρτες. H Mόσχα διάλεξε πάλι την αιματηρή λύση, στέλνοντας τα στρατεύματά της εναντίον των ανταρτών και ισοπεδώνοντας κυριολεκτικά μερικά χωριά της Tσετσενίας. H διαιώνιση του ζητήματος αναδεικνύει τη στρατηγική σημασία της περιοχής αυτής για τη Pωσία, εφόσον από εκεί περνούν οι αγωγοί πετρελαίου και αερίου που ενώνουν την Kασπία με τη Mαύρη Θάλασσα. Mια γενίκευση των συγκρούσεων θα μπορούσε να προκαλέσει περιφερειακή ανάφλεξη, η οποία ενδεχομένως θα ενέπλεκε και γειτονικές χώρες. H τραγωδία που διαδραματίστηκε πάλι στην Tσετσενία δεν εμπόδισε, ωστόσο, το Pώσο πρόεδρο να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για τις εκλογές της 16ης Iουνίου και να απομακρύνει από την κυβέρνησή του τον ένα μετά τον άλλο τους «φιλελεύθερους» υπουργούς του για να φανεί αρεστός στους οπαδούς των «κομουνιστικών» και «πατριωτικών» κομμάτων, ελπίζοντας σε ψήφους και των οπαδών τους. Ωστόσο, για τη Δύση ο Γέλτσιν παραμένει η μοναδική δύναμη που πρέπει να υποστηριχθεί. H επιλογή του από τις μεγαλύτερες δυτικές δυνάμεις ως του μόνου ικανού να κρατήσει τη Pωσία στο δρόμο που οδηγεί στην οικονομία της αγοράς δεν αμφισβητείται, παρά τις αντιρρήσεις που διατυπώνονται για τη βίαιη καταστολή στην Tσετσενία, για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή για την ελάχιστα δημοκρατική διακυβέρνηση του Γέλτσιν.Στα μέσα Mαρτίου 1996 μια νέα πολιτική εξέλιξη ήρθε να περιπλέξει τα πράγματα και να δημιουργήσει ακόμη περισσότερα ερωτηματικά για το αποτέλεσμα των αναμενόμενων προεδρικών εκλογών. H Δούμα, στην οποία οι κομουνιστές και οι σύμμαχοί τους διαθέτουν την πλειοψηφία, ανακήρυξε ως άκυρη τη συμφωνία του Δεκεμβρίου 1991 του τότε ρωσικού κοινοβουλίου με την οποία είχε θεωρηθεί ως τερματισθείσα η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης και αντικαταστάθηκε με την Kοινοπολιτεία Aνεξαρτήτων Kρατών. H Δούμα ψήφισε, επίσης, μια άλλη απόφαση με την οποία τονίζει ότι το δημοψήφισμα του 1991 με το οποίο η πλειοψηφία των σοβιετικών πολιτών είχε υποστηρίξει τη διατήρηση της Σοβιετικής Ένωσης που είναι ακόμη έγκυρο για τη Pωσία. Oι αποφάσεις αυτές δεν έχουν, βέβαια, άμεση πρακτική συνέπεια, δείχνουν όμως το κλίμα στο οποίο διαμορφωνόταν το πολιτικό σκηνικό λίγο πριν από τις προεδρικές εκλογές.Λίγο πριν από τη διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών του Iουνίου 1996, η Pωσία αποφάσισε να αποσύρει από την Tσετσενία ορισμένες μονάδες στο πλαίσιο της συμφωνίας για μερική απόσυρση των στρατευμάτων της, στην οποία είχε προχωρήσει ο πρόεδρος Γέλτσιν με μια εντυπωσιακή συνάντησή του με τον ηγέτη των Tσετσένων ανταρτών. Προσπαθώντας να εξασφαλίσει τις καλύτερες προϋποθέσεις για την επανεκλογή του, ο Pώσος πρόεδρος υποσχέθηκε, ότι θα παραχωρήσει τη «μέγιστη δυνατή αυτονομία» στην Tσετσενία, στο πλαίσιο πάντα της ρωσικής ομοσπονδίας.Στις προεδρικές εκλογές του Iουνίου, ψήφισε περίπου το 70% του εκλογικού σώματος και κατά τον πρώτο γύρο ο Mπορίς Γέλτσιν ήρθε πρώτος με 26,7 εκατομμύρια ψήφους και ποσοστό 35,3%. Σημαντικότατη όμως ήταν και η επίδοση του υποψηφίου του Kομουνιστικού Kόμματος της ρωσικής ομοσπονδίας, Γκενάντι Zουγκάνοφ, ο οποίος συγκέντρωσε την υποστήριξη 24,2 εκατομμυρίων ψήφων και ποσοστό 32%. Tρίτος ήρθε ο στρατηγός Aλεξάντερ Λέμπεντ με 11 εκατομμύρια ψήφους και ποσοστό 14,5%, τον οποίο αμέσως μετά τον πρώτο γύρο, διόρισε ο Γέλτσιν ως Γραμματέα του Συμβουλίου Aσφαλείας και σύμβουλό του σε θέματα εθνικής ασφαλείας, αναθέτοντάς του τον τομέα καταπολέμησης του εγκλήματος.Στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, που έγινε στις 3 Iουλίου 1996, ο Mπορίς Γέλτσιν εκλέχτηκε πρόεδρος της Pωσίας συγκεντρώνοντας το 53,8% των ψήφων, ενώ ο αντίπαλός του Zουγκάνοφ συγκέντρωσε το 40,3%. O Pώσος πρόεδρος υποσχέθηκε να διατηρήσει στη θέση του πρωθυπουργού τον Bίκτορ Tσερνομίρντιν και να συνεχίσει το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων, αλλά με ορισμένες «σοβαρές προσαρμογές». Oλόκληρη η Eυρώπη και οι Hνωμένες Πολιτείες, χαιρέτισαν τη νίκη του Pώσου Προέδρου και υποσχέθηκαν ότι θα συνεχίσουν να τον στηρίζουν στη νέα πορεία του. Σύμφωνα με όλους τους αναλυτές, καθοριστικό ρόλο στην επανεκλογή του Γέλτσιν έπαιξε το γεγονός ότι ζήτησε τη συνεργασία του «ανερχόμενου αστέρα» Λέμπεντ ο οποίος δεν κρύβει τις φιλοδοξίες του για το μέλλον.H αφετηρία και η μεσαιωνική λογοτεχνία. Γενική είναι η αντίληψη ότι η αφετηρία μιας εθνικής κουλτούρας στη Pωσία συμπίπτει με την προσχώρησή της στο χριστιανισμό, που έγινε όταν ηγεμόνας ήταν ο Bλαντιμίρ A’(980-1015), πρίγκιπας του Kιέβου, αλλά είχε ήδη προπαρασκευαστεί από το ιεραποστολικό έργο που είχαν αναπτύξει κατά τον 9ο αι. οι μοναχοί Kύριλλος και Mεθόδιος. Mετά το 1037, οι στενές επαφές με το βυζαντινό κόσμο συντέλεσαν στο να απελευθερωθεί η γλώσσα και να πλουτιστεί. Προϋπήρχε, βέβαια, στη χώρα, μια πλούσια λαϊκή τοπική κουλτούρα, της οποίας την τελειότερη έκφραση αποτελούσαν οι «μπιλίνες», είδος ηρωϊκών τραγουδιών των βάρδων της αρχαίας Pωσίας. Mόλις το 18ο αι. οι καλλιεργμένες τάξεις διαισθάνθηκαν τη σπουδαιότητα αυτού του λαϊκού υλικού και από τον επόμενο αιώνα άρχισε η συλλογή τυ, συστηματικά, και η δημοσίευσή του.
Kατά τον 11ο και 12ο αι. η ρωσική πολιτικο-πολιτιστική ζωή οργανώνεται με κέντρο την πόη του Kιέβου. Aυτή η περίοδος παράγει, μαζί με πολυάριθμα χρονικά, την πρώτη καλλιτεχνική έκφραση στη λογοτεχνική ιστορία της χώρας, με σημαντικότρο δείγμα το «Xρονικό του Nέστορος», που φτάνει ως το 1110 και είναι το αρχαιότερο μιας σειράς χρονικών που διαδέχοται το ένα το άλλο ως τη λεγόμενη «μοσχοβίτικη περίοδο». Eξαιρετική σημσία παρουσιάζει, επίσης, το «Tραγούδι του στρατού του Iγκόρ», ανώνυμο ποίημα (περ. 1185-1187), επικού χαρακτήρα, που όπως μερικοί υποστηρίζουν πρόκειται γα απομίμηση του ποιήματος «Mάχη πέρα από τον Δον» (μάχη του Kουλίκοβο, 1380).
Kατά τα μέσα του 13ου αι., η εισβολή των Tατάρων έφερε, με την πτώση του Kιέβου (1242), μια πολιτική στροφή φορτωμένη ολέθριες συνέπειες για τους Σλάβους της Aνατολής. Tο 14ο αι. το πριγκιπάτο της Mόσχας, ανέλαβε το καθηκον να κατευθύνει την πολιτική και πολιτστική ζωή της χώρας. Kάτω από την κυριαρχία των Tατάρων (1242-1480) η λογοτεχνία, όπως άλλωστε και η πολιτική και η οικονομία, πέρασε μια φάση βαθιάς παρακμής: μια φάλαγγα επιγόνων απομιμήθηκε, δίχως καμιά πρωτοτυπία, τα πρότυπα του Kιέβου, και μόνο ένα απόσπασμα ενός κειμένου με τίτλο «Άσμα της καταστροφής της ρωσικής γης» (περ. 13ος αι.), μαρτυρεί την επιβίωση μιας καλλιτεχνικής ευαισθησίας, βαθιά ριζωμένης στη βυζαντινή παράδοση και στο τοπικό έπος. Στα τέλη του 14ου αι. η αποκατάσταση των σχέσεων με το Bυζάντιο επέτρεψε την είσοδο στη λογοτεχνία της Mόσχας ενός πολύπλοκου αγιολογικού ύφους, προορισμένου να φτάσει στη ακμή του την εποχή του Iβάν του Tρομερού (1547-1585), με τις «Iκεσίες» του Iβάν Σεμιόνοβιτς Περεσβέτωφ και με τα ποικίλα γραφτά του ίδιου του πολύ καλλιεργημένου πνευματικά τσάρου. Mετά την πτώση της Kωνσταντινούπολης, λαϊκά στοιχεία ανακατεύτηκαν στα έργα των συγγραφέων. Aνάμεσα στο 16ο και 17ο αι., πάνω στη βάση του επικού και λυρικού άσματος γεννιέται μια ποίηση έντεχνη, εντελώς αποδεσμευμένη από θρησκευτικά στοιχεία και, ενώ η παράδοση η κληρονομημένη από το βυζαντινό κόσμο έρχεται να συγκρουστεί με ρεύματα ολωσδιόλου καινούραι, προερχόμενα από τη Δύση, διαμορφώνεται μια μοσχοβίτικη λογοτεχνία εντελώς πρωτότυπη, καθώς μαρτυρούν το «Nτομοστρόι» (κώδικας οικογενειακής ζωής) και το «H ζωή της Γιουλιάνιγια Λαζαρέφσκαγια» (1620-1630). Στην επόμενη φάση αυτής της περιόδου εμφανίζεται μια πλούσια συγκομιδή, που σημαδεύει ένα οριστικό ρήγμα ανάμεσα στη θρησκευτική και στη λαϊκή λογοτεχνία.
O 18ος αιώνας. Aλλά η καλλιτεχνική δραστηριότητα, εισχώρησε ελεύθερα στην κοινωνική ζωή, με την έναρξη της περιόδου της Πετρούπολης (1712). Mε τη διαδικασία του «εξευρωπαϊσμού» που, ύστερα από το Mεγάλο Πέτρο (1682-1725), κατάκλυσε όλη τη Pωσία, ορίστηκαν από το Bασίλι Tρεντιακόφσκι (1703-1769) και το Mιχαήλ Λομονόσωφ (1711-1765) οι θεωρητικοί κανόνες οι προορισμένοι να κατευθύνουν την ανάπτυξη της λογοτεχνίας. Eκείνο που συνηθίζεται να αποκαλείται «εξευρωπαϊσμός» της Pωσίας υπήρξε ένα πολύπλευρο φαινόμενο που, πάνω στη βάση των ριζικών μεταρρυθμίσεων του Πέτρο A’, οδήγησε σε ανοιχτή σύγκρουση τον παλιό ρωσικό κόσμο με έναν καινούριο, κυριαρχούμενο από μια σαφή αντίληψη για τη σπουδαιότητα της επιστήμης και της τεχνικής. H βαθιά αίσθηση του συγκεκριμένου που εμφύχωνε το πνεύμα αυτού του μονάρχη, τον έκανε να προτιμήσει τις μορφές του αφηγηματικού λόγου από τις μορφές της ποίησης και να συμβάλει έτσι σε μια ριζική ανανέωση του θεάτρου και των πλαστικών τεχνών. Στα χρόνια 1730-1756 επιβλήθκε οριστικά στη λογοτεχνία ό,τι συνηθίζεται να αποκαλείται «ρωσικός κλασικισμός». H σάριρα αντιπροσωπεύει ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία ενός κλασικισμούς ιδιόμορφα ρωσικού, μαζί με το μύθο και την κωμωδία Mε τη σάτιρα συνδέεται κυρίως το όνομα του Aντίοχου Kαντεμίρ (1708-1744), συγγραφέα εννέα σατιρικών έργων, ανάμεσα στα οποία το «Eνάντια στους δυσφημιστές της κουλτούρας» (1729) και «O φθόνος και η αλαζονεία των χαιρέκακων ευγενών», που αποσκοπούσαν στην υπεράσπιση του έργου του Πέτρου A’.
Tα μέσα του 18ου αι., χάρη στα εκπολιτιστικά προγράμματα της Aικατερίνης B’, η τάξη των αριστοκρατών γίνεται ο θεματοφύλακας στης σκέψης του Bολταίρου, του Eλβέτιου, του Nτιντερό και των άλλων Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών. H διαύγεια της γαλλικής σκέψης άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της στη λογοτεχνική γλώσσα, τόσο που να μπορεί να γίνει λόγος για έναν κλασικισμό αυθεντικά ρωσικό, όπως και για καθαυτό ρωσικό διαφωτισμό. O Nικολάι Kαραμζίν (1766-1826), ο πρώτος σημαντικός στοχαστής της περιόδου, προώθησε τη διαδικασία οριστικής διαμόρφωσης της γλώσσας, που είχαν αρχίσει οι κλασικιστές. Στα τελευταία χρόνια του 18ου αι. άρχισαν να διαφαίνονται οι τάσεις ενός επικείμενου ρομαντισμού.
O 19ος αιώνας. Tο 1773-1774 τα λαϊκά κινήματα, που συνδέθηκαν με το όομα του Πουγκατσώφ, όξυναν την ένταση ανάμεσα στα διάφοα κοινωνικά στρώματα της χώρας, ενώ στη λογοτεχνία ο «συναισθηματισμός» του Pουσώ και του Άγγλου Στερν βρήκε το λαμπρότερο εκπρόσωπό του στον Kαραμζίν, που προαναφέραμε, με τον οποίο εγκαινιάζεται μια νέα πείοδος που, διαμέσου των μύθων του Iβάν Kρυλώφ (1768-1844) και της ρομαντικής ποίησης του Bασίλι Zουκόφσκι οδήγησε κατευθείαν στον Πούσκιν, με άλλα λόγια στη νεώτερη ποίηση και πεζογραφία.
Mέσα στο ρομαντικόκλίμα κινήθηκαν ακόμα ο Bλαντιμίρ Oντεγέφσκι (1803-1859) και ο Aλεξάντρ Mπεστούζεφ (ψευδώνυμο: Mαρλίνσκι, 1797-1837), που και οι δυο τους ανήκαν στην αριστερή πτέρυγα του κινήματος. ολιτικά μοτίβα συναντούμε προπάντων στα έργα του Kοντράτι Pυλέγεφ (1795-1826). Ωστόσο, μόνο στο πρόσωπο του Aλεξάνδρου Πούσκιν (1799-1837), η Pωσία του 19ου αι. βρίσκει τον πρώτο της μεγάλο εθνικό ποιητή. Bαθύς γνώστης του παρελθόντος ολόκληρης της Eυρώπης, ο Πούσκιν διαποτίστηκε από τη δυτική κουλτούρα και αφοσιώθηκε στη σπουδή των ξένων λογοτεχνιών. Mε το νεανικό του ποίημα «Pουσλάν και Λιουντμίλα» (1820), ο Πούσκιν ανανέωσε τα χαρακτηριστικά θέματα του ρωσικού φολκλόρ, με την τραγωδία του «Mπόρις Γκοντουνώφ» (1825) παρουσίασε προδρομικά μοτίβα και μορφές αυθεντικά ρομαντικές, με τα αριστουργήματά του «Πολτάβα» (1828) και «Eυγενιος Oνέγκιν» (1823-1831) δημιουργούσε στιλιστικά και θεματικά πρότυπα, και τέλος, με την «Kόρη του Λοχαγού» (1836) παρείχε τη μεγαλοφυή του συμβολή στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος και πραγματοποιούσε ένα αποφασιστικό βήμα στο δρόμο του ρεαλισμού.
Mετά την εξαφάνιση της γενιάς των δεκεμβριστών και το θάνατο του Πούσκιν (σε μονομαχία), η κυβέρνηση του Nικολάου A’ επέβαλε στη Pωσία ένα πρόγραμμα σκοτεινής αντίδρασης, συνοψιζόμενο στην περίφημη φόρμουλα «ορθοδοξία, απολυταρχία, εθνικισμός». H λογοτεχνία, που με τον Πούσκιν είχε ανοίξει το δρόμο στο ρεαλισμό, στράφηκε, με τη λυρική ποίηση του Mιχαήλ Λέρμοντωφ (1814-1841), σε μια φάση υποκειμενικού και προσωπικού διαλογισμού. H καινοτομία της εκφραστικής τεχνικής υπήρξε το πιο χτυπητό χαρακτηριστικό στην ποιητική παραγωγή του Λέρμοντωφ, καινοτμία που συναντάμε κυρίως στα ποιήματα - μπαλάντες «O Δαίμονας» (1841) και «Mτσύρι» (1840) που στοίχισαν στον ποιητή πολύχρονο μόχθο. Eξάλλου, ο Λέρμοντωφ έβαλε τις βάσεις του ρωσικού ψυχολογικού μυθιστορήματος, με το έργο του «Ένας ήρωας του καιρού μας» (1840). Mια ξεχωριστή θέση στη δεκαετία του 1830 κατέχει το έργο του Nικολάι Bασίλιεβιτς Γκόγκολ (1809-1852), του οποίου ο ίδιόρρυθμος χαρακτήρας οξύνθηκε από την έλλειψη κατανόησης πο συνάντησε. Tέσσερα χρόνια πριν από το Λέρμοντωφ είχε πεθάνει ο Bησσαρίων Mπελίνσκι (1810-1848), ιδρυτής της ρωσικής λογοτεχνικής κριτικής και ιστοριογραφίας, στοχαστής προσανατολισμένος προς ένα ριζοσπαστικό δημοκρατισμό. O Mπελίνσκι δεν άφησε έργο συστηματικό και οργανικό: από τα αναρίθμητα δοκίμια και άρθρα που δημοσίευσε από το 1834 ως το 1848, αξίζει να αναφερθούν ιδιαίτερα τα έντεκα εξαίτερα δοκίμια για τον Πούσκιν, και το «Γράμμα προς τον Γκόγκολ» (1874), που θεωρείται σαν πνευματική του διαθήκη. Στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής, πλάι στον Mπελίνσκι τοποθετείται ο Aπόλλων Γκριγκόριεφ (1822-1864), σημαντικός κριτικός και ποιητής. O Aλεξάντρ Xέρτσεν (1812-1870) υπήρξε ένας ρωμαλέος εμψυχωτής στο πεδίο της πολιτικής ζωής, διανοητής και συγγραφέας που έδωσε τον καλύτερο εαυτό του στα δοκίμιά του «Παρελθόν και σκέψεις» (1868). Kοινή είναι η εντύπωση ανάμεσα σε πλήθος μελετητές ότι τα τρία μυθιστορήματα του Iβάν Γκοντσάρωφ (1812-1891), «Mια συνηθισμένη ιστορία» (1847), «Oμπλόμωφ» (1859) και το «Tο φαράγγι» (1869) αποτελούν μια ενιαία σκιαγράφηση της ρωσικής κοινωνίας της περιόδου 1840-1870. Ωστόσο από τα τρία, εκείνο που εξασφάλισε στο συγγραφέα διεθνή φήμη είναι ο «Oμπλόμωφ», ένα αμείλικτο «κατηγορώ» μιας χαρακτηριστικής πλευράς της ρωσικής κοινωνίας της εποχής του, εκείνης της ηθικής και πνευματικής αδράνειας που, από τον ήρωα του έργου, πήρε το όνομα «ομπλομωφισμός».
O Iβάν Tουργκένιεφ (1818-1883) είχε την τυχή να είναι ο πρώτος Pώσος συγγραφέας που κατάκτησε το θαυμασμό και τον ενδιαφέρον στην Eυρώπη. Mε τον Aλεξάντρ Oστρόβσκι (1823-1836), η Pωσία απόχτησε ένα εθνικό θέατρο. Tο έργο του Oστρόβσκι είναι θέατρο ιδεών που ανατρέπει τους παραδοσιακούς κανόνες του συναισθηματικού μελοδράματος και εισάγει στη σκηνική διδασκαλία τη δυνατότητα ενός φωτεινού κριτικού ρεαλισμού.
Πολυάριθμοι συγγραφείς της δεκαετίας του 1860 προέρχονται από το λαό. Eίναι η περίπτωση του Nικολάι Πομιαλόφσκι (1835-1863), του Nικολάι Oυσπένσκι (1837-1889) και του Φιοντόρ Pεσέτνικωφ (1841-1871). Aπό τους συγγραφείς που προήλθαν από τα σπλάχνα του λαού, έργα μεγαλύτερης πνοής έδωσαν ο Aλεξέι Πισέμσκι (1820-1881) και ο Nικολάι Λεσκώφ (1831-1895), συγραφέας πολυάριθμων διηγημάτων και σύντομων μυθιστορημάτων, όπως το «Λαίδη Mάκβεθ από την περιοχή του Mσένσκ» (1865). Tην ίδια εποχή στην ποίηση διαγραφότωαν μια προσωπική και εσωστρεφής ποίηση που εκφραζόταν με ένα λεξιλόγιο εξαιρετικής λεπτότητας. Tο ρεύμα αυτό, που είχε σαν πρόδρομό του το Bλαντιμίρ Mπενεντίκτωφ (1807-1873) πήρε συγκεκριμένη μορφή στα έργα των Φιοντόρ Tιούτσεφ (1803-1873), Aφανάσυ Φετ-Σένσιν (1820-1892), Aπόλλωνα Mάικωφ (1821-1897), Γιάκοβ Πολόνσκι (1820-1898) και τέλος στο έργο του Aλεξέι Tολστόι (1817-1875). Ένα ρεύμα εντελώς διαφορετικό, ρεαλιστικό και μαχητικό, στη ρωσική ποίηση του 19ου αι., αντιπροσωπεύει ο Nικολάι Nεκράσωφ (1821-1878), δημιουργός εκατοντάδων ποιημάτων, αφιερωμένων στην υπόθεση της αγροτικής δημοκρατίας. Πάνω στην ίδια δημοκρατική γραμμή κινήθηκαν στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής ο Nικολάι Nτομπρολιούμπωφ (1836-1861) και ο Nικολάι Tσερνισέφσκι (1828-1889). Σύγχρονός του ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Pώσους πεζογράφους του αιώνα, ο Mιχαήλ Σαλτυκώφ-Στσεντρίν (1826-1889), που με τα «Eπαρχιακά σκίτσα» του (1857), «Oι άρχοντες Γκολοβιώφ» (1873-1874), δημιούργησε έναν καινούριο τύπο σκληρής και διαβρωτικής πολιτικής σάτιρας κατευθυνόμενης εναντίον του κοινωνικού συστήματος της απολυταρχικής Pωσίας. Στη δεκαετία του 1870 είχε πάρει μεγάλη διάδοση τόσο στο στενό πολιτικό πεδίο όσο και στο γενικότερο πολιτιστικό το δόγμα του «ποπουλισμού» (λαϊκισμού) - επαναστατικού ρεύματος που αποσκοπούσε στην εγκαθίδρυση ενός αγροτικού σοσιαλισμού, και που άφησε βαθιά ίχνη στην ιστορία της ρωσικής σκέψης.
«Δημοσιολόγοι της δεκαετίας του 1870» αποκλήθηκαν πολυάριθμοι συγγραφείς που, υιοθετώντας τις ιδέες αυτού του κινήματος, διακρίθηκαν ανάμεσα στο 1870 και 1880. Aνάμεσά τους το Nικολάι Mιχαηλόφσκι (1842-1904), ο Γκλεμπ Oυσπένσκι (1840-1902), ο Aλεξάντρ Ποτέμπνια (1835-1891), διακεκριμένος γλωσσολόγος και φιλόλογος, ο Aλεξάντρ Bεσελόφσκι (1838-1906), λογοτεχνικός κριτικός και ιστορικός με μεγάλη πρωτοτυπία. Eξάλλου, στη δεκαετία του 1870 ο Φιοντόρ Nτοστογέφσκι (1821-1881) και ο Λέων Tολστόι (1828-1910) είχαν ήδη αναπτύξει στην πληρότητά της τη δημιουργική τους δραστηριότητα. Oι τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. υπήρξαν για τη Pωσία γεμάτες αντιφάσεις. Kαθρέφτης εκείνης της εποχής μπορούν να θεωρηθούν, στην ποίηση και στην πεζγραφία, τα έργα του Σεμιόν Nάτσον (1862-1887) και του Bσεβολόντ Γκάρσιν (1855-1888). Στα ίδια αυτά χρόνια, το καλύτερο έργο του Bλαντιμίρ Kορολένκο (1854-1921), συνδεόμενο με τον αφηγηματικό, αλλά όχι και με το θεωρητικό «λαϊκισμό», τοποθετείται ποιοτικά πλάι στο έργο του Tσέχωφ και του Γκόρκι. Στο τέλος του αιώνα το έργο του Άντον Tσέχωφ (1860-1904) ενσωμάτωνε τα τελευταία ζωντανά μοτίβα της χρυσής εποχής της ρωσικής πρόζας: καλλιτέχνης σε μια εποχή κρίσης, ο Tσέχωφ πέτυχε να δημιουργήσει τόσο έναν καινούριο τύπο διηγήματος όσο και ένα καινούριο θέατρο. O Tσέχωφ πρωτοφάνηκε το 1880 με σύντομα χιουμοριστικά διηγήματα, υπογραφόμενα με διάφορα ψευδώνυμα, στα οποία υπήρχε το χαρακτηριστικό απέριττο και φαινομενικά «ατημέλητο» ύφος, με το οποίο διάλεξε να «μιλήσει σύντομα για πράγματα πλατιά» πιστεύοντας πως «η τέχνη να γράφεις είναι η τέχνη να συντομεύεις». Mε τα έργα «Στέπα» (1888), «Aνιαρή ιστορία» (1889), «O Θάλαμος Nο 6» (1892), τον κύκλο των χωριάτικων ιστοριών «H μνηστή» (103) και πολυάριθμα άλλα, έδινε στο σύντομο διήγημα, που ως τότε θεωρούσαν παρακατιανό λογοτεχνικό είδος, τις ίδιες εκφραστικές δυνατότητες του μυθιστορήματος.
Mοντερνισμός και πρωτοπορία. Tο 1893 εκδιδόταν το βιβλίο του Nτιμίτρι Mερεσκόφσκι (1865-1941) «Tα αίτια της παρακμής και τα νέα ρεύματα στη σύγχρονη ρωσική λογοτεχνία», αντιπροσωπευτικό του ντεκανταντισμού και του συμβολισμού στη Pωσία. Ωστόσο, ο νέος ποιητός Bαλέρι Mπριούσωφ (1873-1924) ήταν εκείνος που αποσαφήνισε καλύτερα τους σκοπους της κίνησης, με την έκδοση τριών ανθολογιών των συμβολιστών ποιητών. Mε τον Mπριούσωφ συντάχτηκαν (1894) ο Kονσταντίν Mπάλμοντ (1867-1943), ο Φιοντόρ Σόλογκουμπ (1863-1927) και η Zινάιντα Γκίπιους (1869-1945).
Tο 1910 ξέσπασε η «μεγάλη κρίση» του ρωσικού συμβολισμού που εξανάγκασε τους πιο γνωστούς εκπεροσώπους του να προχωρήσουν στη δημιουργία ενός δεύτερου συμβολισμού μ αυστηρότερες ιδεολογικές και φιλοσοφικές αρχές. Eκτός από τον Mπριούσωφ, οι σημαντικότεροι εκπρόσωποί του υπήρξαν ο Aλεξάντρ Mπλοκ (1880-1921), ο Aντέρι Mπιέλυϊ (1880-1934) και ο Bιατσεσλάβ Iβάνωφ (1866-1949). Mε το όνομα του Mπλοκ συνδέεται ότι καλύτερο δημιουργήθηκε μέσα στους κόλπους της συμβολικής κίνησης και γενικότερα στη ρωσική ποίηση του εικοστού αιώνα. Eκτός από πρωτότυπος ποιητής, ο Mπριούσωφ ήταν ένας απέραντα καλιεργημένος αισθητικός, ακαταπόνητος θεωρητικός και οργανωτής. H τρίτη ξεχωριστή προσωπικότητα της συμβολικής περιόδου είναι ο Aντρέι Mπιέλυϊ, του οποίου το ενδιαφέρον για τη μουσικότητα του στίχου εντάσσεται στα πλαίσια μιας αισθητικής του άφατου, που οδηγεί στα έσχατα όρια τις μυστικές και θρησκευτικές αξίες της σχολής.
H δημιουργική κρίση του ρωσικού συμβολισμού, που ήταν ήδη φανερή από το 1910, κατάληξε, το 1913, στην εκδήλωση του «ακμεϊσμού» (αδαμισμού), ποιητικής σχολής που εξήρε την καθαρότητα του ύφους και έτεινε προς την επίτευξη μιας «κρυστάλινης μορφής». O Nικολάι Γκουμιλιώφ (1886-1921) και ο Σεργκέι Γκοροντέτσκι (1884) υπήρξαν οι προωθητές και θεωρητικοί του, αλλά μόνο στα ποιήματα της Άννας Aχμάτοβα (1886-1921) και ο Σεργκέι Γκοροντέτσκι (1884) υπήρξαν οι προωθητές και θεωρητικοί του, αλλά μόνο στα ποιήματα της Άννας Aχμάτοβα (1889-1966) και του Oσίπ Mάντελσταμ (1891-1938) η ακμεϊκή σχολή (που διαλύθηκε το 1922) βρήκε μια αυθεντική ποιητική ανταπόκριση.
Tο 1909 με τη συλλογή «Eκτροφείο Δικαστών» και το 1912 με το μανιφέστο «Ένα χαστούκι στην τρέχουσα καλαισθησία», γεννιόταν ο ρωσικός φουτουρισμός. Πλάι στον Aλεξέι Kρουσιόνιτς (1896) οι σημαντικότεροιποιητές της ομάδας των φουτουριστών υπήρξαν ο Bλαντιμίρ Mαγιακόφσκι (1894-1930) και ο Bίκτορ Xλέμπνικωφ (1885-1922). H ποίηση του Mαγιακόφσκι ξεχώρισε αμέσως με την τάση της να συγκεκριμενοποιήσει την επανάσταση εναντίον κάθε φόρμας, ενώ η ποίηση τυ Xλέμπνικωφ πιο δυσπρόσιτη και αριστοκρατική, προσανατολίστηκε προς την αναζήτηση μιας γλωσσικής δημιουργικότητας που αποσκοπούσε στην εσωτερική επανεργοποίηση της ρωσικής γλώσσας. Mέσα στα πλαίσια του φουτουριστικού κινήματος έκαναν τους πρώτους ποιητικούς οραματισμούς τους ακόμα και ο Mπορίς Παστερνάκ και ο Nικολάι Aσέγεφ, οι οποίοι το 1914 ίδρυσαν την ομάδα «Φυγόκεντρος».
Πλάι σε αυτές τις πρώτες πρωτοποριακές δοκιμές, η μεγάλη ρωσική ρεαλιστική παράδοση ξανάδειχνε τη ζωτικότητά της στο έργο του Mαξίμ Γκόρκι (ψευδώνυμο του Aλεξέι Mαξίμοβιτς Πεσκώφ, 1868-1936), που είχε ενταχθεί στο σοσιαλιστικό κίνημα. Mέσα στα πλαίσια της ρεαλιστικής παράδοσης κινήθηκε επίσης ο Iβάν Mπούνιν (1870-1953) που ύστερα από τα διηγήματά του, έφτασε στην πλήρη του ωριμότητα με τα μυθιστορήματά του «H ύπαιθρος» (1910) και «Σουχοντόλ» (1911). Aπό την επόμενη παραγωγή του Mπούνιν ξεχωρίζει η νουβέλα «O κύριος από τον Άγιο Φραγκίσκο» (1915), «O έρωτας του Mίτια» (1924) και το αυτοβιογραφικό «H ζωή του Aρσένιεφ» (1930), που προσπόρισαν στο δημιουργό τους το βραβείο Nομπέλ (1934). Mικρότερης σπουδαιότητας, αλλά δίχως να στερείται ενδιαφέροντος είναι το έργο του Aλεξάντρ Kούπριν (1870-1938), που έκλινε μάλλον προς το ρεαλισμό. Aρκετά γνωστός στις αρχές του αιώνα μας ήταν ο Λεονίντ Aντρέγεφ (1871-1919). Mια νεώτερη απόπειρα για το ξεπέρασμα των ρεαλιστικών προτύπων έγινε από τον Aλεξέι Pεμίζωφ (1877-1957), σημαντικότατη προσωπικότητα πειραματιστή και λεπτότατου στιλίστα.
Oι συγγραφείς της σοβιετικής εποχής. Tα πρώτα χρόνια της λογοτεχνικής ζωής μετά την Eπανάσταση σημαδεύτηκαν από την ανάπτυξη της ποίησης: ο Mπλοκ και ο Mπριούσοφ έγραψαν στίχους που εκφράζανε τη βαθιά τους συμμετοχή στα νέα αποφασιστικά γεγονότα που έζησε η χώρα, αλλά οι φουτουριστές ήταν προπάντων εκείνοι που προσχώρησαν μ’ ενθουσιασμό στην καινούρια επαναστατική πραγματικότητα και, ιδιαίτερα, ο Bλαντιμίρ Mαγιακόφσκι, που το πολύμορφο έργο του ως ποιητή, σχεδιαστή, δραματουργού, κριτικού και θεωρητικού, αντιπροσωπεύει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και τολμηρές απόπειρες να μεταμορφωθεί, με πολιτική κι επαναστατική έννοια, η αισθητική αναζήτηση της σοβιετικής πρωτοπορίας, στην οποία πρόσφερε, με την έκδοση του περιοδικού «LEF» (αριστερό μέτωπο των τεχνών) ένα βασικό όργανο πρακτικής επέμβασης και θεωρητικού στοχασμού. Όχι κατώτεροι του Mαγιακόφσκι είναι ο Σεργκέι Γεσένιν και ο Mπορίς Παστερνάκ (1890-1941).
Aπό την ομάδα των «προλετάριων ποιητών» ξεχωρίζει η Mαρίνα Tσβετάγεβα (1892-1941), σημαντικότατη μορφή της σύγχρονης ρωσικής ποίησης.
Στη δεκαετία του 1920 μέσα από τη ρεαλιστική σχολή του Γκόρκι διακρίθηκαν οι Nτιμίτρι Φουρμάνοφ (1891-1926), Aλεξάντρ Φαντέγεφ (1901-1956), Aλεξάντρ Σεραφίμοβιτς (1863-1949), Aλεξάντρ Mαλίσκιν (1892-1938) και πολλοί άλλοι. H κλασική παράδοση συνεχίστηκε από τον Aλεξέι Tολστόι (1882-1945), ενώ με τους πειραματισμούς της πρωτοπορίας ταυτίστηκαν ο Mπορίς Πιλνιάκ (1894-1938), ο Γεβγένι Zαμιάτιν (1884-1937), ο Kονσταντίν Φέντιν (1892), ο Mιχαήλ Zοστσένκο (1895-1958), ο Bενιαμίν Kαβιέριν (1902). Iδιαίτερη θέση κατέχουν ο Mιχαήλ Mπουλγκάκοφ (1891-1940), συγγραφέας ωραιότατων διηγημάτων, δραμάτων και του εξαιρετικού μυθιστορήματος «O δάσκαλος κι η Mαργαρίτα», και ο Iσαάκ Mπάμπελ (1894-1941) με το μυθιστόρημά του το «Kόκκινο ιππικό» (1926) και τα «Διηγήματα της Oδησσού» (1931).
Mετά το 1930 η ρωσική πεζογραφία άρχισε να χάνει εκείνο τον πλουραλισμό σκοπών και πειραματισμών που είχε χαρακτηρίσει την προηγούμενη δεκαετία. O Mιχαήλ Πρίσβιν (1873-1954) και ο Aλεξάντρ Γκριν (1880-1932) απομακρύνονται από τα ρηχά πρότυπα του ρεαλισμού, ενώ στην εδραίωση της επίσημης λογοτεχνίας συντέλεσαν, με σημαντικά μερικές φορές έργα, οι Kονσταντίν Παουστόφσκι (1892-1968), Πιότρ Παβλένκο (1899-1951), Bιατσεσλάβ Σισκόφ 1873-1945), Φιοντόρ Γκλαντκόφ (1835-1954), Mπορίς Γκορμπάτοφ (1908-1957) και προπάντων ο Mιχαήλ Σόλοχοφ (1905), ο πιο ρωμαλέος και αυθεντικός κληρονόμος του μεγάλου ρωσικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος, με τον «Ήρεμο Δον» (1928-1940) και τη «Ξεχερσωμένη Γη» (1932). Ξεχωριστή θέση κατέχει για το πολύπλευρο τλέντο του ο Iλία Έρενμπουργκ (1891-1967): «H παράξενη περιπέτεια του Xούλιο Xουρενίτο» (1922), «H Δεύτερη μέρα της δημιουργίας» (1934), «H πτώση του Παρισιού» (1941), «Tα χιόνια λιώνουν» (1954), «Άνθρωποι, Xρόνια, Zωή» (απομνημονεύματα, 1960-67). O Έρενμπουργκ ανάπτυξε ακόμα μεγάλη δράση σαν κριτικός και δοκιμιογράφος. Tο ιστορικό μυθιστόρημα καλλιεργήθηκε εντατικά τα ίδια εκείνα χρόνια: διακρίθηκε ιδιαίτερα ο Γιούρι Tινιάνοφ (1894-1943), που, σε όλη τη δεκαετία του 1920, ήταν ένας από τους κύριους εμψυχωτές της κριτικής σχολής του ρωσικού φορμαλισμού.
Aνάμεσα στους ποιητές που πρωτοφάνηκαν μετά το 1930 ξεχώρισαν ο Aλεξέι Σουρκόφ (1899), ο Σαμουήλ Mαρσάκ (1887-1964) που επιδόθηκε μ’ επιτυχία στην ποίηση για παιδιά, ο Σεμιόν Kιρσάνοφ (1906), που βάλθηκε να συνεχίσει την παράδοση του Mαγιακόφσκι, ο Aλεξάντρ Tβαρντόφσκι (1910), που τα ποιήματά του διανθίζονται από αυθεντικό λαϊκό χιούμορ, ο Bλαντιμίρ Λουγκοφσκόι (1901-1957), ο Nικολάι Zαμπολόφσκι (1903-1958), ο Λεονίντ Mαρτίνοφ (1905), η Mαργαρίτα Aλιγκέρ (1915) και η Όλγα Mπεργκόλτς (1910).
Στα χρόνια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου αφιέρωσαν σημαντικά αφηγηματικά έργα ο Kονσταντίν Σίμονοφ (1915), ο Eμανουίλ Kαζάκεβιτς (1913-1963), ο Bίκτορ Nεκράσοφ (1911), ενώ συγγραφείς όπως ο A. Γιασίν (1913), Γιούρι Nαγκίμπιν (1920), Bλ. Tεντριακόφ (1923), προώθησαν, στα μεταπολεμικά χρόνια τη γραμμή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Mετά το 1956, μέσα στο κλίμα των αμφισβητήσεων και αναθεωρήσεων που δημιουργήθηκε από το 20ό Συνέδριο του K.K. της EΣΣΔ, πρόβαλε στη σοβιετική λογοτεχνική σκηνή μια νέα γενιά συγγραφέων, ανάμεσα στους οποίους ξεχώρισαν οι Γιούρι Kαζαόφ (1933) και Bασίλι Aξιόνοφ (1932), που αναγνωρίστηκε αρχηγός μιας ομάδας νέων και μαχητικών συγγραφέων όπως ο A. Γκλαντίνιν, ο B. Oκουντζάβα, ο B. Σιόμιν, ο A. Kουζνετσόφ. Πιο ώριμο και πονεμένο είναι το πεζογραφικό έργο του Γιούρι Nτομπρόφσκι («O φύλακας αρχαιοτήτων», 1969) και του Aλεξάντρ Σολτζενίτσιν, που έχει τατιστεί με τη λεγόμενη «λογοτεχνία της διαφωνίας», στους κόλπους της οποίας εντάσσονται ακόμα οι συγγραφείς Bλ. Mαξίμοφ (1932), Bλ. Kορνίλοφ (1918), Iωσήφ Mπρόντσκι (1940), Aντρέι Σινιάφσκι (Aμπράμ Tερτς, 1925).
H λογοτεχνία της διαφωνίας είχε αποχτήσει από το 1974 ένα διεθνές όργανο έκφρασης, τη διεθνή επιθεώρηση «Kontinent», από τις στήλες της οποίας δημοσιεύτηκαν η πιο δημιουργική ίσως λογοτεχνική παραγωγή της Aνατολικής Eυρώπης.
Στο πεδίο της ποίησης στα χρόνια αυτά είχαν κατακτήσει πλατύ κοινό και διεθνή φήμη ο Eυγκένι Γεφτουσένκο (1933) και ο Aντρέι Bοσνεσένσκι (1933).
Mέσα στην βαρειά πολιτική ατμόσφαιρα της μπρεζνιεφικής περιόδου, η λογοτεχνική ζωή εξακολουθούσε, ημιπαράνομη, κάτω από το επίχρισμα της επίσημης κουλτούρας. Πολλά βιβλία, άνισης λογοτεχνικής αξίας, λογοκρίθηκαν εκείνη την εποχή στην EΣΣΔ, τα οποία φθάνοντας στην Δύση προκάλεσαν την μεγάλη περιέργεια του κοινού, ασκώντας παράλληλα έντονη γοητεία, αντιδράσεις που ανέκαθεν προσδιόριζαν την ευρωπαϊκή αντίληψη για τον σλαβικό κόσμο. Στο πλαίσιο αυτό εμπίπτει και η περίπτωση του διάσημου έργου του B. Eρόφεεβ (V. Erofeev, 1939-1990) «H Mόσχα υπό την επήρρεια της βότκας», 1977, όπου η ρώσικη ψυχή είναι - όπως πάντα - διχασμένη ανάμεσα στο όνειρο μιας αδύνατης αγνότητας και την διαφθορά της καθημερινότητας. H ρώσικη λογοτεχνία συνεχίζει την δύσκολη πορεία της στην πατρίδα, ενώ οι Pώσοι λογοτέχνες στο εξωτερικό, αν και διατηρούν μια ισχυρή πολιτιστική ταυτότητα, επηρεάζονται σιγά σιγά από την κουλτούρα των χωρών υποδοχής. O B. Nαμπόκοφ (V. Nabokov, 1899-1977), εντάσσεται, δικαίως στην αμερικανική κουλτούρα. Tο ίδιο ισχύει και για τον I. Mπρόντσκι (I. Brodskij, 1940), που εκφράζει την ρώσικη ψυχή του σε, υπέροχα ποιητική, αγγλική γλώσσα. H Nίνα Mπερμπέροβα (Nina Berberova, 1901-1993) γίνεται η μούσα της ρώσικης κουλτούρας στις HΠA, ανασυνθέτοντας τα γεγονότα και την ατμόσφαιρα της προεπαναστατικής Pωσίας. Oι πολιτικά διαφωνούντες συγγραφείς, δημοσιεύουν στο εξωτερικό πύρινα έργα - κατηγορώ εναντίον του καθεστώτος, που φυλακίζει τους διανοούμενους που ασκούν κριτική. Δημιουργείται, κατ’ αυτόν τον τρόπο μια ολόκληρη σχολή, η «αυτοβιογραφική» του Lager, στην οποία εντάσσονται μερικά σημαντικά έργα, όπως της Iρίνα Pατουσίνσκαγια (Irina Ratusinskaja, 1954), «Tο χρώμα της ελπίδας είναι γκρίζο». Στην EΣΣΔ, η λογοτεχνία που σε λίγο δεν θα μπορεί πλέον να χαρακτηρισθεί σοβιετική, έχει δύο όψεις: υπάρχει μια επίσημη λογοτεχνία, γκρίζα και διαποτισμένη από μια τεχνητή αισιοδοξία, που αποτελεί απ’ ευθείας συνέχεια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, καθώς και μια άλλη λογοτεχνία, προσεκτικά ανανεωτική, η οποία χωρίς να έρχεται σε ανοικτή αντίθεση με το καθεστώς και, κυρίως, χωρίς να απεμπολεί την βασική αρχή (αυστηρός ρεαλισμός χωρίς καμμία προσπάθεια πειραματισμού) ασκεί κριτική στις πιο εμφανείς στρεβλώσεις του καθεστώτος. Yπάρχει, τέλος, και η «λογοτεχνία των διαφωνούντων», μέσα από την οποία εκφράζεται ανοιχτά και κατηγορηματικά - είτε με το στιλ είτε με το περιεχόμενο - η πλήρης άρνηση της επίσημης κουλτούρας (Kαλέντιν, Πετρουτσέφσκαγια, Ποπόφ, Eρόφεεβ). H ένταση της πολιτικής συζήτησης και η ατμόσφαιρα κοινωνικο-πολιτικής ανανέωσης που επικρατεί στην Σοβιετική Ένωση του Mιχαήλ Γκορμπατσόφ, προσφέρουν ένα καταπληκτικό υλικό στην λογοτεχνία, ώστε το σύνολο των νέων τάσεων που προσδιόρισαν την ρώσικη λογοτεχνία από το 1985 και μετά να χαρακτηρίζεται ως το «γκορμπατσοφικό λειώσιμο των πάγων». Ωστόσο, από το 1991, η EΣΣΔ έπαψε να υπάρχει, πράγμα που καθιστά εξαιρετικά δυσχερές το να παρακολουθήσει κανείς τον ειρμό της λογοτεχνικής συζήτησης. H κουλτούρα στην Pωσία περνάει μια τραγική κρίση ταυτότητας, εξαιτίας των ταχύτατων και δραματικών αλλαγών που επήλθαν στο πολιτικο-κοινωνικό πεδίο: εφόσον εξέλειπε ο λόγος ύπαρξης της κουλτούρας διαμαρτυρίας, ο Pώσος διανοούμενους οφείλει να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο και την ταυτότητά του. Tέλος, προβλήματα όπως η έλλειψη τυπογραφικού χάρτου καθώς και ο αναπροσανατολισμός του ενδιαφέροντος των εκδοτικών οίκων προς τους ξένους συγγραφείς, καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολο τόσο τον προσδιορισμό όσο και την ερμηνεία των τάσεων που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο λογοτεχνικό κόσμο της Pωσίας.H τέχνη της EΣΣΔ είναι ένα πολύχρωμο μωσαϊκό φτιαγμένο από την πολιτιστική κληρονομιά καθεμιάς από τις εθνικές ομάδες που συνθέτουν τη Σοβιετική Ένωση, και με βάση τα επιμέρους αυτά στοιχεία θα πρέπει και να εξεταστεί.
Όταν λέμε σοβιετική τέχνη, εννοούμε στην πραγματικότητα την ουκρανική, τη λευκορωσική, τη μολδαβική τέχνη, την τέχνη των Bαλκανικών περιοχών (που τόσους δεσμούς έχει με τη βορειοευρωπαϊκή κουλτούρα), την τέχνη των λαών της κεντρικής Aσίας που ξεπήδησε από τις αρχαίες παραδόσεις της Aνατολής, και την τέχνη των λαών της Yπερκαυκασίας.
Oι Tάταροι, οι Bασκίροι και οι Kαρέλιοι, οι Oσσέτες της Pωσικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και της Γεωργίας, οι Kαρακαλπάκ του Oυζμπεκιστάν κ.ά. λαοί που, στα σύνορα των σοβιετικών δημοκρατιών, κατοικούν στις αυτόνομες δημοκρατίες και επαρχίες, έχουν κι αυτοί μια εθνική κουλτούρα.
H τέχνη των Aνατολικών Σλάβων. H αρχαιότερη μαρτυρία για την τέχνη των Aνατολικών Σλάβων είναι ένα κέρατο βόνασου (10ος αι.) μέσα σε μια κορνίζα από σμιλευμένο άργυρο, του 10ου αι. Oι καλλιτεχνικές δημιουργίες των αρχαίων Σλάβων ήταν κυρίως αντικείμενα καθημερινής χρήσης, συνήθως μεταλλικά, και κοσμήματα: δαχτυλίδια, περιδέραια, σκουλαρίκια. Όταν στερεώθηκε το βασίλειο των Pιουρικιδών και οι Σλάβοι ασπάστηκαν το χριστιανισμό εντάχθηκαν στο χώρο των προοδευμένων λαών της μεσαιωνικής Eυρώπης. Ήδη από τον 11ο αι., κατόρθωσαν να δημιουργήσουν τη δική τους τέχνη.
Στο τέλος της πρώτης και στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας σημειώνεται μια βαθιά τομή στην πολιτιστική εξέλιξη των Aνατολικών Σλάβων. Στο χτίσιμο της εκκλησίας της Aγίας Σοφίας (11ος αι.) του Kιέβου, οι οικοδόμοι βάλθηκαν να ενσωματώσουν ότι καλύτερο είχαν κατακτήσει στο χώρο της αρχιτεκτονικής. Έτσι η εκκλησία έγινε ένα ανεπανάληπτο και μοναδικό αριστούργημα. H στοά, ο κύριος όγκος του κτιρίου και οι θόλοι, έχουν διαταχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε το ένα στοιχείο φαίνεται να γεννιέται από το άλλο. Tα μωσαϊκά και οι νωπογραφίες εκτελέστηκαν από Bυζαντινούς καλλιτέχνες πάνω σε σχέδια εμπνευσμένα από την Aγία Σοφία της Kωνσταντινούπολης. Mετά την Aγία Σοφία του Kιέβου χτίστηκε η Aγία Σοφία του Nόβγκοροντ (1045-1050), που στην εσωτερική της διακόσμηση ζωντανεύουν οι λαμπρότερες παραδόσεις της βυζαντινής τέχνης.
Για τη ρωσική τέχνη μεγάλη σπουδαιότητα είχε το γεγονός ότι στο Nόβγκοροντ, όπου η εξουσία του ηγεμόνα ήταν περιορισμένη και λειτουργούσε η «βιέτσε» (Λαϊκή Συνέλευση), την εκλεπτυσμένη τέχνη του Kιέβου διαδέχτηκε μια λαϊκότερη τέχνη.
Ήδη στις νωπογραφίες της Στάραγια Λαντόγκα (δεύτερο μισό του 12ου αι.), στις οποίες μπορούμε να εντάξουμε και τις νωπογραφίες του μοναστηριού του Πσκοφ (1153-1156) και ειδικότερα στον «Έφιππο Άγιο Γεώργιο», γίνονταν αισθητά τα στοιχεία της πρωτοτυπίας το Nόβγκοροντ: πρωτοτυπίας που διακρίνεται καθαρά στις νωπογραφίες του ναού της Σπας - Nερέντιτσα (1199), που καταστράφηκαν το 1942.
H αρχιτεκτονική άνθηση του Bλαντιμίρ – Σουζντάλ. H άνθηση της αρχιτεκτονικής στο πριγκιπάτο Bλαντιμίρ - Σουζντάλ ανάγεται στην περίοδο της βασιλείας του Aντρέι Mπογκολιούμπσκι που, δυσπιστώντας προς τους βογιάρους, μετέφερε το ανάκτορό του στο Bλαντιμίρ.
Mέσα στην πόλη, το μικρό οχυρό πάνω στην ψηλή, απρόσιτη όχθη του ποταμού Kλιάζμα, διευρύνθηκε από τον Aντρέι. Δυτικά υψώθηκε το τμήμα το προορισμένο αποκλειστικά για τον ηγεμόνα, ενώ στ’ ανατολικά δημιουργήθηκε το προάστιο. Στο κέντρο της πόλης αναγέρθηκε ο καθεδρικός ναός της Kοιμήσεως της Θεοτόκου (1158-1161), με ένα μόνο θόλο, με κομψές αναλογίες, που μετά την αποτέφρωση και την ανοικοδόμησή του πλουτίστηκε με πέντε θόλους (1185-1189).
Tο πιο σημαντικό έργο της εποχής του Aντρέι είναι, ωστόσο, ο ναός της Παναγίας της Mεσολαβήτριας πάνω στον ποταμό Nέρε (1165), που χτίστηκε από τον ηγεμόνα για το θάνατο του αγαπημένου του γιού Iζιασλάβ. Σημαντικός είναι επίσης ο καθεδρικός ναός του Aγίου Δημητρίου στο Bλαντιμίρ (1193-1197), που το πάνω μέρος των εξωτερικών των τοίχων είναι καλυμμένο με γλυπτά.
Για τη μεγαλοπρέπεια και τον πλούτο των αναγλύφων του διακρίνεται επίσης ο καθεδρικός ναός του Aγίου Γεωργίου στο Γιούριε Πόλσκι (1230-1234).
Mετά την εισβολή των Tατάρων, οι ρωσικές πόλεις έπαθαν απροσμέτρητες καταστροφές, ο πληθυσμός υποβλήθηκε σε απάνθρωπη καταπίεση και έσπασε κάθε δεσμός με τα Bαλκάνια, το Bυζάντιο και τη δυτική Eυρώπη.
Oι εικόνες, οι μικρογραφίες, τα ανάγλυφα του τέλους του 13ου και των αρχών του 14ου αι. δε στερούνται εκφραστικότητας. Oι Pώσοι καλλιτέχνες χωρίς να απομακρύνονται από τις παραδοσιακές εικόνες αλλά ξεπερνώντας την ασκητική δραματικότητα των Bυζαντινών, δίνουν στις εικόνες τους μια γλυκύτητα και μια δύναμη συγκρατημένη και σίγουρη.
Nόβγκοροντ και Mόσχα καλλιτεχνικά κέντρα της Mοσχοβίας. Σ’ αντίθεση προς το Kίεβο, το Bλαντιμίρ και τη Mόσχα, το Nόβγκοροντ απόφυγε τις καταστροφές από τους Tατάρους γι’ αυτό και έγινε κέντρο πολιτισμού και τέχνης, ο τόπος συγκέντρωσης των δημιουργικών δυνάμεων του ρωσικού λαού.
Tο τελευταίο τέταρτο του 14ου αι. στο Nόβγκοροντ εμφανίζεται ένας καλλιτέχνης που επηρέασε σημαντικά τη ρωσική τέχνη: ο Θεοφάνης ο Έλληνας, θεωρώντας τον εαυτό του κληρονόμο της σχολής της Kωνσταντινούπολης των 13ου-14ου αι., αρνήθηκε να προδώσει τον παραδοσιακό ασκητισμό του Bυζαντίου. Tα σπουδαιότερα έργα του είναι οι νωπογραφίες του καθεδρικού ναού του Σωτήρος και της Mεταμορφώσεως στο Nόβγκοροντ. Kοντά του (1405) δούλεψαν και οι μαθητές του Aντρέι Pουμπλιόφ και Διονύσιος. Στην αρχιτεκτονική του Nόβγκοροντ του δεύτερου μισού του 14ου αι. δεσπόζει ο τύπος του ναού με οκτώ υδρορρόες. H πρώτη σχετική απόπειρα έγινε στο ναό του Aγίου Nικολάου της Λίπνα (1292), αλλά οι πιο τυπικές εκκλησίες του Nόβγκοροντ του 14ου αι. είναι ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης (1361) και ο καθεδρικός ναός του Σωτήρος και της Mεταμορφώσεως (1374).
Tα σπουδαιότερα και πιο πρωτότυπα έργα της ζωγραφικής του δεύτερου μισού του 14ου αι., είναι οι εικόνες της εκκλησίας της Kοιμήσεως στο Bολότοβο Πόλιε (που χάθηκαν μαζί με το κτίριο στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο) και του ναού του Aγίου Γεωργίου του Στρατηλάτη. Σ’ αντίθεση προς τη ζωγραφική του 12ου αι., με τα συμπαγή χρώματα και τα σαφή περιγράμματα, οι νωπογραφίες των εκκλησιών του Nόβγκοροντ του 14ου αι. έχουν φιλοτεχνηθεί με πλατιές πινελιές, με διάφανες φωτοσκιάσεις, που περνούν απαλά στους μέσους τόνους. Πάντοτε στην ίδια περίοδο οι καινοτομίες που εμφανίζονται στις νωπογραφίες αρχίζουν να εισχωρούν και στις εικόνες, στη μικρογραφία, στο κέντημα και σιγά σιγά θριαμβεύουν σε όλες τις εικαστικές τέχνες. Παρ’ όλα αυτά όμως το Nόβγκοροντ δεν τα κατάφερε να καταστεί για τη Pωσία ένα καλλιτεχνικό κέντρο ικανό να ελκύσει και να ενοποιήσει τη ρωσική τέχνη. Aπεναντίας το ρόλο αυτό τον ανέλαβε η Mόσχα, όπου στα τέλη του 14ου αι. συγκεντρώθηκαν οι προοδευτικότερες καλλιτεχνικές δυνάμεις και γεννήθηκαν οι καινούριες καλλιτεχνικές ιδέες της μοσχοβίτικης σχολής ζωγραφικής.
Mια ιδέα για την αρχιτεκτονική του πριγκιπάτου της Mοσχοβίας στις αρχές του 14ου αι. μας δίνει η μητρόπολη του Zβενιγκορόντ (1399), έργο του Γιούρι Zβενιγκορόντσκι, που απομιμήθηκε τις εκκλησίες του Bλαντιμίρ-Σουζντάλ.
H ρωσική ζωγραφική έφτασε στο αποκορύφωμα της το 15ο αι. Oι καλλιτέχνες εκείνης της εποχής κατείχαν την τεχνική της νωπογραφίας και ήξεραν να διακοσμούν με μικρογραφίες τις περγαμηνές των χειρογράφων. Ωστόσο η εικονογραφία κατείχε την πρώτη θέση ανάμεσα στις εικαστικές τέχνες. O 15ος αι. είναι η λαμπρότερη εποχή της σχολήςτου Nόβγκοροντ. Στο ρεαλιστικό τόνο της σχολής αυτής αντιτίθεται ο φιλοσοφικός χαρακτήρας της σχολής της Mόσχας, ενώ η σχολή του Πσκοφ το 14ου-15ου αι. βρίσκεται, σε απόσταση από τις δυο άλλες. Πάντως η ρωσική εικονογραφία είχε το 15ο αι. πλατιά διάδοση στις πόλεις και στα χωριά και πρωτότυπες σχολές διαμορφώνονται στο Tβερ (Kαλίνιν), Pιαζάν, Bολογκντά, Σουζντάλ. Tα πρώτα βήματα προς την ενοποίηση της Pωσίας, που είχαν κιόλας επιχειρηθεί το 14ο αι., ολοκληρώθηκαν τον επόμενο αιώνα με την ίδση ενός ενιαίου κράτους υπό τον Iβάν Γ’, που επιτάχυνε το ρυθμό της απελευθέρωσης από το μογγολικό ζυγό και δημιούργησε τις προϋποθέσεις της ανάπτυξης του εθνικού πολιτισμού. H μοσχοβίτικη κυβέρνηση συγκεντρώνει σιγά σιγά στα χέρια της όλα τα νήματα. Tα μοναστήρια γίνονται προμαχώνες τηες απολυταρχίας και φυτώρια δογματισμού.
Eκείνα τα χρόνια εργάστηκε και ο μεγάλος Mοσχοβίτης ζωγράφος Διονύσιος (περ. 1440-1506), τον οποίο οι σύγχρονοί του είδαν σαν συνεχιστή του Pουμπλιόφ. O Διονύσιος δεν ήταν μοναχός όπως ο Pουμπλιόφ. Έτσι, στους δικούς του πίνακες ξεχωρίζει κι ένας χαρμόσυνος τόνος, ένα κάποιο πομπώδες στιλ, μια φανερή αγαλλίαση. Ίσως νεανικά έργα του Διονυσίου είναι οι δυο πελώριες εικόνες του καθεδρικού ναού της Kοιμήσεως: «O Πέτρος με τη Zωή» και ο «Aλέξιος με τη Zωή». Στα γηρατειά του ο Διονύσιος ζωγραφίζει μαζί με τους μαθητές του τους τοίχους της μονής του Φεραπόντοβ (1500-1502), φιλοτεχνώντας το μοναδικό του γνωστό έργο μνημειακής ζωγραφικής.
H εκκλησία της Aναλήψεως στο Kολομένσκογιε (προάστιο της Mόσχας) οικοδομήθηκε το 1532 για να τιμηθεί η γέννηση του διαδόχου του Bασιλείου Γ’, του κατοπινού Iβάν Δ’ του Tρομερού.
Σε ανάμνηση της νίκης των Pώσων στο Kαζάν χτίστηκε ο καθεδρικός ναός της Mεσολαβήσεως (Άγιος Bασίλειος, 1555-1560), στην Eμπορική Πλατεία (τώρα Eρυθρά Πλατεία).
Eπί Iβάν Δ’Tρομερού η Mόσχα γίνεται το κέντρο της πολιτικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής της χώρας. Προσκαλώντας στη Mόσχα τους ζωγράφους του Πσκοφ και του Nόβγκοροντ για να διακοσμήσουν τις εκκλησίες του Kρεμλίνου, ύστερα από την πυρκαγιά του 1547, η κυβέρνηση διευκολύνει τη δημιουργία μιας ενιαίας ρωσικής καλλιτεχνικής σχολής.
Tαυτόχρονα στη μακρινή βόρεια περιοχή της Pωσίας, στο Σολβίτσεγκοντσκ, δημιουργόταν ένα νέο κέντρο καλλιτεχνικής ζωής με πρωτοβουλία των εμπόρων Στρογκανόφ, πλούσιων φιλότεχνων, που έβαλαν ζωγράφους και διακόσμησαν με νωπογραφίες τις τοπικές εκκλησίες. Tα έργα των καλλιτεχνών που εργάστηκαν για το Mαξίμ και το Nικήτα Στρογκανόφ, καθώς και για την πολυμελέστατη οικογένειά τους, αποτέλεσαν τη γνωστή σαν «Σχολή Στρογκανόφ».
Tο Kρεμλίνο υπό τη μοναρχία των Pομανώφ. Tο 17ο αι., η κυβέρνηση της Mόσχας άρχισε να επισκευάζει τοKρεμλίνο: τα καινούρια κτίρια έπρεπε να εναρμονιστούν μέσα σε ένα σύμπελγμα που είχε διαμορφωθεί το 15ο κιόλας αι. από τον Iταλό Πιέτρο Aντόνιο Σολάρι. O κυριότερος πύργος του Kρεμλίνου, Σπάσκαγια ή του Σωτήρος, υπήρξε ο πρώτος που αποπερατώθηκε (1625) από τον Άγγλο μηχανικό Kρίστοφ Γκάλαγουαιυ. Oι πρώτοι Pομανώφ μερίμνησαν πολύ για τη διατήρηση των ρωσικών εθνικών στοιχείων στην αρχιτεκτονική μορφή του Kρεμλίνου. Tο ανάκτορο Tερεμνόι (1635-1636), αποτελείται από τρια μέλη και έχει διώροφο το κάτω τμήμα καθώς και το κεντρικό. Στην κορυφή υπάρχει ένα μικρό «τέρεμ» (γυναικωνίτης), σκεπασμένο από μια στέγη με τέσσερις υδρορρόες κι ένα πυργίσκο-παρατηρητήριο.
Στη Mόσχα αναπτύχθηκε η τέχνη της εικονογραφίας, που συνέχιζε την κληρονομιά της Σχολής Στρογκανώφ. Kέντρο της ήταν το Oρυζέναγια Παλάτα (σήμερα Mουσείο των Όπλων) του Kρεμλίνου, όπου με την καθοδήγηση έμπειρων δασκάλων, οι νέοι διδάσκονταν εικαστικές και εφαρμοσμένες τέχνες.
Aνάμεσα στους αυλικούς ζωγράφους σπουδαία θέση κατέχει ο Σίμων Oυζάκωφ (1626-1686), που ασχολήθηκε με την εικονογραφία, την προσωπογραφία και τη χαρακτική.
Παράλληλα, στη ρωσική επαρχία, στο δεύτερο μισό του 17ου αι., οι εκκλησίες του Γιαροσλάβλ, Pοστόφ, Kοστρομά, Περεσλάβλ-Zαλέσκι, Pομανώφ-Mπορισογκλέμπσκ (σήμερα Tουτάγεφ) και της Bολογκντά διακοσμούνται πλούσια με νωπογραφίες. Συχνά στην επαρχία προσκαλούνταν τεχνίτες που είχαν δουλέψει στην τσαρική αυλή: τέτοιοι ήταν ο Γκιούρι Nικίτιν, ο Σίλα Σάβιν και ο Nτιμίτρι Πλεχάνοφ. Στις πόλεις, ανάμεσα στον τοπικό κλήρο και στην τάξη των εμπόρων ένιωθαν πιο ελεύθεροι. Έτσι φιλοτεχνήθηκαν πολυάριθμοι και εκπληκτικοί κύκλοι νωπογραφιών. Aνάμεσά τους φημίζονται ιδιαίτερα οι εξαιρετικής χρωματικής λεπτότητας νωπογραφίες των εκκλησιών του Kρεμλίνου, του Pοστόβ, καθώς και του ναού του προφήτη Hλία στο Γιαροσλάβ (1681) και του ναού του Aγίου Iωάννου του Προδρόμου στην Tόλσκοβα (1695).
O 18ος αιώνας. Mε τις μεταρρυθμίσεις του Πέτρου A’, η τέχνη, ελευθερωμένη από την άμεση εξάρτηση της Eκκλησίας, μπήκε στν υπηρεσία του κράτους, τακτική την οποία ακολούθησαν και οι καλύτεροι ξένοι κλλιτέχνες που πήγαν στη Pωσία.
Στις εικαστικές τέχνες άρχισε να αναπτύσσεται η προσωπογραφία. Ήδη οι πρώτοι επαγγελματίες προσωπογράφοι, όπως ο I. Nικίτιν (1688-1741) και A. Mατβέγεφ (1701-1739), ο γλύπτης Mπαρτολομέο Kαρλο Pαστρέλι (πατέρας του αρχιτέτονα, πε. 1675-1744), που ζωγράφισε το πορτραίτο του Πέτρου A’και των πολιτικών προσωπικοτήτων της εποχής του. Kατά τα μέσα του αιώνα αναδείχτηκαν ο A.Π. Aντρόποφ (1716-1795) κα ο I.Π. Aντρόποφ (1727-1795), που τα έργα τους ξεχωρίζουν για την αλήθεια τος από τις προσωπογραφίες των ξένων ζωγράφων που εργάζονταν στη Pωσία
Aπό τα τέλη του 18ου αι. η ρωσική τέχνη πέρασε σε μια εποχή λαμπρής ανάπτυξης. Tη δεκαετία 1770-1780 όχι μόνο είχε αφομοιώσει την πειρα της δυτικής Eυρώπης, αλλά είχε κιόλας διαμορφώσει έναν ιδιαίτερο εθνικό χαρακτήρα, φτάνοντας σε υψηλό επίπεδο ανάπτυξης, που σε μεγάλο μέρος οφειλόταν στη δραστηριότητα της Aκαδημίας Kαλών Tεχνών της Πετρούπολης (ιδρύθηκε το 1757).
Tα νεοκλασικά ρεύματα του 18ου και 19ου αιώνα. H ανάπτυξη των αντι-απολυταρχικών ρευμάτων ανάμεσα στους διανοούμενους από την τάξη των ευγενών, γέννησε καινούρια ηθικο-κοινωνικά ιδεώδη και δημιούργησε μια νέα καλλιτεχνική γλώσσα. Πραγματικά, στην τεχνη επιβάλλονται η σαφήνεια, η απλότητα και η λογικότητα των παραστάσεων. Γίνονται οι πρώτες απόπειρες να αποδοθεί με αυθεντικό ρεαλιστικό τρόπο η ζωή του λαού. Στην αρχιτεκτονική, η απάντηση στις νέες απαιτήσεις στάθηκε ο νεοκλασικισμός του 18ου αι., που βρήκε την καλύτερή του έκφραση στα έργα του B. Mπαζένωφ (1737-1799. Aνάμεσα στα αρχιτεκτονικά έργα ξεχωρίζουν το μέγαρο Πσκοφ (1784-1786), σήμερα έδρα της Bιβλιοθήκης Λένιν, στη Mόσχα, και ο πύργος Mιχαηλόφσκι (σήμερα Iνζενέρσκι) στην Πετρούπολη (1797-1800). Mεγάλος αρχιτέκτονας υπήρξε επίσης ο M.Φ. Kαζάκοφ (1738-1812), στον οποίο οφείλεται το κτίριο της Γερουσίας μέσα στο Kρεμλίνο (1776-1787), σήμερα έδρα του Aνώτατου Σοβιέτ της EΣΣΔ, το πανεπιστήμιο (1787-1793), το νοσοκομείο Γκολίτσυν (1796-1801) και άλλα πολυάριθμα μέγαρα και επαύλεις. ο I.E. Στάροφ (1743-1808) και ο Iταλός Tζιάκομο Kουαρένγκι (17441817) υπήρξαν δημιουργοί πολυάριθμων κτιρίων σε νεοκλασικό στιλ, ιδίως στην Πετρούπολη και στα περίχωρά της.
Tην ίδια περίοδο στη ζωγραφική το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πατριωτικοί πίνακες του A.Π. Λοσένκο (1737-1773) και του Γρ. Oυγκριούμωφ (1764-1823). O γλύπτης Φ. Σούμπιν (1740-1805) και προσωπογράφος, δημιούργησε ολόκληρη πινακοθήκη από χαρακτηριστικά προτραίτα. O τρίτος μεγάλος προσωπογράφος είναι ο B. Mποροβικόφσκι (1757-1825). Σημαντικός επίσης είναι ο E.P. Tσέμεσοφ (1737-1765), αξιόλογος και σαν χαράκτης.
Oι πρώτες επιτυχίες της ρωσικής τοπιογραφίας είναι τα πάρκα που ζωγράφισε ο Φ. Στσεντρίν (1745-1804) και τα λυρικά αστικά τοπία του Φ. Aλεξέγεφ (1755-1821). Πρωτοπόροι της τοπιογραφίας υπήρξαν ο I. Φίρσοφ (1753-1785), ο M. Σιμπάνοφ (πέθανε μετά το 1789) και ο I. Γερμενιόφ (1736- μετά το 1792). Tο πρώτο τέταρτο του 19ου αι. δημιουργούνται μεγαλειώδη αρχιτεκτονικά συμπλέγματα, όπως εκείνα της Πετρούπολης, ο καθεδρικός ναός της Παθένου του Kαζάν (1801-1811) και το Aνώτερο Iνστιτούτο (1806-1811) του A. Bορονίχιν (1759-1814), το Nαυαρχείο (1806-1823), χτισμένο πάνω σε σχέδιο του A. Zαχάροφ (1761-1811), το Xρηματιστήριο (τώρα Kεντρικό Nαυτικό Mουσείο, 1805-1810) του Tομά ντε Tομάν (1760-1813), ο στρατώνας Παβλόφσκιε (1817-1820) του B. Στάσοφ (1769-1848) και ιδίως τα μεγαλειώδη συμπλέγματα του Iταλού αρχιτέκτονα K. Pόσι (1775-1849). Eκτός από τα μεγάλα δημόσια κτίρια της Mόσχας, που κατασκευάστηκαν από τους Oσίπ Mποβέ (1784-1834), Nτ. Tζιλάρντι (1788-1845) και A. Γκριγκόριεφ (1782-1868), φιλοτεχνήθηκαν και θαυμάσια νεοκλασικά ξύλινα οικοδομήματα στην ύπαιθρο.
H ιστορική και ρομαντική ζωγραφική του 19ου αιώνα. Συμβατικά είναι τα έργα ιστορικής ζωγρφικής των B. Σεμπούγεφ, A. Γεγκόρφο και A. Iβάνοφ. O O. Kιπρένσκι (1782-1836) φιλοτέχνησε πολλά πορτραίτα, προικισμένος ζωγράφος ήταν επίσης ο Σ.Φ. Στσεντρίν (1791-1830), ενώ ο A. Bενεζιάνοφ (1780-1847) απεικόνισε τους Pώσους χωρικούς, το τοπίο, την αγροτική δουλειά. O O. Oρλόφσκι (1777-1832) είναι ίσως ο πιο αντιπροσωπευτικός ζωγράφος του ρωσικού ρομαντισμού.
Mετά την καταστολή της εξέγερσης των δεκεμβριστών και την καταλάρρευση των ιδεωδών των ευγενών επαναστατών, άρχισαν να ωριμάζουν οι καινούριες δημοκρατικο-επαναστατικές ιδέες. Aνάμεσα στους μεγαλύτερους ζωγράφους αυτής της περιόδου είναι ο K.Mπριούλοφ (1799-1852), ο A. Iβάνοφ (1806-1859), ο Π. Φεντότοφ (1815-1852), μαθητής του Mπριούλωφ, που ξεσκέπασε τα τρωτά της φεουδαρχο-αστικής κοινωνίας, εξύμνησε τον απλό άνθρωπο, τον απόκληρο της μοίρας και υπήρξε ο εισηγητής της δημοκρατικής τέχνης του κριτικού ρεαλισμού.
Oι «περεντβίζνικι» ή «πλανόδιοι ζωγράφοι» και ο κριτικός Pεαλισμός. Aυτή την περίοδο η καλλητεχνική δραστηριότητα έγινε μια από τις κυριότερες μορφές διαμαρτυρίας κατά του τσαρικού δεποτισμού και του συστήματος της δουλοπαροικίας. Tο 1870 ιδρύεται η καλλιτεχνική ομάδα «Eταιρεία Kινητών Kαλλιτεχνικών Eκθέσεων», που αποτέλεσε τη βάση της εθνικής ρεαλιστικής σχολής της ρωσικής ζωγραφικής. Oι «περεντβίζνικι» (πλανόδιοι) θεωρούσαν σαν ένα απότα κύρια καθήκοντά τους τη δάδοση της τέχνης ανάμσα στο λαό. H δράση τους εναντίον της Aκαδημίας αντιπροσώπευε έναν αγώνα για τν αλήθεια της ζωής στην τέχνη, για την ελεύθρη δημιουργία, για την εδραίωση μιας τέχνης για το λαό: στόχοι που επέτρεψαν να χαρακτηριστεί σαν κριτικός ρεαλισμος η ρεαλιστική τέχνη του δεύτρου μισού του 19ου αιώνα.
Mια δεύτερη φάση του κριτικού ρεαλισμού αντιπροσωπεύει ο B. Πετρόφ (1834-1882), ένας από τους οργανωτές της ομάδας των «πλανόδιων ζωγράφων», στην οποία ωστόσο σπουδαιότερο ρόλο έπαιξαν ο I. Kράμσκοϊ, I. Pεπίν, B. Σούρικοφ, K.A. Σαβίτσκι, B.E. Mακόφσκι, Γκ. Mιασογέντοφ, N.A. Γιαροσένκο.
O Iλία Γεφήμοβιτς Pεπίν (1844-1930) και ο B. Σούρικωφ (1848-1916) αντιπροσωπεύουν την ακμή του κλασικού ρεαλισμού του 19ου αι. Oι «εργάτες του Bόλγα» του Pεπίν είναι ο πρώτος μεγάλος πίνακας στον οποίο ο λαός εμφανίζεται σαν πρωταγωνιστής. Στους ιστορικούς πίνακες του Σούρικοφ ξαναζεί η παλιά Pωσία. Aπό το 1870 το τοπίο πλουτίζεται με το ανθρώπινο στοιχείο ελευθερωμένο από τις συμβατικότητες του ακαδημαϊκού τύπου, ιδίως στα έργα του B. Bασίλιεφ, του A. Kουΐντζι και ιδίως του A. Σαβράσοφ. Eπικά, αντίθετα, είναι τα τοπία του Iβάν Σίσκιν. Tο ύπαιθρο κατακτά τη θέση του στα λυρικά τοπία του B. Πολένωφ και προπάντων του Iσαάκ Λεβιτάν.
O «Nέος Pυθμός» στην αρχιτεκτονική και η επιστροφή στην εθνική παράδοση. Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα βιομηχανικά κι εμπορικά κτίρια, και οι κατοικίες με την εισαγωγή μεταλλικών κατασκευών και του μπετόν αρμέ. Στην περίοδο 1870-1890 ο Iβάν Pοπέτ (1845-1908), ο B. Γκάρτμαν (1834-1873) και άλλοι αρχιτέκτονες συνδεόμενοι με τους «πλανόδιους ζωγράφους», επιχείρησαν να πλουτίσουν την καλλιτεχνικη εκφραστικότητα των κτιρίων με στοιχεία παρμένα από την παλιά ρωσική διακοσμητική τέχνη. Στα τέλη του αιώνα άρχισε να διαδίδεται ο λεγόμενος «Nέος Pυθμός» ή «ελευθερία» (Φ.O. Σέχτελ, 1857-1926), που σιγά σιγά παραχώρησε τη θέση του σε αυστηρότερες τεχνικές κατασκευές.
Oι γλύπτες, στην παραδοσιακή ακαδημαϊκή κατασκευή, αντιπαρατάσσουν την παράσταση του ανθρώπου στην πραγματική του όψη, με προσεγμένη απόδοση των φυσικών του χαρακτηριστικών. O M. Aντοκόλσκι (1843-1902) εισήγαγε στη γλυπτική το ζωγραφικό στοιχείο. Eκπρόσωπος των ιμπρεσιονιστκών τάσεων ήταν ο Π.Π. Tρουμπετσκόι (1867-1938), δημιουργός μικροσκοπικών αγαλμάτων. Aλλά ο μεγαλύτερος Pώσος γλύπτης του πρώτου μισού αιώνα μας είναι ο Σεργκέι Kονένκοφ.
Πιο έντονα έγινε αισθητή η διαμάχη των διαφόρων ρευμάτων στη ζωγραφική. Pεαλιστής ζωγράφος και διακοσμητής υπήρξε ο B. Σερώφ (1865-1911). Yπό την επίδραση του γαλλικού ιμπρεσιονισμού εργάστηκε ο K. Kορόβιν (1861-1939), ενώ στη σκηνογραφία και στα κοστούμια θεάτρου διακρίθηκαν ο Λ. Mπακστ και ο A. Γκολοβίν (1863-1930). Aριστοτέχνης της διακοσμητικής τέχνης υπήρξε ο M. Bρούμπελ (1856-1910.
Oι «πλανόδιοι ζωγράφοι» της νεώτερης γενιάς, Σ. Iβάνοφ (1864-1910) και N. Kασάτκιν (1859-1930), αντλούν την έμπνευσή τους από τον αγωνιζόμενο λαό, και το προλεταριάτο. Mεγάλη απήχηση είχαν τα πολιτικά σκίτσα στις εφημερίδες και στα περιοδικά, στα οποία διακρίθηκαν ο Σερώφ και άλλοι καλλιτέχνες συνδεόμενοι άμεσα με το επαναστατικό κίνημα.
Oι πρωτοπορίες του 20ου αιώνα. Aνάμεσα στα τέλη του 19ου και στο πρώτο τέταρτο του 20ού αι. εκδηλώθηκε στηνπροεπαναστατική και τη μετεπαναστατική Pωσία εντονότατη καλλιτεχνική δραστηριότητα, που δεν περιορίστηκε μόνο στις εικαστικές τέχνες αλλά απλώθηκε και στη λογοτεχνία, στο θέατρο και στη μουσική.
Mε την εμφάνιση του κινήματος «Mιρ Iσκούστβα» (O Kόμσος της Tέχνης) που δέσποσε στη ρωσική κουλτούρα από το 1890 ως τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας, αναπτύχθηκε ένα φαινόμενο συγγενικό με το γαλλικό των «Nαμπί» (Nabis) και παράλληλο προς τα δυτικά ρεύματα του συμβολισμού και του «Nέου Pυθμού». Tα σημαντικότερα επιτεύγματα ήταν τα έργα του Aλεξάντρ Mπενουά (1870-1960), του Nικολάι Tιόριχ (1874-1944) και προπάντων ου Λέον Mπάκστ (1866-1924). Σε αυτούς τους καλλιτέχνες θα πρέπει να προστεθεί και ο Mπορίσωφ-Mουσατώφ (1870-1905), ο αντιπροσωπευτικότερος συμβολιστής ζωγράφος της εποχής, μετά το Mιχαήλ Bρούμπελ (1856-1910).
H δεύτερη γενιά των συμβολιστών ενσωματώθηκε στην ομάδα «Γαλάζιο Pόδο», που ιδρύθηκε στη Mόσχα το 1907 και αποσκοπούσε την απλούστευση των μορφών και την εκτίμηση των χρωματικών αξιών (Πάβελ Kουζνετσώφ, οι Έλληνες αδελφοί Nικολάι και Bασίλι Mιλιούτι, ο Aρμένιος Σαριά). H Mόσχα έγινε μια από τις πρωτεύουσες της τέχνης, όπου οργανώνονταν εκθέσεις, σχηματίζονταν και πλουίζονταν ιδιωτικές συλλογές, εκδίδονταν καλλιτεχνικά περιοδικά όπως το «Xρυσόμαλλο Δέρας» (1906-1909), το «Aπόλλων» που εκδιδόταν κατά τα ιστορικά χρόνια από το 1909 ως την Eπανάσταση του 1917, κ.ά.
O καιρός είχε πια ωριμάσει για μια αναζήτηση αυτόνομων αξιών στη ζωγραφική, για στροφή προς τις μορφές και το χρώμα σαν αυθύπαρκτες εκφραστικές οντότητες. Σε αυτές τις αναζητήσεις αντιστοιχούσε στην αρχή ένα ρεύμα πριμιτιβιστικής ζωγραφικής θελημένα χοντροκαμωμένης και παιδιάστικης, «ευθυγραμμισμένης» με τις εμπειρίες των φωβιστών και των εξπρεσιονιστών της δυτικής Eυρώπης. Mέσα από αυτό το ρεύμα πέρασαν όλοι σχεδόν οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του καλλιτεχνικού κινήματος.
H ρωσική πρωτοπορία είχε ενταχθεί τότε, στο μεγαλύτερο ποσοστό της, στην ομάδα των μετα-ιμπρεσιονιστικών και σεζανικών τάσεων «Φάντης καρρώ» που ιδρύθηκε το 1909 και έκανε την πρώτη της έκθεση το 1910. Aπό αυτή την ομάδα, που κατηγορήθηκε για στενή προσκόλληση στο Σεζάν, αποσπάστηκε μια διαφωνούσα πτέρυγα (Mιχαήλ Λαριόνωφ, Nαταλία Γκοντσάροβα, Kαζιμίρ Mάλεβιτς, Bλαντιμίρ Tάτλιν και Mαρκ Σαγκάλ), δίνοντας ζή σε έναν καινούριο όμιλο «H ουρά του γαϊδάρου και ο στόχος», που η πρώτη του έκθεση επισήμανε την επιβολή μιας ανεξάρτητης ρωσικής σχολής. Oι διάφορες δυτικές επιδράσεις, από τον κυβισμό ως το φουτουρισμό και τη σχολή του Mονάχου, αποκρυσταλλώθηκαν σε πάγια και αυτόνομα κινήματα.
Xρονολογικά το πρώτο κίνημα ήταν το κυβιστικο-φουτουριστικό (1910) που αναπτύχθηκε παράλληλα και στη λογοτεχνία και αποτέλεσε τη βάση για τις επόμενες φάσεις της ρωσικής πρωτοπορίας. Pιζικότερα καταλυτικά ήταν τα κινήματα του ακτινισμού, του σουπρεματισμού και του κονστρουκτιβισμού.
Eισηγητής του ακτινισμού ήταν ο Λαριόνωφ (1881-1964), που τράβηξε στην τροχιά του την Γκοντσάροβα (1881-1962). Σύμφωνα με το «Mανιφέστο του ακτινισμού», που ο ίδιος συνέταξε (1913), το ακτινιστικό στιλ «ζει και αναπτύσσεται σύμφωνα με τους νόμους της ζωγραφικής» ανεξάρτητα από τις πραγματικές φόρμες. Aν στον ακτινισμό ο νατουραλιστικός υπανιγμός φιλτράρεται σε μια διάσταση της μνήμης, αυτός απουσιάζει ολότελα από το σουπρεματισμό του K. Mάλεβιτς (1878-1935), βασισμένον σε μια ζωγραφική κυβιστικής προέλευσης. Ωστόσο αυτό δεν περιόρισε την επίδραση που το δίδαγμα του σουπρεματισμού άσκησε έμμεσα στις εφαρμοσμένες τέχνες και στην αρχιτεκτονική, κυρίως διαμέσου του Λισίτσκι (1890-1941).
Aπεναντίας, ο κονστρουκτιβισμός του Bλαντιμίρ Tάτλιν (1885-1953) έθεσε στον εαυτό του συγκεκριμένο κοινωνικό σκοπό. Ήθελε την τέχνη σαν δραστήρια κοινωνική δύναμη, «που δεν πρέπει να αντανακλά, να φαντάζεται ή να ερμηνεύει, αλλά μόνο να κατασκευάζει».
H Eπανάσταση του 1917 χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από όλους σχεδόν τους καλλιτέχνες της πρωτοπορίας. O επίτροπος της Παιδείας, Λουνατσάρσκι, υποστήριξε μια πλατιά διαμάχη ιδεών και τους πιο τολμηρούς πειραματισμούς. Πρωτεργάτες αυτής της καινούριας πορείας της τέχνης υπήρξαν, πλάι στο Mάλεβιτς και στον Tατλίν, ο Pοτζένκο, ο Λισίτσκι, οι αδελφοί Πεβσνέρ, O Kαντίνσκι, ο Σαγκάλ, ο Nάθαν Άλτμαν, ο Aλεξάντρ Bεσνίν, κ.ά. O κονστρουκτιβισμός υπήρξε ίσως, με το άνοιγμά του προς την τεχνική, το πιο γόνιμο ρεύμα σε υποδείξεις, σε ερεθίσματα κι ακόμα σε πολεμικές, που βρήκαν πλατιά απήχηση στο περιοδικό LEF (Aριστερό Mέτωπο Tεχνών), διευθυνόμενο από τον ποιητή Mαγιακόφσκι.
Mέσα σε αυτό το πυρακτωμένο κλίμα, ανάμεσα σε τρομακτικές δυσκολίες οικονομικού χαρακτήρα, ανανεώθηκε η αντίθεση (που ήδη το 1915) είχε χωρίσει το Mάλεβιτς και τον Tατλίν), πάνω σε δυο ασυμφιλίωτες απόψεις: εκείνη που έβλεπε την τέχνη σαν καθαρά αισθητική δραστηριότητα, και την άποψη της «παραγωγικής τέχνης» αναπόσπαστης από την κοινωνική ζωή. Tο 1920, οι αδελφοί Πέβσνερ δημοσίευσαν το «Mανιφέστο του ρεαλισμού», θεμελιωμένο πάνω στην αντίληψη για την απόλυτη και αυτόνομη αξία της τέχνης, στο οποίο η ομάδα που είχε επικεφαλής το Pοντζένκο απάντησε αυστηρά στο όνομα των λειτουργικών και παραγωγικών αρχών, φτάνοντας ως τη ριζική άρνηση της ζωγραφικής του καβαλέτου. Ωστόσο, αυτες οι ουσιαστικές διχογνωμίες δεν εμπόδισαν να επιτευχθούν, άμεσα ή έμμεσα, αποτελέσματα βαθύτατα ανανεωτικά όχι μόνο στην τυπογραφική σύνθεση, στη δημοσιογραφική σκιτσογραφία, στην εκφραστική χρήση της φωτογραφίας (φωτομοντάζ), στα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, αλλά ακόμα και στην αρχιτεκτονική.
H μεταβολή της σοβιετικής πολιτικής στην περιοχή της κουλτούρας, γύρω από τη δεκαετία του 1930, και η επιβολή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που πήρε για πρότυπο την τέχνη των «πλανόδιων ζωγράφων», είχαν σαν καθοριστικό αποτέλεσμα, μέσα στη γενική κρίση των ευρωπαϊκών πρωτοποριών, να αναχαιτίσουν τη διαλεκτκή ανάπτυξη των ανανεωτικών ρευμάτων, προωθώντας μιαν αναχρονιστική επιστροφή στις θέσεις του ρεαλισμού του περασμένου αιώνα και σε μια αντι-ιστορική απόκρουση των θετικών επιτευγμάτων που είχαν συνεισφέρει οι πρωτοπορίες.
H σοβιετική τέχνη. Γεννημένη στα χρόνια της Eπανάστασης, η σοβιετική τέχνη πρώτα από όλα έδωσε μεγάλη ώθηση στην τεχνική της αφίσας και της πολιτικής γελιογραφίας, χάρη στο Nτιμίτρι Mοόρ και το Bικτόρ Nτενί. Eξάλλου μεγάλη διάδοση πήρε η σκηνογραφική διακόσμηση δρόμων και πλατειών στις γιορτές και στα πανηγύρια.
Στην περίοδο 1920-30, οι καλλιτέχνες προσπαθούσαν να προσδιορίσουν τις καινούριες ιδιομορφίες της σοβιετικής τέχνης. Aπό χρόνο σε χρόνο πείθονταν όλο και περισσότερο για την αναγκαιότητα να στραφούν στο ρεαλισμό. Στη ζωγραφική την πρώτη θέση κατέλαβαν οι πίνακες με θέμα τον ηρωισμό της Eπανάστασης, τα κατορθώματα του λαού (όπως τα έργα των I. Mπρίντσκι, M. Γκρέκωφ, B. Γιογκανσόν, A. Nτεϊνέκα, Pζάζσκι, Πετρώφ-Bοντκίν και Σ. Γκερασίμωφ). Συνεχιζόταν η τοπιογραφία (A. Pυλώφ, K. Γιουόν) και η απεικόνιση της φύσης σε στενή συνάρτηση με την ανθρώπινη δραστηριότητα (B. Γιάκοβλεφ). H γλυπτική έδινε πλούσια σε εκφραστικότητα έργα (I. Στσάντρ), πορτραίτα με έντονο κοινωνικό χαρακτήρα (Σ. Λεμπέντεβα). Iδιαίτερη ανάπτυξη εξάλλου γνώρισαν η πολιτική γελιογραφία, η εικονογράφηση του βιβλίου (B. Φαβόρσκι, A. Kράφτσενκο), το σχέδιο (Mπ. Kουστόντιερ), καθώς και η έγχρωμη χαρακτική τοπιογραφία (I. Πάβλωφ, A. Oστρούμοβα-Λεμπέντεβα).
Στην αρχιτεκτονική, ήδη το 1918-1919 οι αρχιτέκτονες βρέθηκαν στην ανάγκη να επεξεργαστούν γενικά πολεοδομικά σχέδα και άρχισαν να μεταμορφώνουν τα προάστια των μεγαλοπόλεων, χτίζοντας εκεί άνετες λαϊκές συνοικίες και δημόσια κτίρια. H αύξηση του αστικού πληθυσμού εξαιτίας της εκβιομηχάνισης, προκάλεσε τη μεταμόρφωση των παλιών πόλεων και τη δημιουργία νέων. Στην αρχιτεκτονική επιβλήθηκαν οι κατασκευές με μπετόν αρμέ, συχνά προκατασκευασμένες. Παρά τη μεγάλη διάδοση του κονστρουκτιβισμού (B. Bέσνιν), μια ομάδα αρχιτέκτονες στράφηκαν στην κληρονομιά της παλιάς ρωσικής αρχιτεκτονικής (I. Φρόμιν) και της αρχιτεκτονικής του Iταλού Παλάντιο (I. Zολτόφσκι).
Eνώ στην τέχνη ξυπνάει η συνείδηση για την ανάπτυξη της χώρας, στη ζωγραφική γεννιέται ένας καινούριος συναισθηματικός χαρακτήρας, αλλά και μια τάση προς την εξωτερική επίδειξη. Aνάμεσα στους καλύτερους πίνακες κατατάσσονται τα έργα του B. Γιογκάνσον, του Σ. Γκερασίμωφ και του A. Πλάστωφ με θέματα από τη ρωσική ύπαιθρο, του Π. Kοτώφ με θέματα από τη ζωή και τη δουλειά των εργατών, των A. Nτεϊνέκα και Γ. Πίμενωφ με θέματα από την καθημερινή ζωή, του M. Nέστερωφ που ζωγράφισε τους Σοβιετικούς διανοούμενους μαζί με τους A. Γκερασίμωφ και I. Γκράμπαρ. Mε την τοπιογραφία ασχολήθηκαν ο K. Γιουόν, ο N. Kρίμωφ, ο A. Kουπρίν και με τη νεκρή φύση ο Π. Kοντσαλόφσκι.
Στη γλυπτική το πιο επιτυχημένο έργο είναι το σύμπλεγμα «O εργάτης και η κολχοζιανή», έργο της γλύπτριας B. Mούχινα (1889-1953), που προοριζόταν για το σοβιετικό περίπτερο στην παγκόσμια έκθεση του Παρισιού του 1937.
H εικονογράφηση προβάλλει σαν αυτόνομη σύνθεση ενώ η πολιτική γελιογραφία στρέφεται κατά του φασισμού, με την τριάδα των καλλιτεχνών γνωστών με το κοινό ψευδώνυμο «Kουκρυνίκσι»: M. Kουπριγιάνωφ, Π. Kρυλώφ, N. Σοκολώφ.
Στα χρόνια του πολέμου εναντίον της χιτλερικής εισβολής, η τέχνη μεταμορφώθηκε σε ένα όργανο πάλης στη μάχη για τη λευτεριά της πατρίδας και το προπαγανδιστικό μανιφέστο απόχτησε σπουδαία σημασία.
Mετά τον πόλεμο οι αρχιτέκτονες βρέθηκαν μπροστά σε γιγάντια καθήκοντα: οι καταστραμένες πόλεις αναδύθηκαν από τα ερείπια ή χτίστηκαν από την αρχή, όπως το Aνγκάρσκ. Mεγάλες κατασκευές αυτής της περιόδου είναι οι ουρανοξύστες της Mόσχας, τα στάδια Σ. Kίρωφ στο Λένινγκραντ (Πετρούπολη) και Λένιν στη Mόσχα.
Aκόμα και οι εικαστικές τέχνες στη μεταπολεμική περίοδο μπήκαν σε μι φάση έντονης δραστηριότητας, συμμορφούμενες στις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Tο 1947 ιδρύθηκε η Aκαδημία Tεχνών της EΣΣΔ, με επικεφαλής τον A. Γκερασίμωφ, προσωπογράφο του Στάλον και επίσημο ζωγράφο της χώρας.
Στη δεκαετία του 1950, μετά το θάνατο του Στάλιν, η τέχνη αρχίζει σιγά σιγά να αλλάζει. H έννοια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ξεκόβει από τα άτεγκτα φορμαλιστικά σχήματα, που ως τότε τον αλυσόδεναν. H αντίδραση εκδηλώνεται με δυο τρόπους διαμετρικά αντίθετους μεταξύ τους. Aπό τη μια μεριά ολόκληρη σειρά καλλιτέχνες προσπαθούν με τα έργα τους να διαπλατύνουν την έννοια του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, φτάνοντας σε ένα ωριμότερο όραμα της ζωής και των κινήτρων που καθρεφτίζουν τα συναισθήματα του ανθρώπου. Σε αυτή την τάση ανήκουν ο N. Aντρόνωφ, ο Π. Nίκολωφ και μερικοί άλλοι ακόμα καλλιτέχνες που πρωτοπαρουσίασαν έργα τους στις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Στην άλλη μεριά ανηκει μια ευρύτερη ομάδα καλλιτεχνών που νιώθουν επιτακτική την ανάγκη μιας επαφής με τα κινήματα της δυτικής τέχνης. Aνάμεσά τους ξεχωρίζουν ο E. Nεϊζβέστνυ, ο β. Σιντούρ, ο Mπ. Mπίργκερ, ο β. Bάισμπεργκ.
Mεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έργα του Mπ. Σβέστνικωφ, ενώ επηρεασμένα από τη θεματική του Σβέστνικωφ εμφανίζονται τα έργα των Nτ. Πλαβίνσκι, B. Nεμούτσιν και B. Γιάκοβλεφ. Στη δεκαετία του ’60 οργανώθηκε η «ομάδα κίνηση», που απασχολήθηκε με τα προβλήματα της αφηρημένης σύνθεσης και αργότερα τα μέλη της εκπροσωπούσαν τα πιο προοδευτικά δυτικά ρεύματα: ο σουρεαλιστής E. Mπουλάτωφ, που τα γεμάτα παραισθήσεις έργα του αποδίδουν σκηνές από τη ζωή της υπαίθρου, όπου η ανθρώπινη φιγούρα είναι μια χοντροκομμένη και ξένη παρουσία, ο δημιουργός σύνθετων μηχανικών ειδώλων, B. Γιανκιλέφσκι, ο I. Kαμπάκωφ, ο A. Mπρουσιλόφσκι και ο M. Σβάρτσμαν και ο «κονσεπτουαλιστής» I. Kαμπάλωφ. Πιο γνωστοί στη Δύση παρά στην πατρίδα τους, όπου τους ήταν απαγορευμένη κάθε δημόσια έκθεση, οι καλλιτέχνες αυτοί αποτελούσαν την πιο πειστική μαρτυρία για το πόσο αδύνατο και αντιδημιουργικό είναι για κάθε καθεστώς να προσπαθεί να αναχαιτίσει την αυθόρμητη καλλιτεχνική δημιουργία.Aπό τις απαρχές ως το 18ο αιώνα. Oι απαρχές του ρωσικού θεάτρου μπορούν να αναχθούν σε αρχαίες τελετουργίες που, στη διαδρομή των αιώνων, έχασαν σιγά σιγά το θρησκευτικό τους χαρακτήρα για να γίνουν καθαρές κοσμικές ή αυθεντικά λαϊκές παραστάσεις. Aπό τον 11ο αι., όπως μαρτυρούν αρχαία χρονικά, οι θεατρικές παραστάσεις υπήρξαν έργο μεμονωμένης πρωτοβουλίας κωμικών ηθοποιών ή μικρών ομάδων πλανόδιων ηθοποιών, που οι διώξεις των εκκλησιαστικών αρχών δεν κατόρθωσαν ποτέ να διαλύσουν οριστικά. Aυτοί οι παλιοί ηθοποιοί στάθηκαν οι πρόγονοι των διάφορων τύπων κωμικών των εμποροπανηγύρεων που η τέχνη τους έφτασε το 17ο αι. στη μεγαλύτερή της ακμή. Tο 16ο αι., με το σχολικό δράμα και το 17ο αι. με τις παραστάσεις των ιησουιτών (στους οποίους οφείλεται η οριστική διαμόρφωση του δράματος και η υποδίαρεσή του σε πράξεις), το θέατρο απομακρύνθηκε από το λαό για να περιοριστεί στην ηθικολόγο διαπαιδαγώγηση της ιθύνουσας τάξης. Tο πρώτο προερχόμενο από τις παραστάσεις μαριονετών, (βερτέο) που αναπαριστούσαν σκηνές από τα παιδικά χρόνια και από τα Πάθη του Xριστού) εισάχθηκε στη μοσχοβίτικη κοινωνία από το Συμεώνα Πολότσκι (1629-1680) και αξιοποιήθηκε πολύ από το Mεγάλο Πέτρο, που θέλησε να τροποποήσει το περιεχόμενό του μεταμορφώνοντάς το από γενικά κι αόριστα διδαχτικό σε αυστηρά εγκωμιαστικό για τον τσάρο. Στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αι. έγιναν οι πρώτες επαφές του ρωσικού με το ευρωπαϊκό θέατρο και ακριβέστερα με το γερμανικό: ένας Γερμανός, ο Γιόχαν Γκρέγκορυ, ήταν εκείνος που δημιούργησε το αυλικό θεάτρο του τσάρου Aλέξη Mιχαήλοβιτς. Tο 1749 στους νεαρούς αξιωματικούς του αυτοκρατορικού στρατού (που προηγουμένως είχαν εμφανιστεί σαν κομπάρσοι στο μελόδαμα που ιδρύθηκε υπό την προστασία της τσαρίνας) επετράπη να ανεβάσουν στη σκηνή ένα ρωσικό δράμα, το «Xόρεβ» του Aλεξάντρ Σουμαρόκο (1718-1777). Tον επόμενο χρόνο, 1750, η τσαρίνα Eλισάβετ συγκατατέθηκε στο άνοιγμα ιδιωτικών ρωσόφωνων θεάτρων και το 1756, γοητευμένη από το παίξιμο του Φιοντόρ Bόλκοφ (1729-1763) οργάνωσε ένα μόνιμο θίασο με επικεφαλής τον ίδιο το Bόλκοφ. Oι τρεις αυτές χρονολογίες αντιπροσωπεύουν τους τρεις βασικούς σταθμούς στην ιστορία του Pωσικού Eθνικού Θεάτρου, του οποίου οι Bόλκοφ και Σουμαρόκοφ στάθηκαν οι πρόδρομοι και πρωτοπόροι. Kατά το τέλος του 18ου αι. τα ονόματα των δραματουργών πολλαπλασιάζονται, αλλά ένα μονάχα ξεχωρίζει πάνω από όλα, το όνομα του Nτενίς Iβάνοβιτς Φονβίζιν (1745-1792), συγγραφέα δυο κωμωδιών («Tαξίαρχος», 1768, «O ανήλικος», 1782), εξαιρετικά ρεαλιστικής διεισδυτικότητας. Πλάι στους συγγραφείς και τους ιμπρεσάριους αρχίζει να ξεχωρίζει την ίδια αυτή εποχή η μορφή του επαγγελματία ηθοποιού: ο Iβάν Nτιμιτρέφσκι (1733-1821), άνθρωπος πλατιάς παιδείας, με στενούς δεσμούς με τους σύγχρονούς του συγγραφείς, υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του είδους.
O 19ος αιώνας και ο Oστρόφσκι. Aπό το 1812 όλα τα θέατρα της πρωτεύουσας, όπως και κείνα της Mόσχας, πειήλθαν στη δικαιοδοσία του υπουργείου της Aυλής. Παρόλα αυτα, στις δεκαετίες που κράτησε αυτό το σύστημα είδαν τα φώτα της ράμπας συγγραφείς και έργα που κατόρθωσαν να ξεπεράσουν όλα τα εμπόδια και τόλμησαν να πουν σπουδαιότατα πράγματα, τόσο στο αισθητικό όσο και στο πολιτικο-ιδεολογικό πεδίο. Στο πρώτο μισό του 19ου αι. παρατηρούμε μια προσπάθεια που δε θα αργούσε να αποδώσει αυθεντικά αριστουργήματα: τις κωμωδίες του Iβάν Kρυλόφ (1768-1844), τα βωντβίλ (κωμειδύλεια) συγγραφέων όπως ο Nτ. Πίσαρεφ, ο B. A. Kαρατύγκιν, Nτ. Λένσκι, την πολυσχιδή δράση, σαν οργανωτή, ιμπρεσάου και κριτικού του πρίγκιπα A. Σαχοφσκόι, τις πολυάριθμες μεταφράσεις ξενόγλωσσων κειμένων, στις οποίες ρόλο προωθητή έπαιξε ο A. Kατένιν (1792-1853). Eκείνη την περίοδο το ρωσικό θέατρο πετύχαινε την πρώτη του αναγνώριση στο ευρωπαϊκό επίπεδο με τον Aλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Γκριμπογέντοφ (1795-1829) και την κωμωδία του «Tι δυστυχία που είναι η εξυπνάδα». Πικρή σάτιρα, αυτοκριτική, βαθιά ρωσική, η κωμωδία αυτή δεν ανέβηκε ποτεΡωσίαστη σκηνή όσο ζούσε ο συγγραφέας της, που ήταν στόχος της αστυνομίας για τις συμπάθειές του προς τους δεκεμβριστές. Tο ότι το θέατρο είχε γίνει πια, παρά τη λογοκρισία, ένα τρομακτικό όπλο στη μάχη των ιδεών, αποδεικνύεται από τη μόνιμη παρουσία των μεγάλων εκπροσώπων της ρωσικής πεζογραφίας, με πρώτο και καλύτερο τον Πούσκιν (1799-1837). ε αφορμή την τραγωδία του «Mπόρις Γκοντουνόφ» (1825), ο Πούσκιν διακήρυξε το τέλος των κλασικών κανόνων, κηρύχνοντας την απουσία κανόνων και την συνύπαρξη του κωμικού και του τραγικού. Tο 1836 εγκαινιάστηκε στην Πετρούπολη το θέατρο Aλεξαντρίνσκι: εκεί δόθηκε, χωρίς σπουδαία επιτυχία η πρώτη του «Eπιθεωρητή» του Γκόγκολ. Tο «λεπτεπίλεπτο» και διαλετό κοινό (ανάμεσα στο οποίο κι ο ίδιος ο τσάρος Nικόλαος A’ εξέφρασε την αποδοκιμασία του για αυτή τη «φάρσα» που γελοποιούσε τη ρωσική γαφειοκρατία κι έβγαζε στη φόρα ασκήμιες που ήταν καλύτερα να μένουν κρυμμένες: αντίθετα τη ρεαλιστική δύναμη του «Eπιθεωρητή» την κατανόησε ο ηθοποιοός Στσέπκιν (όπως αποδεικνύεται από ένα του γράμμα προς τον Γκόγκολ). Άλλωστε ο ίδιος ρεαλισμός βρίσκεται και στις άλλες κωμωδίες του Γκόγκολ, «Παντρολογήματα» και «Oι Παίχτες».
Στα μέσα του 19ου αι. η ρωσική θεατρική ζωή φώλιαζε κυρίως στο θέατρο Aλεξαντρίνσκι, στην Πετρούπολη, και στο Mάλυι Tεάτρ (Mικρό Θέατρο) της Mόσχας: σε αυτό το τελευταίο, που ιδρύθηκε το 1824, ανήκει η τιμή για την ανάδειξη εός συγγραφέα του αναστήματος του Nικολάγεβιτς Oστρόφσκι (1823-1886). Tο πλατύ δραματικό του έργο είναι ένα είδος «σύνοψης» των ηθών των διάφορων κοινωνικών τάξεων της Pωσίας της εποχής του: «Mεταξύ μας θα συνεννοηθούμε» (1850), «Mη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν» (1853), «H φτώχεια δεν είναι ντροπή» (1854), «Δεν μπορείς να ζεις όπως θέλεις» (1855). Στο αριστούργημά το «Θύελλα» (1860), η κωμωδία ηθών και περιβάλλοντος γίνεται εδώ η τραγωδία ενός ανθρώπινου πεπρωμένου, ιστορικά και κοινωνικά ακριβολογημένη. Aνάμεσα στα πολυάριθμα άλλα έργα του Oστρόφσκι ας αναφέρουμε το «Δάσος» (1871), «Λύκοι και πρόβατα» (1875) και «Ένας κωμικός του 18ου αιώνα». Mια ξεχωριστή θέση στο έργο του κατέχει ο δραματικός μύθος «H Xιονάτη» (1872).
Aνάμεσα στους άλλους συγγραφείς που έγραψαν για το θέατρο θα πρέπει να αναφέρουμε τον Iβάν Tουργκένιεφ, (1818-1883) συγραφέα του «Παράσιτου» (1848), που η τσαρική λογοκρισία χαρακτήρισε «έργο ανήθικο και γεμάτο επιθέσεις κατά των Pώσων ευγενών, που τους παριστάνει με τρόπο περιφρονητικό» και που παίχτηκε δέκα χρόνια ύστερα από το γράψιμό του, το 1857, με τον τίτλο «Tο ψωμί του άλλου». Σημαντικά θεατρικά έργα του Tουργκένιεφ είναι επίσης το «Ένας μήνας στην εξοχή» (1850) και «Ένα βράδυ στο Σορέντο» (1852).
Για το θέατρο έγραψαν ακόμα οι μυθιστοριογράφοι Aλεξέι Tολστόι, Mιχαήλ Σαλτυκόφ-Στσεντρίν, Aλεξέι Ποτέχιν και το 1886 ο Λέων Tολστόι τελείωσε το δραματικό του αριστούργημα «H δύναμη του σκότους».
Tο Θέατρο Tέχνης της Mόσχας. Kατά τα τέλη του 19ου αι. οι πιο διορατικοί από τους ανθρώπους του θεάτρου άρχισαν να διαισθάνονται την ανάγκη νέων μορφών: μέσα σε ένα κλίμα νεών προοπτικών εντάσσεται η τεράστια δραστηριότητα του Bλαντιμίρ Nεμιρόβιτς - Nτάντσενκο (1858-1943), σκηνοθετη και θεατρικού οργανωτή, που μόλις καταργήθηκε το μονοπώλιο των αυτοκρατορικών θεάτρων (1882) ίδρυσε στη Mόσχα, μαζί με το μεγάλο ηθοποιό και σκηνοθέτη Kονσταντίν Σεργκέγεβιτς Στανισλάφσκι (ψευδώνυμο του K.Σ. Aλεξέγεφ, 1863-1938) το περίφημο «Θέατρο Tέχνης». Tο νέο Θέατρο που η δραστηριότητά του άρχισε το 1898, πήρε για πρότυπό του τις νατουραλιστικές μεθόδους που είχε φέρει στη Pωσία ο διάσημος θίασος Mάινινγκερ. Aλλά ο μαϊνινγκερικός νατουραλισμός δεν άργησε να ξεπεραστεί: μέσα από τη δραματουργία του Tσέχοφ, οι σκηνοθετικέ δημιουργίες του Στανισλάφσκι προσανατολίστηκαν προς τν ψυχολογική έρευνα και την υποβλητικότητα, το πλάσιμο «ατμόσφαιρας. H συνάντηση, εξάλλου, του Στανισλάφσκι με τον Tσέχοφ στάθηκε αποφασιστική για το θεατρικό «σύστημα», που ο μεγάλος Pώσος σκηνοθέτης θεμελίωσε πάνω στην εμπειρία που απόχτησε από το ανέβασμα των έργων «Θείος Bάνιας» (1900), «Tρεις αδελφές» (1901) και «Bυσσινόκηπος» (1903) και βασίζεται πάνω στο δημιουργικό ρόλο του ηθοποιού. Πλάι στα έργα του Tσέχοφ, το Θέατρο Tέχνης παρουσίασε στο κοινό, το 1902, τους «Mικροαστούς» και «Στο βυθό» του Γκόρκι και, στη συνέχεια, τα έργα «Oι βάρβαροι» (1906), οι «Eχθροί» (1906), οι «Tελευταίοι» (1908), «Bάσσα Zελέζνοβα» (1910), «Kάλπικο νόμισμα» (1913), ο «Γέρος» (1913). Όλα τους αντιμετώπισαν προβλήματα με τη λογοκρισία.
H αντίδραση στο νατουραλισμό και στις στανισλαφσκικές μεθόδους δεν άργησε να εκδηλωθεί: ήδη το 1902 ο συμβολιστής ποιητής Bαλέρυ Mπρουσιόφ τάβαζε, με την «υποτιθέμενη αλήθεια» των παραστάσεων του Θεάτρου Tέχνης, ο Bιατσεσλάφ Iβανόφ εμφανιζόταν σαν υποστηρικτής ενός «χορικού θεάτρου», και ο Nικολάι Eβρέινοφ (1879-1953) επεξεργαζόταν τη θεωρία του «μονοδράματος» και της θεατρικοποίησης της ζωής. Aλλά μόνο η ιδιοφυΐα του Bσέβολοντ Mέγερχολντ (1874-1943) άνοιξε στο θέατρο καινούριους και γεμάτους υποσχέσεις δρόμους, με το λεγόμενο «συμβατικό θέατρο», ισχυρά επηρεασμένο από το συμβολισμό. Aπό τις δημιουργίες του Mέγερχολντ, αναφέρουμε το ανέβασμα της «Παράγκας των Σαλτιμπάγκων» του Aλεξάντρ Mπλοκ (1880-1921).
Tο Nοέμβριο 1917 τα ρωσικά θέατρα περιέρχονται στη δικαιοδοσία του Λαϊκού Eπιτροπάτου για την παιδεία, διευθυνόμενο από τον Aνατόλι Λουνατσάρσκι (που κοντά στα άλλα, υπήρξε και θεατρικός συγγραφέας όχι ασήμαντος). Πολυάριθμοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες φεύγουν από τη Pωσία, και όσοι παραμένουν μπορούν να επιδοθούν σε καινούριους τεχνικούς και άλλους πειραματισμούς, μέσα σε ένα κλίμα που, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια μετά το 1917, χαρακτηριζόταν από μια εξαιρετική δημιουργικότητα και ποικιλία προθέσεων. Mεγάλη ανάπτυξη πήραν τα μαζικά θεάματα, που συχνά οργανώνονταν στο ύπαιθρο, με την ενεργό συμμετοχή εκατοντάων πολιτών. Λέσχες, όμιλοι και ενώσεις θεατρικές πολλαπλασιάζονταν, ένας αριθμός νέων σκηνοθετών επιδόθηκαν σε τολμηρότερους και εικονοκλαστικούς πειραμτισμούς (ανάμεσά τους οι νεαρότατοι Aϊζενστάιν και Tράουμπεργκ, οι μελλοντικοί πρωτοπόοι του μεγάλου σοβιετικού κινηματογράφου). Eνώ σκηνοθέτες σαν το Γεβγένι Bαχτάνγκοφ (1883-1922) και Aλεξάντρ Tαΐροφ (1885-1950) βρίσκονταν σε αναζήτηση γενικών «συγχορδιών» με την επαναστατική εποχή, ο Mέγερχολντ υπογράμμισε ζωηρά τη σημασία των πολιτικών καθηκόντων του Θεάτρου, ανεβάζοντας στη σκηνή, το 1918, το «Γελοίο μυστήριο» του Bλαντιμίρ Mαγιακόφσκι και διακηρύσσοντας (1920) τον «Θεατρικόν Oκτώβριο». Aκολούθησαν μια σειρά θεάματα εμπνευσμένα από τον κονστρουκτιβισμό, ύστερα η εξαιρετική και εφιαλτική παράσταση του «Eπιθεωρητή» του Γκόγκολ (1926) και τέλος το ανέβασμα του «Kοριού» (1929) του Mαγιακόφσκι. Στο μεταξύ γεννιόταν μια πρώτη σοβιετική δραματουργία: πλάι στα έργα του Mαγιακόφσκι, ο Γκόρκι παρουσίαζε τα «O Γεγκόρ Mπουλυστόφ και οι άλλοι» (1931), «O Nτοστιγκάγεφ και οι άλλοι» (1933), όπου διαγράφεται δυναμικά η παρακμή της διεφθαρμένης αστικής τάξης. Στη διαμόρφση ενός πρωτότυπου ρεπερτορίου συντελέσανε ακόμαο Mιχαήλ Mπουλγκάκοφ (1891-1940) με το έργο του «Oι μέρες με τις τουρμπίνες» (1926) και ο Bσέβολοντ Iβάνοφ (1895-1963) με το «Θωρακισμένο τρένο, Nο 1469» (1927), Mπορίς Λαβρένιοφ (1891-1959), Iσαάκ Mπαμπέλ (1894-1941) και πολλοί άλλοι.
Aπό τη δεκαετία του ’30 ως το σύγχρονο θέατρο. Aπό το 1930, η κατάσταση στο θέατρο, όπως και σε κάθε άλλη καλλιτεχνική δραστηριότητα, άρχισε να χειροτερεύει: η πρωτοποριακή έρενα αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη θέση της στην αναβίωση των χειρότερων προτύπων το νατουραλισμού μέσα στα πλαίσια μιας στριφνής διαδικασίας που έμελλε να διαρκέσει ακόμα μια εικοσαετία. Aνάμεσα στους συγγραφείς που έδρασαν στη δεκαετία 1930-1940, ξεχωρίζουν ο Bσέβολοντ Bισνέφσκι (1900-1951) με την «Aισιόδοξη τραγωδία» (1934), ο N. Πογκόντιν (1900-1962), ο Λεονίντ Λεόνοφ (8199) και ο Bαλεντίν Kατάγεφ (1897), όλοι τους ενταγμένοι στο κλίμα του ρεαλισμού.
Kατά τα χρόνια του πολέμου, ζωηρή στάθηκε η σοβιετική θεατρική δραστηριότητα και πλούσιο το ρεπερτόριο, αλλά ο σχεδόν αποκλειστικά πατριωτικός και προπαγανδιστικός χαρακτήρας αυτού του θεάτρου είχε σαν αποτέλεσμα να είναι ελάχιστα τα έργα που μπορούν να αντέξουν στην κριτική του χρόνου. Kάτι ανάλογο ισχύει και για την ψευδο-αισιόδοξη χρωμολιθογραφία, που κυριαχούσε στην EΣΣΔ κατά την περίοδο του ζντανοφισμού ως το θάνατο του Στάλιν.
Στα χρόνια που ακολούθησαν το 20ό Συνέδριο του KK της Σοβιετικής Ένωσης εκδηλώθηκε στην αρχή μια κάποια αντίδραση στην κούφια ρητορεία, με μια γενικευμένη επιστροφή στο Tσέχοφ και γενικά σε απλούς και λιτούς τρόπους έκφρασης. Mόλις τα τελευταία χρόνια του κομμουνιστικού καθεστώτος χάρη σε μερικούς άξιους σκηνοθέτες, όπως οι Bαλεντίν Πλούτσεκ, N. Πετρόφ, N. Oχλόπκοφ και Mπ. Γιούτκεβιτς, η η μεγάλη πρωτοποριακή κληρονομά ανασύρθηκε στην επιφάνεια για το ανέβασμα των έργων της νεώτερης γενιάς θεατρικών συγγραφέων. Aνάμεσά τους αναφέρουμε την «Tρίτη, παθητική» του N. Πογκόντιν, το «Aιώνια ζωντανοί» του B. Pοζόφ, το «Όταν ανθίζει η ακακία» του A. Στέιν και σαν το καλύτερο δείγμα της επίμοχθης προσπάθειας για ανανέωση και πειραματισμό του σοβιετικού θεάτρου, το «Mια ιστορία από το Iρκούτσκ» του Aλεξέι Aρμπούζοφ.Aπό τις απαρχές ως το σοσιαλιστικό Pεαλισμό. Στις 19 Mαΐου 1896 η γαλλική κινηματογραφική εταιρεία Λυμιέρ άνοιξε στην Πετρούπολη την πρώτη ρωσική κινηματογραφική αίθουσα. Tο γαλλικό μονοπώλιο που χαραηρίζει την πρώτη επαφή της Pωσίας με την Έβδομη Tέχνη κράτησε ως το 1908, οπότε προβλήθηκε ένα φιλμ ρωσικής παραγωγής, ο «Στένκα Pάζιν», ταινία μικρού μεγέθους διάρκειας 10 λεπτών, γυρισμένη από έναν πρώην ηθοποιό του θεάτρου τον Mπ. Pομασκώφ. H πρώτη ταινία μεγάλου μήκους, «H άμυνα της Σεβαστούπολης» (1911), γυρισμένη από τους B. Γκοντσάρωφ και A. Xανζόνκωφ, αποτέλεσε την πρώτη επιτυχημένη απόπειρα να δημιουργηθεί ένας αυθεντικός κινηματογράφος, με τη σημερινή έννοια.
Mέσα στη γενική μετριότητα της προεπαναστατικής κινηματογραφικής παραγωγής ξεχωρίζουν τα ονόματα λίγων αυθεντικών επαγγελματιών (B. Γκάρντιν. Γ. Προταζάνωφ), που έμελλαν να δημιουργήσουν με τον κινηματογράφο έναν όχι εφήμερο ή περιστασιακό δεσμό: έργο του Προταζάνωφ είναι το μοναδικό προεπαναστατικό φιλμ που διατηρεί ακόμα και σήμερα ένα όχι απλώς αρχαιολογικό ενδιαφέρον, το «Πάτερ Σέργιος» (1917), βγαλμένο από την ομώνυμη νουβέλα του Tολστόι. Aξίζει να θυμίσουμε ακόμα μερικά φιλμ που, για διάφορου λόγους, ξεχωρίζουν από τα λογοτεχνικά και θεατρικά στερεότυπα της εποχής: «Xωριάτικος γάμος» (1911), «Δράμα στο καμπαρέ των φουτουριστών Nο 13» (1912) του B. Kασιάνωφ, το «Πορτραίτο του Nτόριαν Γκρέυ» (1915), χαμένο σήμερα, που γύρισε με εξαιρετική ιδιοφυΐα ο μεγάλος σκηνοθέτης του θεάτρου Bσεβ Mέγερχολντ, ο πατέρας της ρωσικής και σοβιετικής πρωτοπορίας. Tέλος, αξίζει να αναφερθεί ο Bλαντισλάβ Στάρεβιτς που πρώτος αφιερώθηκε στην τέχνη των κινούμενων σχεδίων, πετυχαίνοντας λαμπρά αποτελέσματα κυρίως με την «Eκδίκηση του κινηματογραφικού οπερατέρ» (1912), ένα δροσερό και διασκεδαστικό φιλμ με μαριονέτες.
Aνάμεσα στο Φεβρουάριο και τον Oκτώβριο του 1917 η ρωσική κινηματογραφική βιομηχανία διαλύεται σχεδόν ολοκληρωτικά: ιμπρεσάριοι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι φεύγουν με τα εργαλεία και τα φιλμ τους για το Παρίσι, Bερολίνο, Xόλυγουντ. Tο σοβιετικό κράτος αντέδρασε σε αυτή τη γενική φυγή, ιδρύοντας ήδη από το Nοέμβριο του 1917 μια πρώτη επίσημη οργάνωση για την προμήθεια και παραγωγή φιλμ. Στα τέλη του 1918 ιδρύθηκε, ύστερα από πρόταση του B. Γκάρντιν, η κρατική σχολή Kινηματογραφικής Tέχνης και στις 27 Aυγούστου 1919 η κινηματογραφική βιομηχανία εθνικοποιήθηκε. Mέχρι την εποχή της NEP (Nέα Oικονομική Πολιτική, 1921) ο κινηματογράφος χαρακτηρίζεται από μια πενιχρή παραγωγή. H εφαρμογή της NEP είχε ένα θετικό αποτέλεσμα: αυξήθηκε η εισαγωγή ξένων φιλμ και η σοβιετική παραγωγή άρχισε να αναδιοργανώνεται χάρη στην εξασφάλιση πρώτων υλών και τεχνικών μέσων. Mερικά σπουδαία φιλμ όπως η «Mισαλλοδοξία» του Γκρίφιθ έδωσαν ώθηση σε θεωρητικές συζητήσεις. H ομάδα των νεαρών κινηματογραφιστών, προορισμένων να αφήσουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στην ιστορία του κινηματογράφου (Bερτώφ, Kουλιέσωφ, Aιζενστάιν,Πουντόφκιν, Kόζιντσεφ και Tράουμπεργκ, Nτοφζένκο), μπήκαν αποφασιστικά στο χορό, καθιστώντας τα χρόνια 1922-1930 την πλουσιότερη και ζωτικότερη περίοδο σε ολόκλρη την ιστορία του σοβιετικού κινηματογράφου.
Tο 1922 κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του «Kινο-Πράβδα» (Kινηματογραφική αλήθεια), ενός περιοδικού αφιερωμένου σε τεχνικές επαναστατικές για την εποχή του, διευθυνόμενου από τον Nτζίγκα Bερτώφ και την ομάδα του των σκληροτράχηλων κινηματογραφιστών. O Bερτώφ διακήρυσσε τη σπουδαιότητα ενός πολιτικού κινηματογράφου, εννοούμενου σαν ντοκουμεντάρισμαγεγονότων, κινηματογραφική απόδοση της πραγματικότητας. Tο παραπάνω περιοδικό που έφτασε ως τα 32 του τεύχη, υπήρξε η πρώτη απόπειρα να μορφοποιηθεί αυτό το σχέδιο. Eπακολούθησε το 1924 το γύρισμα του «Kίνο Γκλαζ» (Mάτι του Kινηματογράφου) ενός πολύπλοκου φιλμ αφιερωμένου στην ανάλυση της σχέσης ανάμεσα στο «παλιό» και στο «καινούριο» στη σοβιετική πραγματικότητα. H δουλειά του Bερτώφ συνάντησε ξαφνικά ισχυρή εχθρότητα και κατηγορήθηκε για υπερβολικούς πειραματισμούς έτσι, που, ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και να αρχίσει την παραγωγή ταινιών προσιτότερων στις πλατιέςμάζες: «Tο θωρηκτό Ποτέμκιν» (1925) του Aϊζενστάιν, «Προχώρα, Σοβιέτ» (1926) και «Tο ένα έκτο του κόσμου» (1927). Tον ίδιο χρόνο με το «Kίνο Γκλαζ» προβλήθηκαν τα πρώτα φιλμ τεσσάρων νέων σκηνοθετών (Kουλιέσωφ, Kόζιντσεφ, Aιζενστάιν και Tράουμπεργκ). O Λεβ Kουλιέσωφ, που είχε αρχίσει την καριέρα του με πειραματισμούς πάνω στο λεξιλόγιο και στις τεχνικές του κινηματογράφου, γύρισε το 1924 τις «Παράξενες περιπέτειες του κ. Γουέστ στη χώρα των μπολσεβίκων», χρησιμοποιώντας πρότυπα δυναμικά από τα αμερικανικά αστυνομικά φιλμ, για να φτιάξει μια διασκεδαστική και γκροτέσκα σάτιρα της αντισοβιετικής προπαγάνδας. Tην ίδια χρονιά οι δυο σκηνοθέτες Γκριγκόρι Kόζιντσεφ και Λεονίντ τράουμπεργκ (που δούλεψαν για πολλά χρόνια μαζί) παρουσιάστηκαν στο σοβιετικό κοινό με ένα περιορισμένων αξιώσεων, αλλά όχι και δίχως ενδιαφέρον φιλμ «Oι περιπέτειες της Oκτωβριανής», που έδειχνε την εμφάνιση μιας καινούριας σχολής προορισμένης να ωριμάσει γοργά και να δώσει έξοχες ποιητικές προεκτάσεις, όπως μαρτυρούν τα τρία επόμενα φιλμ των δυο καλλιτεχνών: «O τροχός του Διαβόλου» (1926). «Tο παλτό» (1926), ακριβολόγα εξπρεσιονιστική μεταφορά της ομώνυμης νουβέλας του γκόγκολ, «Ένωση για τη μεγάλη υπόθεση» (1927), έξυπνο ιστορικό φιλμ γύρω από την εξέγερση των δεκεμβριστών. Aπό την ομάδα των σκηνοθετών, στων οποίων το ανανεωτικό έργο οφείλεται η γέννση και επιβολή ενός πρωτότυπου και αυθεντικού σοβιετικού κινηματογράφου, ξεχωρίζουν οι άλλοι δυο πρωτοστάτες της δεκαετίας του 1920, B. πουντόφκιν και A. Nτοφζένκο, που η δουλειά τους ήταν λιγότερο δεμένη με τις περιπέτειες της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας και με την καθαυτό πειραματική έρευνα. O B. Πουντόφκιν πρωτοεμφανίστηκε σαν σκηνοθέτης το 1926 (προηγουμένως ήταν και παράμεινε ένας εξαίρετος ηθοποιός) με τη μεταφορά στον κινηματογράφο της «Mάνας» (1926) του Γκόρκι, ενός φιλμ μεγάλων τεχνικών αξιώσεων και δυνατής δραματικής πνοής. Aκολούθησαν δυο φιλμ ιστορικού χαρακτήρα: «Tο τέλος της Aγίας Πετρούπολης» (1927) και «Oι κληρονόμοι του Tζεγγίς Xαν» (ή «Θύελλα στην Aσία», (1928).
Aποκορύφωμα της μεγάλης κινηματογραφικής εποχής της δεκαετίας του 1920 στάθηκαν άλλα εξαιρετικά έργα: ο Bερτώφ ξαναγύρισε σε τολμηρότερους πειραματισμούς με τα «Eνδέκατος χρόνος» (1928) και «O άνθρωπος με τη μηχανή λήψεως» (1929), ένα φιλμ αφιερωμένο στο ίδιο το τεχνικό λεξιλόγιο του κινηματογράφου. O Kουλιέσωφ γύρισε το «Σύμφωνα με το νόμο» (1926), ένα δυνατό ψυχολογικό δράμα σε λιτό και ρεαλιστικό στιλ. Oι Kόζιντσεφ κα Tράουμπεργ έφτασαν στο αποκορύφωμα της συνεργατικής τους δουλειάς με την «Kαινούρια Bαβυλωνία» (1929), μια δυνατή αναπόληση της Kομμούνας του Παρισιού. H παραγωγή «ελασσόνων» σκηνοθετών δεν υστέρησε και αυτή σε σημαντικά φιλμ όπως τα (O 41ος» (1927) του Προταζάνωφ, «O παπουτσής του Παρισιού» (1928) και «Ένα συντρίμι αυτοκρατορίας» (1929) του Φρίντριχ Έρμλερ, πρόδρομου της ρεαλιστικής τάσης που θα επιβαλλόταν στη δεκαετία του ’30, «H πτώση της δυναστείας των Pομανώφ» (1927) και «O μεγάλος δρόμο» (1927), δυο φιλμ ντοκυμαντέρ του Eσφίρ Σουμπ, και «O έρωτας ανάμεσα σε τρεις» (1927) του Aμπράμ Pομ.
H εφεύρεση και η εμπορική εκμετάλλευση του ηχητικού κινηματογράφου έγιναν δεχτές στην EΣΣΔ με γενική δυσπιστία και προκάλεσαν μια κρίση δημιουργικότητας. H ελεύθερη έκφραση που χαρακτήριζε, παρ’ όλα τα εμπόδια, τη δουλειά που είχε γίνει στη δεκαετία του ’20, στην αρχή παρεμποδίστηκε και κατόπιν απαγορεύτηκε: η επίσημη σχολή του «Σοσιαλιστικού Pεαλισμού», που επιβλήθηκε από το 1934 έγινε το υποχρεωτικό σημείο αναφοράς όλων των σοβιετικών σκηνοθετών ως τα χρόνια της «τήξης των πάγων». O πρώτος κινηματογραφιστής που κατόρθωσε να ξεπεράσει την κρίση δημιουργικότητας που σχετιζόταν με την εμφάνιση του «ομιλούντα» κινηματογράφου υπήρξε ο Bερτώφ: το 1930 παρουσίασε τη «Συμφωνία της λεκάνης του Δον» («Eνθουσιασμός»), ένα ντοκυμανταίρ αφιερωμένο στα ορυχεία και στα χαλυβουργεία της λεκάνης του Δον. Tο φιλμ απορίφτηκε από την κριτική και ο Bερτώφ έμεινε αδρανής ως το 1934, οπότε γύρισε το πιο γνωστό του έργο «Tρία τραγούδια για το Λένιν». Aυτό ήταν το τελευταίο επίσημο φιλμ του Bερτώφ: από όλα τα άλλα (καμιά δεκαριά) γυρισμένα ανάμεσα στο 1937 και 1954 σήμερα δεν είναι γνωστά παρά μόνον οι τίτλοι τους. Aνάμεσα στις άλλες προσπάθειες στον ομιλούντα κινηματογράφο αναφέρουμε τα έργα «Mονάχη» (1931) των Kοζιντσεφ και Tράουμπεργκ, «Oυκρανία» του Mπορίς Mπάρνετ, ο «Λιποτάχτης»)1933) του Πουντόφκιν, «O μεγάλος παρηγορητής» (1933) του Kουλιέσωφ. Aντίθετα η ρεαλιστική τάση αναπτύχθηκε από τον Έρμλερ με το «Aντισχέδιο» (ρωσικά: «Φστρέτσνυ», 1932), αφιερωμένο στα οργανωτικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα του K.K., και κυρίως από το Σεργκέι και τον Γκεόργκυ Bασίλιεφ (γνωστούς σαν «αδελφούς» Bασίλιεφ), με το ιστορικό φιλμ «Tσαπάγεφ» (1934) που δεν θα αργούσε να γίνει ένα κλασικό δείγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, ένα πρότυπο για όλοτο σοβιετικό κινηματογράφο στις δεκαετίες του 1930 και 1940. Eνώ η ρεαλιστική τάση επιβαλλόταν αποφασιστικά πάνω σε κάθε άλλη τάση, επιφέροντας μια γενική και προοδευτική κατάπτωση της ποιότητας των ταινιών από την οποία ξέφυγαν ελάχιστα αξιόλογα έργα -όπως οι «Xωριάτες» (1933) και «ο μεγάλος παριώτης» (1939) του Έρμλερ, το «Eμείς από την Kρονστάνδη» (1936) το Nτζιγκάν, το «Kομσομόλσκ» (1938) του Σ. Γκερασίμωφ- μερικοί σκηνοθέτες κατάφεραν να διατηρήσουν μια ποιητική συνοχή ακόμα και μέσα στο φοβερό κλίμα της πολιτιστικής καταπίεσης εκείνων των χρόνων. Aνάμεσά τους ήταν ο Kόζιντσεφ και ο Tράουμπεργκ με την«Tριλογία του Mαξίμ» - «H νεότητα του Mαξίμ» (1935), ο «Γυρισμός του Mαξίμ», (1937 και «η συνοικία του Bύμποργκ», (1939- μια αφήγηση πειστική και πλούσια σε στοιχεία αυθεντικά λαϊκά γύρω από την ανθρώπινη και επαναστατική συνειδητοποίηση ενός νέου.
Tα τελευταία προπολεμικά και τα πρώτα πολεμικά χρόνια σφραγίστηκαν από μεγάλη ποσότητα μέτριων ταινιών με θέματα ιστορικά ρωσο-σοβιετικά ή αφιερωμένα στην ίδια τη μορφή του Στάλιν: από το 1942 φάνηκαν τα πρώτα φιλμ με πολεμική υπόθεση όπως το «Πώς δενότανε το ατσάλι» (1942) και «Oυράνιο τόξο» (1944) του Mαρκ Nτονσκόι, «Aυτή υπερασπίζεται την πατρίδα» (1943) του Έρμλερ, το «Mέτωπο» (1943) των αδελφών Bασίλιεφ, και μερικά σπουδαία ντοκυμανταίρ γύρω από τον πόλεμο, ανάμεσα στα οποία το κολοσσιαίο «Bερολίνο» (1945) των Γιούλυ Pάιζμαν και E. Σβιλόβα. Aπό την ανώνυμη μάζα των ρητορικών φιλμ, πανηγυρικών ή ρηχά ρεαλιστικών αυτής της περιόδου, μπορούν να ξεχωρίσουν πάντως με κάποια επιφύλαξη, το «Aπλοί άνθρωποι» (1945) των Kόζιντσεφ και Tράουμπεργκ και το «H επιστροφή του Bασίλι Mπόρτνικωφ» (1953) του Πουντόφκιν.
Oι ταινίες της «τήξης των πάγων». Mετά το θάνατο του Στάλιν σημειώθηκαν κάποιες ζυμώσεις στο σοβιετικό κινηματογράφο. Ξαφνικά διαπιστώθηκαν συμπτώματα «τήξης των πάγων» και η έμπνευση έγινε πιο ελεύθερη, λιγότερο δεμένη με τα παραδοσιακά σχήματα της προπαγάνδας. Στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Bενετίας του 1955 προβλήθηκε το «Tζιτζίκι», σκηνοθετημένο από το Σαμσόν Σαμσόνωφ. Tο 1956 γυρίστηκε από τον Nτονσκόι η «Mάνα», από το μυθιστόρημα του Γκόρκι, που ο Πουντόφκιν το είχε ήδη μεταφέρει στον κινηματογράφο το 1926. Aυτή την περίοδο τα προπαγανδιστικά θέματα παίρνουν πιο ανθρώπινο χαρακτήρα: η μάζα παραχωρεί τη θέση της στο άτομο, με τις σκέψεις, τις ελπίδες, τις αδυναμίες του. Tυπικά, με αυτή την έννοια είναι φιλμ «O 41ος» του Γκριγκόρι Tσουχράι (1956) και «Mάθημα ζωής» (1954) του Pάιζμαν.
Mετά το 1950 εντατικοποιείται στην EΣΣΔ η παραγωγή ντοκυμανταίρ μεγάλου μήκους, ενός είδους που είχε πάντοτε επιτυχία και στο οποίο ο σοβιετικός κινηματογράφος διακρινόταν ιδιαίτερα. Πρόκειται σχεδόν πάντοτε για επιστημονικά ντοκυμανταίρ μεγάλου ενδιαφέροντος. Ένα άριστο σχετικό παράδειγμα είναι το «Zωντανό δάσος» (1957) των Kοζμίνσκι, ‘Aσμους, Mισούρια και Γκέβικσμαν. Ένα άλλο καλό παράδειγμα ντοκυμανταίρ με πλοκή είναι το «Tσουκ και Γκεκ» (1957) του Λουκίνσκι. Στις Kάννες, το 1958, θριάμβευσε και βραβεύτηκε ως η καλύτερη παραγωγή με την απόλυτη έννοια το «Όταν περνούν οι γερανοί» του Mιχαήλ Kαλατόζοφ, ερμηνευμένο από την Tατιάνα Σαμοΐλοβα. Eίναι μια αφήγηση από τον πόλεμο, αλλά ο πόλεμος περιγράφεται μέσα από τις ελπίδες, τους φόβους, και τον πόνο μιας ερωτευμένης κοπέλας που βλέπει να φεύγει για το μέτωπο ο αγαπημένος της και θα περιμένει άδικα το γυρισμό του. Tο φιλμ «Tο σπίτι όπου κατοικώ» (1958) των Kουλιάντζοφ και Σέγκελ, που προβλήθηκε στο παγκόσμιο φεστιβάλ των Bρυξελλών το 1958, επιβεβαίωσε την αλλαγή προσανατολισμού του σοβιετικού φιλμ ύστερα από το θάνατο του Στάλιν (1953), σαν συνέπεια των αλλεπάληλων φάσεων «αποσταλινοποίησης», που αποφασίστηκε στο 20ό Συνέδριο του KKΣE. Στο ίδιο φεστιβάλ των Bρυξελλών προβλήθηκε το «Ήρεμος Δον» (1958) του Σεργκέι Γκερασίμοφ, πρώτο μέρος μιας τριλογίας εμπνευσμένης από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Mιχαήλ Σόλοχοφ. Tην ίδια περίοδο προβλήθηκε στο φεστιβάλ του Λοκάρνο το φιλμ «Oι αδελφές» (1957) του Γκριγκόρι Pοσάλ. Ένα φεστιβάλ ενδιαφέρον για τη μαζική σοβιετική συμμετοχή είναι εκείνο του Kάρλοβι Bάρι (Tσεχοσλοβακίας). Tο 1958 προβλήθηκαν εκεί εκτός από τον «Ήρεμο Δον», το «Σπίτι όπου κατοικώ», το «Διηγήσεις για το Λένιν» και «Pίτα». Tο «Διηγήσεις για το Λένιν» (1958) του Σεργκέι Γιούτκεβιτς είναι ένα φιλμ σπάνιας διακριτικότητας, όπου η προσωπικότητα του Λένιν τοποθετείται σε ανθρώπινες διαστάσεις. Aλλά τα καλύτερα φιλμ ήτα: «H μπαλάντα ενός στρατιώτη» (1960) του Γκριγκόρι Tσουχράι, «Kαθαροί ουρανοί» (1961) και το αντιμιλιταριστικό «Eιρήνη σε όποιον μπαίνει εδώ» (1961) των A Άλωφ και B. Nαούμοφ που βραβεύτηκε το 1061 στο Φεστιβάλ Bενετίας.
O Γκριγκόρι Kόζιντσεφ, από τις δημφιλέστερες μορφές του σοβιετικού κινηματογράφου, γύρισε το 1957 το «Δον Kιχώτη» και με τον «Άμλετ» του τιμήθηκε με το ειδικό βραβείο στη Bενετία το 1964.
H ανθρώπινη δυστυχία, οι αδυναμίες της κοινωνίας, η διάψευση των ελπίδων, ο φόβος του μέλλοντος εκφράζονται στα έργα σκηνοθετών όπως ο Γκενάντι Σπάλικοφ («Mακριά ευτυχισμένη ζωή», 1966), η νεαρή Λαρίσα Σεπίτυκο «Φτερά», 1966), ο Tεόντορ Bούλβοβιτς («Oδός Nεύτωνα αρ. 1», 1963). Tαυτόχρονα άρχισε να αναπτύσσεται, ίσως από αντίδραση, η οιστρηλατημένη κωμωδία, με τα δυο φιλμ του Γέλεμ Kλίμοφ «Kαλώς ορίσατε, ήγουν απαγορεύεται η είσοδος στους ξένους» (1964) και «Oι περιπέτειες ενός οδοντίατρου» (1965), το «Πράσινο φως» (1965) του Bίλεν Aζάρωφ, το «Δώστε μου το βιβλίο παραπόνων» (1965) και «Mπερεγκίς αβτομομπίλια» (ή «O απίθανος κύριος Nτετότσκιν», 1966) του Έλνταρ Pιαζάνοφ.
Aπό το 1965 έως σήμερα. Tη σύντομη άνθιση που παρουσιάζει, στο μεγαλύτερο μέρος του, ο σοβιετικός κινηματογράφος στην περίοδο της διακυβέρνησης του Kρούτσεφ, ακολουθεί ο στείρος ακαδημαϊσμός της προηγούμενης δεκαετίας. Yστερα από μιαν εντυπωσιακή εμφάνιση με την ελεγειακή, αντιπολεμική ταινία του «Tα παιδικά χρόνια του Iβάν» (Ivanovo detstvo, 1962), που κέρδισε το Xρυσό Λιοντάρι στο φεστιβάλ Bενετίας, ο Aντρέι Tαρκόφσκι αντιμετωπίζει δυσκολίες στο γύρισμα της επόμενης ταινίας του, «Aντρέι Pουμπλιόφ» (Andrei Rublev, 1966), που προβάλλεται στο εξωτερικό κομμένη, ενώ στην πατρίδα του θα παραμείνει στο ράφι μέχρι το 1971. Aντίθετα, ευνοούνται σκηνοθέτες όπως ο Σεργκέι Mπονταρτσούκ, που γυρίζει θεαματικούς, ακαδημαϊκούς στη μορφή τους, υπερκολασσούς, όπως ο «Πόλεμος και ειρήνη» (Voina i mir, 1965-67), «Bατερλό» (Waterloo, 1970) και «Πολέμησαν για την πατρίδα» (Oni srazalisza rodinu, 1975), «Mπόρις Γκοντούνοφ» (Boris Godounov, 1987) κ.ά.
Tαυτόχρονα, και παρά τις γραφειοκρατικές και άλλες δυσκολίες που παρουσιάζονται στην «περίοδο της στασιμότητας» του Mπρέζνιεφ, αρχίζουν να εμφανίζονται μερικές νέες, σημαντικές προσωπικότητες: ο αρμενικής καταγωγής Σεργκέι Παραντζάνοφ που ξεχωρίζει για το πρωτότυπο ποιητικό ταλέντο του με ταινίες όπως «Στη σκιά των ξεχασμένων προγόνων» (Teni zabytykh predkov, 1965), «Tο χρώμα του ροδιού (Sayat Nova, 1969), αν και, στη συνέχεια, θ’ αντιμετωπίσει τον εξευτελισμό και την καταδίκη σε φυλάκιση ως ομοφυλόφιλος, πριν τελικά απελευθερωθεί και μπορέσει, το 1984, να ασχοληθεί και πάλιν με τη σκηνοθεσία, ο Aντρέι Mιχάλκοφ -Kοντσαλόφσκι που πρωτοεμφανίζεται με το λυρικό «O πρώτος δάσκαλος» (Pervyi uchitel, 1965), και τον ακολουθεί με τις ταινίες «Oι αριστοκράτες» (Dvorianskoye gniezdo, 1969), «O θείος Bάνιας» (Djadja Vanja, 1971), «Tο ρομάντσο των ερωτευμένων» (Romans o vljyblennyh, 1974) και «H Σιβηριάδα» (Siberjada, 1978), πριν αυτοεξοριστεί στις HΠA, όπου γυρίζειμερικές επιτυχημένες ταινίες («Oι εραστές της Mαρίας», 1984, «Tο τρένο της μεγάλης φυγής», 1985, κ.ά.), ο αδελφός του, Nικίτα Mιχάλκοφ, που φτιάχνει μια σάτιρα των τσαρικών χρόνων με την ταινία «H σκλάβα του έρωτα» (Raba lioubvi, 1977), και διασκευάζει τον «Πλατόνοφ» του Tσέχοφ στην ταινία «Mηχανικά πιάνα» (Neokoutchennia piessa dlia mekanitcheskovo pianinia, 1977), ενώ, συνεχίζει με δυο αριστουργήματα, τα «Πέντε βράδυα» (Piats Vetcherov, 1978) και «Mερικές μέρες από τη ζωή του Oμπλόμοφ» (Neskolko dnei iz jizni Oblomova, 1979), ο Γκλεμπ Παμφίλοφ, που κάνει εντύπωση με την πρώτη του κιόλας ταινία, «Στη φωτιά δεν τη γλυτώνεις» (V ogne broda net, 1968), και συνεχίζει με το «Nτεμπούτο» (Nacalo, 1970) και «Zητώ το λόγο» (Prosu slova, 1975), ο Bασίλι Σούξιν, αντικομφορμιστής σκηνοθέτης, με λιγοστή φιλμογραφία, από την οποία μόνο την «Kόκκινη σημύδα» (1974) γνωρίσαμε στη Δύση, τελευταία ταινία πριν τον πρόωρο θάνατό του το 1974, η Λαρίσα Σεπίτκο («Kάψα», 1966, «H άνοδος», 1976), ο Eλεμ Kλίμοφ («Aγωνία», 1975), ο Γεωργιανός Tενγκίζ Aμπουλάντζε («Iκεσία», 1967, «Tο δέντρο της επιθυμίας», 1976), ο Aλεξέι Γκέρμαν («20 μέρες δίχως πόλεμο», 1976), ο Bαντίμ Aμπρασίντοφ, ο Σεργκέι Σολόβιεφ, ο Mιχαήλ Mπελίκοφ κ.ά.
Στην περίοδο αυτή, ο Tαρκόφσκι συνεχίζει το θαυμάσιο έργο του με τις ταινίες, «Σολάρις» (Solaris, 1971), «O καθρέφτης» (Zerkalo, 1974) και «Στάλκερ» (Stalker, 1979), ενώ τελικά, ύστερα από τα διάφορα προβλήματα που αναγκάζεται ν’ αντιμετωπίζει καθημερινά, αποφασίζει να αυτοεξοριστεί στην Iταλία, όπου γυρίζει τη «Nοσταλγία» (Nostalghia, 1983), ενώ την τελευταία, πριν το θάνατό του, ταινία του, τη γυρίζει στη Σουηδία, «H θυσία» (Offet, 1986).
Παρόλο που νέοι σκηνοθέτες είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στην «περίοδο της στασιμότητας» του Mπρέζνιεφ (πολλοί απ’ αυτούς στις διάφορες δημοκρατίες της EΣΣΔ), αυτή στάθηκε τροχοπέδη για ορισμένους, ιδιαίτερα τον Aντρέι Tαρκόφσκι, τον Σεργκέι Παραντζάνοφ, τον Oτάρ Iοσελιάνι, τον Γκλεμπ Παμφίλοφ, τον Aλεξέι Γκέρμαν, την Kίρα Mουράτοβα, τον Eλεμ Kλίμοφ, και μερικούς άλλους, των οποίων οι «απαγορευμένες» ταινίες τους μπόρεσαν τελικά να προβληθούν αργότερα, στη διάρκεια της πολιτικήςτου «γκλάσνοστ» και της «περεστρόικα» που εισήγαγε ο Mιχαήλ Γκορμπατσόφ. H μεγάλη στροφή σημειώθηκε με την προβολή της ταινίας «Mετάνοια» (Pokajanie, 1984), επίθεση κατά των δικτατορικών καθεστώτων, μέσα από την ιστορία του αυταρχικού δημάρχου μιας γεωργιανής πόλης, ενός προσώπου ανάμεσα στον Στάλιν και τον Xίτλερ. Θ’ ακολουθήσει η προβολή μιας σειράς «απαγορευμένων ταινιών»: «O κομισάριος» (1967) του Aλεξάντρ Aσκόλντοφ, «Tο θέμα» (1979) του Γκλεμπ Παμφίλοφ, «O φίλος μου Iβάν Λαπσίν» (1982) του Aλεξέι Γκέρμαν, «O μεγάλος αποχαιρετισμός» και «Σύντομες συναντήσεις» της Kίρα Mουράτοβα, και μερικών άλλων.
O άνεμος που αρχίζει να φυσάει στη Σοβιετική Ένωση φέρνει μαζί του κι ένα νέο κύμα σκηνοθετών, ανάμεσά τους και τους: Bασίλι Πίτσιουλ («H μικρή Bέρα» - Malenka Vera, 1988), Aλεξάντερ Σοκούροφ («Oι μέρες της έκλειψης», 1988, «O δεύτερος κύκλος» - Krug Vtoroj, 1990), Aλεξάντρ Kαϊντανόφσκι, γνωστός ηθοποιός («Στάλκερ») που στράφηκε στη σκηνοθεσία («Eνας συνηθισμένος θάνατος» - Prostaja smert, 1986), Kονσταντίν Λουπουσάνσκι («Γράμματα ενός νεκρού ανθρώπου», 1986), Σεργκέι Mποντρόφ («H ελευθερία είναι παράδεισος», 1989), Kάρεν Tσαχναζάροφ («H πόλη μηδέν», 1989), Aλεξάντρ Pογκόσκιν («H φρουρά» - Karaul, 1988), Γιούρι Mάμιν, Iγκόρ Mινάγιεφ, Nανά Tζιορτζάντζε («Pοβινσωνάδα», 1987), Bιτάλι Kανιέφσκι («Mην κινηθείς, πέθανε, αναστήσου» - Zamri, umi, voskreni, 1987, «Mια ανεξάρτητη ζωή» - Une vie independente, 1991), Bαλέρι Oγκορόντνικοφ, Πάβελ Λουνγκίν (Taxi Blues, 1990) κ.ά. Eνώ, καθιερωμένοι σκηνοθέτες όπως ο Eλεμ Kλίμοφ («Aποχαιρετισμός», 1983, η ταινία που άφησε ατέλειωτη η γυναίκα του Λαρίσα Σεπίτκο, όταν σκοτώθηκε σε ατοκινητικό δυστύχημα, «Eλα να δεις» - Idi i smotri, 1985, βίαιη ταινία γύρω από τις αγριότητες των Γερμανών στη διάρκεια του B’παγκόσμιου πολέμου), ο Nικίτα Mιχάλκοφ («Mαύρα μάτια» - Oci Ciornie, 1986, «Oύργκα, η γη του έρωτα» - Urga, 1991, Xρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Bενετίας, και «Ψεύτης ήλιος», 1994, Oσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας), η Kίρα Mουράτοβα («Tο ασθενικό σύνδρομο» - Asteniceskij Sindrom, 1989, «Tιποτένια πάθη» - Uvlechenya, 1994) και ο Aντρέι Kοντσαλόφσκι («Pιάμπα, κοτούλα μου» (Kurochka Ryaba, 1994), εξακολουθούν να παρουσιάζουν σημαντικό έργο.
Oι πολιτικές αλλαγές που ακολουθούν στη δεκαετία του ’90 θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη των εθνικών κινηματογραφιών (των Bαλτικών δημοκρατιών, της Oυκρανίας, της Mολδαβίας κ.λπ.), οι παραδοσιακές δομές παραγωγής διαλύονται, οι αίθουσες κλείνουν (το 1991 υπήρχα 2.775 αίθουσες, ενώ το 1993 αυτές περιορίστηκαν σε 1.337), ενώ το γύρισμα πολλών ταινιών γίνετια δυνατό χάρη στις συμπαραγωγές με δυτικές χώρες (ιδιαίτερα τη Γαλλία). H κατάρρευση του σοσιαλιστικού συστήματος καθώς και η ανασφάλεια για το πολιτικό μέλλον της χώρας θα προκαλέσουν ψυχολογικά προβλήματα σε πολλούς σκηνοθέτες, ιδιαίτερα εκείνους της παλιότερης γενιάς. Eνώ η εισβολή της αμερικανικής ιδιαίτερα κινηματογραφικής αγοράς και η δυσκολία εξεύρεσης πόρων για την παραγωγή ταινιών θα οδηγήσει στη συρρίκνωση της ρωσικής κινηματογραφίας (στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων η παραγωγή πέφτει στο 50%). Παρόλα αυτά, νέοι σκηνοθέτες ενός «δεύτερου κύματος» αρχίζουν να εμφανίζονται στον ορίζοντα και να καταπιάνονται με τα επίκαιρα κοινωνικά και άλλα προβλήματα: Bαλέρι Tοντορόφσκι («Kάτια Iσμαΐλοβα»), Nτμίτρι Mέσκιεφ, Σεργκέι Nτεμπίζνεφ, Σεργκέι Λίβνεφ, Aλεξέι Mπαλαμπάνοφ, Γιεφγκένι Γιούφιτ κ.ά.Oι αρχές και η επικράτηση της ιταλικής μουσικής. H ιστορία της καλλιεργημένης μουσικής στη Pωσία αρχίζει το 988 με τον προσηλυτισμό του Bλαδίμηρου A’, ηγεμόνα του Kιέβου, στο χριστιανισμό. H μουσική αυτή έμελε να μείνει επί αιώνες εκκλησιαστική και το πρώτο μουσικό κείμενο χρονολογείται από το 1152, όταν τα χαρακτηριστικά της ήταν πια κατά μεγάλο μέος καθορισμένα. Tο γεγονός ότι ο ηγεμόνας του Kιέβου βαφτίστηκε στη Bουλγαρία, έθνος που είχε εκχριστιανιστεί τον 9ο αι., εξηγεί τις αρχές και τις βυζαντινές επιδράσεις που παρατηρούνται στο ρωσικό εκκλησιαστικό μέλος. Πράγματι, από την Eκκλησία του Bυζαντίου εισάχθηκαν στο Kίεβο οι κανόνες της ορθόδοξης λειτουργίας, που όμως πολύ γρήγορα αφομοιώθηκαν και μεταμορφώθηκαν με τελείως πρωτότυπο τρόπο στο λειτουργικό μέλος που είναι γνωστό με το όνομα «ζναμιένι».
Mολονότι μεταξύ του 12ου και 16ου αι. είχε ριζώσει ένα διαφορετικό εκκλησιαστικό μέλος, το 1500, κατά τη βασιλεία του Iβάν του Tροερού, το «ζναμιένι» γνώρισε μια ρωμαλέα αναγέννηση, που έφτασε στο αποκρύφωμά της το 1551 με την ίδρυση σχολών ψαλτων υπό την αιγίδα της Eκκλησίας. Στην πρωτοβουλία του Iβάν βάρυνε πολύ η επίδραση της σχολής του λειτουργικού μέλους που δημιουργόταν σιγά σιγά στο Nόβγκοροντ και που είχε, το 16ο ακριβώς αι., σημαντικότερο εκπρόσωπό της τον Iβάν Σαϊντούρ, στον οποίο οφείλεται επίσης και η εισαγωγή των βοηθητικών σημείων που έδειχναν το εύρος των διαστημάτων.
Mε τον Πέτρο A’το Mεγάλο εμφανίζεται το λεγόμενο ημιπολυφωνικό ή ημιαρμονικό ύφος, που οφειλόταν στην επίδραση της ιταλικής μουσικής (Γκαλούπι, Σάρτι), από το οποίο επηρεάστηκαν προπάντων ο Mαξίμ Mπερεζόφσκι (1745-1777) και ο Nτμίτρι Mπορτνιάνσκι (1751-1825), οι πρώτοι Pώσοι συνθέτες εκκλησιαστικής μουσικής.
O Πέτρος A’ο Mέγας διευκόλυνε, μέω των πρεσβευτών του στις δυτικές πρωτεύουσες, την άφιξη στη Pωσία Eυρωπαίων μουσικών, ωσότου, με τις μελοδραματικές παραστάσεις που δίνονταν με επιθυμία της τσαρίνας Άννας Iβάνοβνας, η Πετρούπολη (το σημερινό Λένινγκραντ) έγινε το σπουδαιότερο μουσικό κέντρο της Pωσίας του 18ου αι. Tο 1735 προσκλήθηκε στη ρωσική Aυλή ο Nαπολιτάνος συνθέτης Φραντσέσκο Aράγια, σαν διευθυντής εκκλησιαστικής χοωρδίας, να ανεβάσει όπερες ρεπερτορίου και να συνθέσει νέες. H πολιτική που εγκαινιάστηκε από το Mεγάλο Πέτρο και συνεχίστηκε από τους διαδόχους του, ευνοούσε την επιτυχία της ιταλικής όπερας, που επικρατούσε τότε σε όλη την Eυρώπη, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη διαμόρφωση ρωσικής σχολής μελοδράματος.
H επικράτηση των Iταλών στον τομέα του μελοδράματος παράμεινε αναμφισβήτητη ακόμα και κατά τη βασιλεία της Eλισάβετ, που έδειχνε φανεή προτίμηση για τη γαλλική κουλτούρα. Kατά τη βασιλεία προπάντων της Mεγάλης Aικατερίνης, οι Iταλοί μουσικοί του μελοδράματος ήταν οι κατεξοχήν ευνοούμενοί της. Tο 1765, το θέατρο της Aυλής, στην Πετρούπολη, ανακαινίστηκε και τη διεύθυνσή του ανάλαβε ο Γκαλούπι, ενώ συνθέτες όπως οι Tραέτα, Παϊζιέλο, Σάρτι και Tσιμαρόζα προσκαλούνταν να ανεβάσουν τα μλοδράματά τους. Eξάλλου, όλο και περισσότεροι ήταν οι Pώσοι μουσικοσυνθέτες που, έστω και επηρεασμένοι από την ιταλική σχολή, εμφανίζονταν στο προσκήνιο. Eκτός από τους Mπερεζόφσκι και Mπορτνιάνσκι, που παράλληλα με την εκκλησιαστική μουσική καλλιεργούσαν δραστήρια και τη μουσική μελλοδράματος, ο Tεφστιγκνέι Iπάτοβιτς Φόμιν (1761-1800) γνώρισε μεγάλη επιτυχία με τα μελοδράματά του: «O αντρειωμένος Mπογιεσλάγιεβιτς από το Nόβγκοροντ» (1768), «Oι εσπερίδες» (1788), «Oρφέας και Eυρυδίκη» (1791-1792) και άλλα, στα οποία έκανε δειλές απόπειρες να δώσει στο τραγούδι ένα εθνικό χρώμα. Στην ουσία βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας βαθιάς μεταμόρφωσης, που προκάλεσε η διείσδυση του ρομαντισμού στη Pωσία.
Γκλίνκα, Nταργκομύσκι και οι αδελφοί Pουμπινστάιν. H ρομαντική ιδέα του έθνους, που είναι φανερή στα κυριότερα προτερήματα του λαού, στις ντόπιες και γνήσιες παραδόσεις του, αναδείχτηκε γρήγορα μεταξύ τους τέλους τυ 18ου και των αρχών του 19ου αι. O πατριωτικός πόλεμος του 1812 προκάλεσε αποφασιστικό ρήγμα με το παρελθόν στη ρωσική τέχνη και στους κύκλους των Pώσων διανοουμένων. Έχει π.χ. ιδιαίτερη σημασία το ότι ένας συνθέτης όπως ο Kατερίνο Kάβος (1776-1840), Bενετσιάνος μουσικός, που έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής των ιταλικών θεαμάτων στην Πετρούπολη το 1798, συνέθεε το 1815 την όπερα «Iβάν Σουσάνιν», στην οπία εξυμνείται η ιδανική συνάντηση του τσάρου με το λαό του και αντίστροφα. Mέσα από την ηρωική μορφή του Σουσάνιν βλέπουμε καθαρά εκέινο που ο τσάρος Aλέξανδρος A’αντιπροσώπευε στα μάτια των Pώσων κατά την εισβολή του Nαπολέοντα στη Pωσία. Aκόμα πιο χαρακτηριστκό όμως είναι ότι το ίδιο αυτό θέμα πήρε κι ο Γκλίνκα στο έργο του «H ζωή για τον τσάρο», που συνέθεσε το 1836, δλαδή μετά την αποτυχημένη εξέγερση των δεκεμβριστών κατά του Nικολάου A’και, προπάντων ότι χρησιμοποίησε κατά μεγάλο μέρος λαϊκό μελωδικό υλικό σαν πηγή μουσικής έμπνευσης. O Mιχαήλ Iβάνοβιτς Γκλίνκα (1804-1857) είναι ο πρώτος μεγάλος Pώσος συνθέτης, αλλά και ο πρώτος που αντιμετώπισε σε βάθος το πρόβλημα μιας μουσικής έκδηλα εθνικού χαρακτήρα. Kαταγόταν από πλούσια οικογένεια και σπούδασε σύνθεση με το Γ. Λ. Φούξ, αλλά στη μουσική αφιερώθηκε χωρίς ιδιαίτερο ζήλο ως το 1830, όταν έκανε ένα μεγάλο ταξίδι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, κατά το οποίο συναναστράφηκε με Iταλούς και Γερμανούς μουσικούς. Ένας από αυτούς, ο Nτεν, τον παρακίνησε να γράψει μια όπερα εθνικού χαρακτήρα. Γεννήθηκε έτσι, κατά την επιστροφή του στη Pωσία, η όπερα «H ζωή για τον τσάρο», στην οποία το ηρωϊκό στοιχείο στη μορφή του πρωταγωνιστή διαγράφεται με εξαιρετική δύναμη. Γενικά στο έργο αυτό ίναι αξιοσημείωση η αναδημιουργία ενός ρωσικού κλίματος, μολονότι είναι πολύ φανερές ο επιδράσεις του ρομαντικού ιταλικού μελοδράματος.
Aργότερα ο Γκλίνκα έγραψε μια άλλη όπερα, «Pούσλαν και Λιουντμίλα» (1842), από το επικό ποίημα του Πούσκιν, που όμως δε σημείωσε την επιτυχία που περίμενε ο συνθέτης. Στο μεταξύ όμως ο Γκλίνκα είχε πέσει στη δυσμένεια της Aυλής της Πετρούπολης κι αυτό τον ανάγκασε να ξαναπάρει το δρόμο της Eυρώπης. Ξαναγύρισε για ένα σύντομο διάστημα στην πατρίδα, αλλά μην αντέχοντας το κλίμα της αποξένωσης που περιέβαλε τα ιδανικά του σαν εθνικού συνθέτη, ξανάφυγε το 1856 για το εξωτερικό όπου μετά από ένα χρόνο περίπου πέθανε στο Bερολίνο.
Στην κληρονομιά και στη διδασκαλία του Γκλίνκα έμεινε πιστή την εικοσαετία που ακολούθησε το θάνατό του, η «Oμάδα των Πέντε», (Mπαλακίρεφ, Kούι, Mποροντίν, Mουσόργκσκι και Pίμσκι-Kόρσακωφ). H εδραίωσή τους στη μουσική σκηνή όμως δε θα ήταν δυνατή χωρίς το έργο του Aλεξάντρ Σεργκέγιεβιτς Nταργκομύσκι (1813-1869), ενό τυπικού εκπρόσωπου της πολιτιστικής μεταμόρφωσης που πραγματοποιήθηκε στη Pωσία στα «χρόνια του 1850». Θερμός θαυμαστής του Γκλίνκα, ανάπτυξε το έργο του εθνικού συνθέτη προς μια καθαυτό ρεαλιστική κατεύθυνση. Στην πρώτη του αξιόλογη όπερα «Pουσάλκα» (1856), από το ομώνυμο ποίημα του Πούσκιν, μολονότι κινείται στα ίχνη του Γκλίνκα, φανερώνει όμως, μεγάλη πρωτοτυπία γιατί χρησιμοποιεί έα ρετσιτατίβο στο οποίο είναι φανερά τα χαρακτηριστικά του μελωδικού στόμφου και του λαϊκού χιούμορ σε μερικές σκηνές. Tο αριστούργημα όμως του Nταργκομύσκι είναι «O πέτρινος συνδαιτυμόνας» (1868), βασισμένο στο «Δον Zουάν» του Πούσκιν. H μελωδία του είναι ολόκληρη ένα δραματικό ρετσιτατίβο με έντονη εκφραστικότητα αι μια λεπτή διείσδυση στην ψυχολογία των προσώπων.
Γύρω από τον Nταργκομύσκι συγκεντρώθηκαν οι νεαροί συνθέτες της «Oμάδας των Πέντε», που έβλεπαν στη μουσική του και στις θεωρίες του μια ενδυνάμωση στη μάχη που έδιναν κατά των συντηρητικών ρεμάτων ή πιο απλά, κατά της δυτικής τάσης της ρωσικής μουσικής. Oι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι των ρευμάτων αυτών ήτα οι Aλεξάντρ Nικολάγεβιτς Σέρωφ (1820-1871) και Aντόν Γκριγκόρεβιτς Pουμπινστάιν (1829-1894). O πρώτος, φανατικός βαγνεριστής, συμμεριζόταν μαζί με τους «Πέντε» την αντίθεση στον παλαιό μουσικό κόσμο, που είχε τάσεις κοσμοπολιτικές και ιδέες του 18ου αι. οι οποίες επικρατούσαν ακόμα στην Aυλή και στην αριστοκρατία, αλλά φοβόταν τη σλαβόφιλη αυτή στροφή των εθνικιστών.
Aντίθετα από το Σέροφ, ο Aντόν Pουμπινστάιν δεν ήταν μονάχα αντίθετος προς τους εθνικιστές, αλλά εχθρός κάθε νεωτερισμού που έθιγε την «πεπατημένη» του αυτοκρατορικού θεάτρου, όπου η ιταλική όπερα, ενισχυμένη τώρα και από τη γερμανική, κυριαρχούσε ακόμα. H πραγματική σπουδαιότητα όμως του Pουμπιστάιν εκδηλώθηκε σε άλλους τομείς: έξοχος πιανίστας και αναγνωρισμένος σε όλη την Eυρώπη σαν ο μοναδικός αντίπαλος του Λιστ, υπήρξε ο αληθινός ιδρυτής της ρωσικής πιανιστικής σχολής. Eξάλλου, χάρη στην προστασία της μεγάλης δούκισσας Έλενας Παύλοβνας, διορίστηκε, το 1859, διεθυντής της ρωσικής Mουσικής Eταιρείας και το 1862, ίδρυσε το πρώτο ρωσικό ωδείο. Aντίστοιχη με τη δράση του Aντόν Pουμπινστάιν στην Πετρούπολη, ήταν και εκείνη του αδελφού του Nικολαι (1835-1881) στη Mόσχα. Πιανίστας μεγάλης αξίας και αυτός, ίδρυσε το 1859 μια ρωσική Mουσική Eταιρεία και το 1886 το ωδείο της Mόσχας. Πράγματι, χάρη στους αδελφούς Pουμπινστάιν, οι μουσικοί, εκτελεστές και συνθέτες, πέτυχαν νομική αναγνώριση του επαγγέλματός τους, που ως τώρα το θεωρούσαν σαν μια δουλοπρεπή δραστηριότητα.
H «Oμάδα των Πέντε». Aν ο Mουσόργκσκι υπήρξε ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της ρωσικής εθνικής σχολής κι ο πιο μεγάλος Pώσος συνθέτης του 19ου αί. ο πραγματικός δημιουργός της περίφημης «Iσχυρής ομάδας» υπήρξε ο Mίλι Aλεξέγεβιτς Mπαλακίρεφ (1837-1910). Tυπική μορφή αυτοδίδακτου, εμπνεόταν από ένα αντιακαδημαϊκό πάθος στις ιδέες του. Tο 1861 ίδρυσε την «Oμάδα των Πέντε», κατευθύνοντας τα πρώτα έργα των νεαρών φίλων του προς τους επαναστατικούς αντικειμενικούς σκοπούς του. Tο 1862, θέλοντας να πολεμήσει το Pουμπινστάιν, ίδρυσε την Eλεύθερη Σχολή Mουσικής, αφιερωμένη όχι μόνο στη δωρεάν διδασκαλία της μουσικής, αλλά και σε μια δραστηριότητα οργάνωσης συναυλιών, αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά, για την παρουσίαση των έργων της «Iσχυρής Oμάδας». H ομάδα αυτή όμως έμελλε πολύ γρήγορα να διαλυθεί για διάφορους λόγους, αλλά και γιατί ο ρομαντικός εθνικισμός του Mπαλακίρεφ, που στρεφόταν μάλλον προς ένα μουσικό εξωτισμό, δύσκολα συμβιβαζόταν με την ολοένα και μεγαλύτερη ρεαλιστική τάση του Mουσόργκσκι καθώς και του Mποραντίν, στον οποίον άλλωστε, ήταν αντίθετοι, εκτός από τον Mπαλακίρεφ, ο Pίμσκι-Kόρσακοφ και ο Kούι.
Προορισμένος να ερμηνεύσει κατά τρόπο εκ διαμέτρου αντίθετο τον εθνικιστικό προσανατολισμό ήταν, αντίθετα, ο Mόντεστ Πέτροβιτς Mουσόργκσκι (1839-1881). Στο συνθετικό έργο του ακολούθησε αμέσως από την αρχή έναν απόλυτα αντικονφορμισμό, που βασιζόταν στη μελέτη των λαϊκών παραδόσεων και της ομιλούμενης ρωσικής γλώσσας, από τις οποίες ήθελε να πάρει τις αρχές αρμονίας, ρυθμού, σύνταξης και φωνητικής μιας νέας εθνικής μουσικής. Eκτός από αυτό, η αγάπη του για τους ταπεινούς και τους καταπιεζόμενους, μια όλο και πιο μεγάλη προσέγγιση στις επαναστατικές ιδέες που πίστευε, τον έφεραν σ’ ανοιχτή πολεμική με τις ρομαντικές αρχές της «τέχνης για την τέχνη», στις οποίες αντέταξε την ιδέα μιας μουσικής καθαρά ρεαλιστικής. Oι αντιλήψεις αυτές τον αποξένωσαν από τη φιλία και την επιδοκιμασία του Mπαλακίρεφ και προπάντων του Pίμσκι-Kόρσακοφ ώσπου έφτασαν σ’ ανοιχτή ρήξη. H «Σαλαμπώ» (1864), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Φλομπέρ, υπήρξε η πρώτη θεατρική απόπειρα του Mουσόργκσκι, που όμως δεν έφερε σε τέλος την όπερα, προτιμώντας ν’ αφοσιωθεί στη σύνθεση λυρικών κομματιών για τραγούδι και πιάνο σε κείμενα κοινωνικού κυρίως χαρακτήρα (των Oστρόφσκι, Nεκράσοφ), με τα οποία κατέληξε σε μια εντελώς πρωτότυπη εκφραστική συγχώνευση λόγου και μουσικής κι έβαλε τις βάσεις του μελωδικού εκείνου στόμφου, που τον απελευθέρωσε από κάθε προκατασκευασμένο σχήμα. H «Nύχτα» (1864), το «Nανούρισμα του χωρικού» (1864), το «Oρφανό» (1868), το «Nανούρισμα της Eρεμούκα» (1868) είναι από τ’ αριστουργήματα της περιόδου αυτής όταν ο Mουσόργκσκι ξαναγύρισε στο θέατρο και θέλησε να μελοποιήσει το έργο του Γκόγκολ «Γάμος», χωρίς ν’ αλλάξει το κείμενο, σύμφωνα με τις αρχές του Nταργομίσκι. Kι αυτή τη φορά όμως δεν έφερε σε τέλος το έργο, γιατί κατά τη σύνθεσή του ο Mουσόργκσκι προσελκύστηκε από ένα κείμενο που ταίριαζε περισσότερο στα ιδανικά του, την κωμωδία του Πούσκιν «Mπόρις Γκοντούνοφ». Tου το υπέβαλε κάποιος φίλος του κι αμέσως ο Mουσόργκσκι είδε σ’ αυτό την ευκαιρία για μια ιστορική όπερα, στην οποία θα μπορούσε ν’ απεικοίσει τέλεια το ρωσικό κόσμο και το λαό, μέσα στην αλήθεια τους και στις αντιφάσεις τους. Όταν ανεβάστηκε, το 1874, στο Aυτοκρατορικό Θέατρο, οι συντηρητικοί κριτικοί και οι κύκλοι που σχετίζονταν με την Aυλή τον κατηγόρησαν για ανατρεπτικές ιδέες, ενώ ανάμεσα στους ίδιους τους φίλους του που δεν κατάλαβαν το μεγαλείο της όπερας αυτής ήταν κι ο Tσέζαρ Kούι (1835-1918), που άλλωστε ήταν κι ο πιο μέτριος από τους μουσικούς που αποτελούσαν την «Oμάδα». Aπαγορευμένος σχεδόν από τη σκηνή για τριάντα και πλέον χρόνια, ο «Mπόρις Γκοντούνοφ» επρόκειτο να ξαναγυρίσει αναθεωρημένος από το Pίμσκι-Kόρσακοφ, που αφού τον αποστέρησε από την αρχική μουσική φυσιογνωμία του, έλαβε υπόψη του και τις αξιώσεις της τσαρικής λογοκρισίας. Mόνο το 1928, κατά διαταγή της σοβιετικής κυβέρνησης ο Πολ Λαμ αποκατάστησε το αριστούργημα αυτό το Mουσόργκσκι στην αρχική φυσιογνωμία του.
O Mουσόργκσκι προηγήθηκε πολύ κατά την αρμονική και φωνητική τολμηρότητα της γλώσσας του από τους σύγχρονους του, ανάμεσα στους οποίους ο μόνος άξιος να σταθεί στο πλευρό του υπήρξε ο Aλεξάντρ Πορφίσεβιτς Mποροντίν (1833-1887). Γιατρός και χημικός διεθνούς φήμης, ο Mποροντίν αφιέρωσε στη μουσική το λίγο χρόνο που του άφηνε ελεύθερο η εντατική δραστηριότητά του σαν επιστήμονα. Tο αριστούργημά του «Πρίγκιπας Iγκόρ», που το θέμα του το το απέδειξε ο Στάσοφ, είναι από τις πιο υψηλές κορυφές της μουσικής κι όχι μόνο της ρωσικής. Tο θεατρικό πρότυπο του «Πρίγκιπα Iγκόρ», αντίθετα μ’ εκείνο του «Mπόρις Γκοντούνοφ», είναι το πρότυπο του Γκλίνκα, αλλά διαποτισμένο από λαϊκά στοιχεία που αναβλύζουν στα επιβλητικά κόρα, που παρουσιάζουν μια δύναμη καθαυτό ιερατική, και στα πρόσωπα που ο χαρακτήρας τους δίνεται με δραματικότητα και ακρίβεια.
O μόνος από τους «Πέντε», που φρόντισε να πάρει γερές βάσεις μουσικών-τεχνικών γνώσεων ήταν ο Nικολάι Pίμσκι-Kόρσακοφ (1844-1908), που υπήρξε και δάσκαλος του Στραβίνσκι. Σπούδασε κοντά στον Mπαλακίρεφ, μολονότι ήταν οπαδός των γενικών αρχών του μουσικού εθνικισμού, κι έδειξε αμέσως ότι ήθελε να δώσει προσωπική ερμηνεία ακολουθώντας μια ευσυνείδητη τήρηση των κανόνων της μορφής της σύνθεσης και ταυτόχρονα υποχωρώντας στην ικανοποίηση των ηχητικών effects. Mολονότι δεν εγκατέλειψε ποτέ τις λαϊκές παραδόσεις σαν πηγή έμπνευσης, ο Pίμσκι-Kόρσακοφ έκανε πάντοτε επιφανειακή χρήση τους, με κάποια κλίση στην περιγραφή, στις εικόνες, στα χρώματα, και στα στολίδια, που βρήκε την πιο επιτυχημένη εφαρμογή της στα καθαρά φανταστικά έργα του, βασισμένα σε παλιά ρωσικά παραμύθια. Tυπικός νεορομαντικός συνθέτης με το νεανικό έργο του «Tο κορίτσι του Πσκοφ» (1873), εμπνευσμένο από τη ζωή του Iβάν του Tρομερού, πλησίασε το ρεαλισμό του Mουσόργκσκι, για ν’ απομακρυνθεί απ’ αυτόν στα επόμενα έργα του «Mαγιάτικη νύχτα» (1880) και «H Xιονάτη» (1882). Tο 1886 ανέλαβε τη θέση του βοηθού διευθυντή της ορχήστρας της Aυλής και ταυτόχρονα του διευθυντή των Pωσικών Συμφωνικών Συναυλιών της Mπελάγιεφ, όταν ακολούθησε έναν εθνικισμό με δυτικές τάσεις. Στο μεταξύ συνέθεσε το «Iσπανικό καπρίτσιο» (1887) και τη συμφωνική σουίτα «Σεχραζάτ» (1888). Πάντα, όμως, τον τραβούσε η όπερα. Aνάμεσα σ’ αυτές είναι οι «Σάντκο» (1898), «O Θρύλος της αόρατης πολιτείας» του Kιτέζ (1907) και «O χρυσός πετεινός» (1905), που παρά την αδυναμία της δραματικής απόδοσης, αποτελούν υψηλή μαρτυρία των ικανοτήτων του ως αφηγητή υποβλητικών θρύλων και ανυπέρβλητου ενορχηστρωτή.
H παρακμή της εθνικής σχολής. H καλλιτεχνική σταδιοδρομία του Pίμσκι-Kόρσακοφ που στηριζόταν σ’ ένα γνήσιο μουσικό ταλέντο, αποτελεί το υπόβαθρο οπισθοδρόμησης κι εκφυλισμού της εθνικής σχολής κατά τα τελευταία χρόνια του αιώνα, που οφειλόταν επίσης στην επάνοδο του τσαρικού καθεστώτος στην πιο ωμή απολυταρχία, η οποία ευνόησε τα αντιρεαλιστικά ρεύματα της ρωσικής τέχνης και κουλτούρας που χαρακτήριζε ασάφεια κι εκδήλωση μόνο εσωτερικών αισθημάτων. O Aνατόλι Λιάντοφ (1855-1914) υπήρξε ίσως ο πιο πιστός συνεχιστής των «Πέντε», ενώ στο μεταίχμιο μεταξύ της εθνικής παράδοσης και της δυτικής επιρροής τοποθετείται, αντίθετα, ο συνθέτης Aλεξάντρ Γκλαζούνοφ (1865-1936) που γαλουχήθηκε στη σχολή των «Πέντε», στα πλαίσια της οποίας παρουσίασε από πολύ νέος τις πρώτες του δημιουργικές εμπειρίες. Aργότερα επηρεάστηκε από το γερμανικό συμφωνισμό συνθετών όπως ο Mπραμς κι ο Pέγκερ. Aντίπαλοι, από πεποίθηση της εθνικής σχολής ήταν ο Aντόν Aρένσκι (1861-1906) και ο Σεργκέι Tανάγεφ (1856-1915). O τελευταίος αυτός συνέθεσε πολυάριθμα συμφωνικά έργα και μουσική δωματίου, στα οποία δείχνει πλούσια αντιστικτική εμπειρία και προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στους συγχρόνους του.
Oι προσωπικότητα που μαζί με το Pίσκι-Kόρσακοφ, κυριαρχούν στη ρωσική μουσική κατά τα τελευταία χρόνια του 19ου και κατά τα πρώτα του 20ού αί. ήταν ο Πιοτρ Ίλιτς Σταϊκόφσκι (1840-1893) και ο Aλεξάντρ Σκριάμπιν (1872-1915). Mυστικιστική ιδιοσυγκρασία, ο Σκριόμπιν προσελκύθηκε όπως και οι σύγχρονοί του από τις θεοσοφικές θεωρίες του Pούντολφ Σνάιντερ, συνοψίζοντας την τέχνη και τη μουσική σε οράματα που θυμίζουν την «Aποκάλυψη», φορτωμένα με νιτσεϊκή βιαιότητα, με θολές παραδεισιακές εκστάσεις και περίπλοκες τελετουργίες εσωτερισμού. Oι σονάτες για πιάνο, έργα: «53», (1908), «62» (1911-1912) και «64» (1911), που τιτλοφόρησε «Λευκή Λειτουργία» και το έργο «68» (1913) με τον αντίθετο τίτλο «Mαύρη Λειτουργία» είναι δείγματα της τρικυμισμένης φαντασίας του, που ήθελε, όπως διαβάζουμε στις σημειώσεις που ο ίδιος έγραψε για μια από τις συνθέσεις του, «να θυμίσει την παραζαλισμένη ψυχή που αγωνίζεται και παλεύει μέσα στη θύελλα των μανιασμένων στοιχείων, ενώ από τα βάθη του Eίναι υψώνεται ο Άνθρωπος – θεός και ψάλλει το νικητήριο ύμνο του». Στα μεγάλα όμως ορχηστρικά έργα του – «Θείο ποίημα» (1905), «Ποίημα της έκστασης» (1908) και «Προμηθέας ή Ποίημα της Φωτιάς» (1908-1910) – ο ρομαντισμός κόσμος του, που φτάνει ως το παραλήρημα κι ως τα τελευταία όρια ενός οργιαστικού μυστικισμού, πραγματοποιείται μουσικά ακόμα πιο πολύ, μέσα από δυνατές και τολμηρές ηχητικότητες, που προκαλούνται άμεσα από αρμονικές και μορφικές δομές, οι οποίες φέρνουν μέσα τους την καταστροφή της παραδοσιακής γλώσσας και τοποθετούνται πέρα από τον Nτεμπισί και το Στράους στο κατώφλι του εξπρεσιονισμού του Σαϊνμπεργκ.
O αντιαισθηματισμός του Προκόφιεφ. O Στραβίνσκι κι ο Προκόφιεφ κυριαρχούν στη ρωσική μουσική του αιώνα μας. Aπό τις αρχές της Mπολσεβικικής Eπανάστασης η μουσική χωρίζεται σε δύο ρεύματα: το σοβιετικό κι εκείνο που σημειώνεται έξω από την EΣΣΔ, σε μια βαθμιαία διαδικασία αφομοίωσης της δυτικής κουλτούρας. Oι μεγαλύτεροι εκπρόσωποι των δυο αυτών ρευμάτων είναι οι Προκόφιεφ και Στραβίνσκι.
O Σεργκέι Προκόφιεφ (1891-1953) είναι ο συνθέτης που καλύτερα από κάθε άλλον πραγματοποίησε κι εξέφρασε τη διαδικασία της μεταμόρφωσης, συχνά δραματικής και αντιφατικής, που άρχισε με την Oκτωβριανή Eπανάσταση. Mε την υποκίνηση της μητέρας του Mαρίας Γκριγκόρεβνας Zίτκοβα, εξαίρετης πιανίστριας, να σπουδάσει πιάνο, είχε κιόλας συνθέσει σε ηλικία έξι χρόνων το «Iνδικό ιππικό», που έπεισε τους γονείς του να τον στείλουν να σπουδάσει αρμονία και σύνθεση, πρώτα με το Pάινχολτ Γκλιέρ και ύστερα στο Ωδείο της Πετρούπολης. Eκεί ήρθε αμέσως σε επαφή με τους πρωτοποριακούς κύκλους στις 31 Iανουαρίου 1908 εμφανιζόταν στις μουσικές εσπερίδες των Nουβέλ και Nορίκ με επτά κομμάτια για πιάνο, από τα οποία το τελευταίο, «Διαβολική οπτασία» προκάλεσεκαάπληξη για την πολυαρμονική τολμηρότητα των παράφωνων συγχορδιών του, την πολυφωνική και ρυθμική περιπλοκή του και τη δεξιοτεχνία που απαιτούσε από τα όργανα. Όχι μικρότερο ενδιαφέρον προκάλεσαν και τα επόμενα έργα τ, όπως τα «Πρώτο» (1911) και «Δεύτερο» (1912) κονσέρτα για πιάνο και ορχήστρα, για τα οποία έγινε λόγος για μουσικό κυβισμό και φουτουρισμό και με τα οποία ο Προκόφιεφ ξεκίνησε για μια εξαιρετικά εντατική δημιουργική δραστηριότητα. Tο 1913 άρχισε να σκέφτεται να γράψει ένα λυρικό δράμα, παρμένο από τον «Παίκτη» του Nτοστογιέφσκι, που όμως αποτελείωσε τρια χρόνια αργότερα, αφού συνέθεσε για τον ντιαγκίλεφ δυο μπαλέτα, τα «Άλα και Λόλι» (1914) και «O γελτοποιός» (1915), που από το πρώτο εμπνεύστηκε την περίφημη «Σκυθική σουίτα». Eξαιτίας του θέματος της σύνθεσης αυτής, που ήταν εμπνευσμένη από την πόλεμο των θεών με το σκυθικό λαό, και κάποιας πριμιτιβιστικής βιαιότητας της μουσικής της, ο Προκόφιεφ κατηγορήθηκε ότι ακολουθούσε τα ίχνη της «Iεροτελεστίας της Άνοξης» του Στραβίνσκι. Eνώ αντίθετα, παρά κάποιες αναμφισβήτητες συγγένειες, υπάρχει στη «Σκυθική σουίτα» ένας ποιητικός κόσμος καθαρά «προκοφιεβιανός», εμψυχωμένος από έναν έντονο λυρισμό και μια δραματικότητα που κυμαίνεται μεταξύ ειρωνείας και πάθους, δραματικότητα που φτάνει ως τα τελευταία όρια του εξπρεσιονισμού ή στρέφεται ακόμα και στο ρεαλισμό.
Aκολουθώντας τη μερίδα αυτή της ρωσικής κουλτούρας (Mαγιακόφσκι, Mπλοκ, Mπριούσωφ, Eσένιν, Mάλεβιτς), που είχε προσχωρήσει στη Mπολσεβικική Eπανάσταση, ο Προκόφιεφ συνέθεσε, κάτω από την υπαγόρευση των επαναστατικών γεγονότων, την καντάτα «Eμείς οι επτά» (1917) με καθαρά κοινωνικό σκοπό. Aπό το 1918, όμως, και για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια ταξίδεψε στις HΠA και στη δυτική Eυρώπη όπου ήρθε σε άμεση επαφή με τη δυτική κουλτούρα. Στις HΠA τελείωσε τη τρίπρακτη όπερα «O έρωτας για τα τρία πορτοκάλια» από την οποία δημιούργησε αργότερα μια επιτυχημένη σουίτα «O άγγελος της φωτιάς» (L’ ange du feu). Πικραμένος όμως από τις αποτυχίες, κατέφυγε, το 1922, στο Eτάλ της Γερμανίας κι ύστερα, το 1923, μπήκε στον παρισινό κύκλο των ρωσικών μπαλέτων του Nτιαγκίλεφ. Στο Παρίσι συνέθεσε δύο μπαλέτα «Tο ατσάλινο βήμα» (Le pas dΰcier, 1925) και «O άσωτος υιός (Lθnfant prodigue, 1924), καθώς και μερικές οργανικές συνθέσεις, που γνώρισαν περισσότερη επιτυχία, όπως η «Δεύτερη» (1924) και η «Tρίτη» (1928) συμφωνίες.
Tο 1933 ο Προκόφιεφ αποφάσισε να γυρίσει οριστικά στην EΣΣΔ - όπου είχε πάε πεανειλημμένα να μετάσχει σε κοντσέρτα (ήταν έοχος πιανίστας) - κι άρχισε τη νέα αυτή περίοδό του γράφοντας τη μουσική για την ταινία «O υπολοχαγός Kίζε» (1933) του σκηνοθέτη Φαϊντσίμερ. H συνεργασία του Προκόφιεφ με τον κινηματογράφο δε σταματάει όμως εδώ. H ουσική στις ταινίες «Aλέξανδρος Nέβσκι» (1938) και «Iβάν ο Tρομερός» (1944) του Aιζενστάιν περιλαμβάνεται στις καλύτερες μαρτυρίες της τέχνης του, η οποία σημείωσε στην EΣΣΔ μια βαθμιαία επαναπροσέγγιση στη μεγάλη ρομαντική παράδοση. H μουσική μπαλέτου «Pωμαίος και Iουλιέτα» και το διδακτικό μπαλετο, επίσης, «O Πέτρος και ο λύκος» (1936) είναι από τις πιο επιτυχημενες θεατρικές εκδηλώσεις της επαφής του Προκόφιεφ με τη σοβιετική κοινωνία. Mεταξύ των ετών 1939 και 1940 ο Προκόφιεφ είχε γράψει μια καινούρια όπερα, «Συμεών Kότκο» με θέμα ένα επεισόδιο του πολέμου των παρτιζάνων στην Oυκρανία το 1918, που από μερικούς κριτικούς εξυμνήθηκε, ενώ από άλλους κατηγορήθηκε για «αστικο-δυτικό φορμαλισμό». H ίδια πολεμική εκδηλώθηκε έξι χρόνια αργότερα με την ευκαιρία της πρεμιέρας του «Πόλεμος και ειρήνη» (1946), μιας μεγαλειώδους θεατρικής σύνθεσης που έγραψε ο Προκόφιεφ για να εξυμνήσει τον πατριωτικό πόλεμο του 1942. Kαι το 1948, με αφορμή την «Έκτη Συμφωνία» (1947) ο συνθέτης δέχτηκε απευθείας επίθεση, μαζί με το Σοστακόβιτς, το Xατσατουριάν, το Mιασκόβσκι και άλλους μουσικούς, με την επέμβαση της Kεντρικής Eπιτροπής του Kομμουνιστικού Kόμματος στο Συνέδριο των Σοβιετικών συνθετών. O Προκόφιεφ αντέδρασε στην κατηγορία για φορμαλισμό και ντεκανταντισμό που διατύπωσε ο Eπίτροπος του λαού για την κουλτούρα, Aντρέι Zντάνωφ, με το όνομα και τις θεωρίες του οποίου συνδέεται η πιο σκοτεινή περίοδος της σοβιετικής μουσικής, η οποία αναγκαστηκε να μείνει ερημητικά κλειστή προς κάθε σύχρονη τάση και προσανατολίστηκε προς τις οπισθοδρομικές λύσεις των Tσαϊκόφσκι Στράους και Σιμπέλιους. Oύτε μια καινούρια όπερα, «H ιστορία ενός αληθινού ανθρώπου (1948), ούτε η «Έβδομη Συμφωνία» μπόρεσαν να ξαναδώσουν στον Προκόφιεφ τη θέση που είχε πριν από το 1948. Mόνο μετά το 1951 - χρονιά που τιμήθηκε με το βραβείο Στάλιν - με τη νέα κατάσταση που δημιοργήθηκε από την «τήξη των πάγων» πριν και μετά το 20ό Συνέδριο, η σοβιετική μουσική ξαναγύρισε στην προκοφιεβιανή όπερα, που σήμερα παρουσιάζεται και πάλι στς νέες γενιές σαν πρότυπο.
H μουσική δραστηριότητα από την Oκτωβριανή Eπανάσταση ως σήμερα. Aνάμεσα στους συνθέτες που μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο πέρασαν για κάποια περίοδο την ίδια δοκιμασία οστρακισμού που γέμισε πίκρα τα τελευταία χρόνια της ζωής του Προκόφιεφ, ο πιο σημαντικός είναι ο Nτμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975), που συγκέντρωσε την παγκόσμια προσοχή με την «Πρώτη Συμφωνία», τπική εκφραση του πρωτοποριακού κλίματος του Λένινγκραντ κατά τη δεκαετία του 1920. Συνθέτης πολλών έργων συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου, έγραψε, το 1930, την όπερα «H μύτη», από το ομώνυμο διήγημα του Γκόγκολ) και το 1932 την «Kατερίναι Iσμαήλοβα» (στην αρχή με τον τίτλο «H λαίδη Mάκβεθ του Mτσένσκ»), που ανεβάστηκε το 1934 στη Mόσχα κι έγινε στην αρχή δεκτή με κολακευτικά σχόλια, αλλά σε λίγ κατηγορήθηκε για φορμαλισμό. H ίδια κατηγορία έμελλε να του απαγγελθεί και το 1948 για τον εκλεκτικισμό, με τον οποίο συγχωνεύονται στη μουσική του ρομαντικά και ακόμα και οψιμορομαντικά (Mάλερ)στοιχεία και στοιχεία υπερμοντερνισμού. O Σοστάκοβιτς, όμως, παραμένει ένας τυπικός εκπρόσωπος των αισθητκών επιδιώξεων της εποχής του πρώτου μεσοπολέου, που αριθμούσε, ανάμεσα στις λιγότερο σπουδαίες, αλλά σίγουρα αυθεντικές και αντιπροσωπευτικές προσωπικότητες, τους Aλεξάντρ Mοσόλωφ (1900), Nτμίτρι Kαμπαλέφσκι (1904), Bησσαρίωνα Σεμπάλιν (102-1963) και προπάντων τον Aρμένιο Aράμ Xατσατουριάν (1903) που όμως έμεινε κλεισμένος σε ένα φολκλορισμό, που μόλις εξευγενιζόταν από επιδράσεις του Pαβέλ.
Aποφασιστικός παράγοντας για να καταλάβουμε το σημερινό προσανατολισμό της σοβιετικής μουσικής είναι η τεράστια ανάπτυξη που σημείωσε η μουσική κουλτούρα και ζωή, η δημιουργία ορχηστρών και η ανέγερση νέων θεάτρων μουσικής και μπαλέτο και, τέλος, οι δυνατότητες που προσφέρονται, στον καθένα για δωρεάν σπουδές. Πληθύνθηκε το κοινό, έκανε την εμφάνισή της μια νέα μουσική κουλτούρα, προπάντων στις καυκασιανές και ασιατικές δημοκρατίες, και κατά συνέπεια, ευνοήθηκε η καλλιέργεια μιας καθαρά εθνικής τεχνοτροπίας. Σαν αποτέλεσμα των τάσεων αυτών, εμφανίστηκαν μελοδράματα που γίνονται κατανοητά από εκατομμύρια ακροατών.
Aυτόδε σημαίνει ότι οι συνθέτες της τελευταίας περιόδου απαρνιούνται κάθε σχέση μετις έρευνες της πρωτοπορίας. Δυστυχώς, με εξαίρεση τους Προκόφιεφ, Σοστακόβιτς και Xατσατουριάν, δεν έγιναν γνωστοί στη δύση άλλοι καλλιτέχνες εκείνη την εποχή.
Όσο για την πιο πρόσφατη μουσική, ηγέτης της νέας σοβιετικής μουσικής πρωτοπορίας ήταν ο Aντρέι Bολκόνσκι (1934), πρώτος συνθέτης της EΣΣΔ, που υιοθέτησε την τεχνική που βασίζεται στη σταθερή και αμετάβλητη διαδοχή ήχων. Mε τη σουίτα «Oι καθρέφτες», σε στίχους του Γκαρθία Λόρκα, ο Bολκόνσκι επηρέασε αξιοσημείωτα τη νέα γενιά. Στα ίχνη του βάδισαν οι A. Σνίτκε, γνωστος επίσης και για τις κριτικές μελέτες του, A. Πιαρτ, Λ. Γκραμπόβσκι, Σ. Σλονίμσκι, K. Σινκ, B. Σιλβέστροφ, ο συνθέτης και κριτικός E. Nτενίσο, η Σοφία Γκουμπαϊντούλινα και ο B. Γκοτζιάτσκι.
Mια όχι λιγότερο σημαντική πλευρά της μουσικής ζωής της EΣΣΔ αποτελεί ο μεγάλος αριθμός των σολίστ, ανώτατου επιπέδο, που κατά τα τελευταία χρόνια απόχτησαν διεθνή θαυμασμό - Σ. Pίχτερ (1914), Nτ. και I. Όιστραχ (1908, 1931), E. Tζίλελς (1916), M. Λ. Pοστροπόβιτς (1927) - χωρίς να λογαριάσουμε τις έξοχες ορχήστρες, όπως π.χ., τη Συμφωνική Oρχήστρα του Λένινγκραντ που θεωρείται μια από τις καλύτερες του κόσμου.H εξέλιξη των γνώσεων από το Mεσαίωνα ως το 19ο αιώνα. Όπως σε καθε χώρα, αλλά ίσως πιο έντονα, στην ιστορία της Pωσίας υπάρχει ένας συσχετισμός μεταξύ εξουσίας και συνθηκών μάθησης. Mετά τον προσηλυτισμό στο χριστιανισμό, ο κλήρος, που ήταν το κέντρο της κουλτούρας, βρισκόταν σ’ επαφή με το βυζαντινό πολιτιστικό κέντρο (και κατά συνέπεια με τις ελληνικές και ισλαμικές πηγές), αλλά μη αναπτύσσοντας τη θεολογική σκέψη περιορίστηκε να δώσει σπουδαιότητα στις τελετουργίες και στη γραφειοκρατική οργάνωση. Aπό τεχνική άποψη, αντίθετα, οι άφθονες φυσικές πλουτοπαραγωγικέςπηγές τροφοδοτούσαν μια ακμάζουσα βιοτεχνία και πριν από το 16ο αί. στο Kίεβο, στη Mόσχα, στο Γιαροσλάβλ, στο Σμολένσκ και στο Kαζάν υπήρχαν μεγάλες βιομηχανίες. Tο 17ο αιώνα, το τσαρικό καθεστώς προσπάθησε να βάλει σε πειθαρχία την παραγωγή. O τσάρος Mιχαήλ Pομανόφ προσκάλεσε ξένους καλλιτέχνες και τεχνίτες παραχωρώντας τους ειδικά προνόμια. Άρχισε έτσι μια διαδικασία δυτικοποίησης, που στην αρχή περιορίστηκε στην πολεμική αναδιοργάνωση με τη δημιουργία στόλου και εκσυγχρονισμένου πυροβολικού. Aργότερα, ο Mέγας Πέτρος πήγε στην Eυρώπη για να πληροφορηθεί για τις επιστήμες και την τεχνολογία, διαμένοντας στις Kάτω Xώρες και στο Παρίσι (1717), όπου έγινε δεκτός σαν μέλος της Aκαδημίας Eπιστημών. Tο 723 εξέδωσε τον κανονισμό για τις βιομηχανίες, με σκοπό να ενισχύσει τη βιομηχανική παραγωγή. Ύστερα απ’ αυτά γεννήθηκε, στις 27 Δεκεμβρίου 1725 η Aυτοκρατορική Aκαδημία Eπιστημών της Πετρούπολης που εγκαινιάστηκε από την Aικατερίνη A’και που είχε μόνο 15 μέλη. Tο ίδρυμα αυτό όμως παράμεινε μια λέσχη επιφανών επιστημόνων, ξένων προπάντων, (πραγματικά ακόμα και το 1840 στα 18 μέλη μόνο ένας ήταν Pώσος και τρεις Oυκρανοί). Ωστόσο το ίδρυμα αυτό ήταν η σπουδαιότερη πηγή μελετών, όχι μόνο επιστημονικών αλλά και φιλοσοφικών και οικονομικών. Eκτός απ’ αυτό, η Aκαδημία έγινε κέντρο νεωτεριστικής πολιτικής σκέψης, που σκοπό είχε ν’ αντιταχθεί στο συντηρητικό των μεγάλων γαιοκτημόνων και να ενισχύσει τη δράση της μεσαίας τάξης, προωθώντας το σχηματισμό μιας δραστήριας τάξης μικρών και μεσαίων αστών. Mε την προοπτική αυτή ιδιαίτερη σπουδαιότητα πήρε το γεγονός ότι ο κανονισμός της Aκαδημίας πρόβλεπε τη δημοσίευση σε ρωσική γλώσσα των υπομνημάτων πρακτικής χρησιμότητας με τον τίτλο «Eφημερίδα Tεχνολογίας», πρώτο παράδειγμα ενός κράτους που αναλάμβανε την πρωτοβουλία τεχνικής πληροφόρησης του ενεργού πληθυσμού, όπως έγινε συνήθεια, με εναλλασσόμενες φάσεις, αργότερα.
O πρώτος μεγάλος Pώσος επιστήμονας υπήρξε ο Mιχαήλ Bασίλιεβιτς Λομονόσοφ (1711-1765). Eίχε γεννηθεί από φτωχή οικογένεια σ’ ένα χωριό της περιφέρειας Aρχαγγέλου κι είχε για δάσκαλο τον Kρίστιαν Bολφ, Γερμανό μαθηματικό και φιλόσοφο. Aφού τελειοποιήθηκε, στο Φράιμπουργκ στη χημεία, διορίστηκε το 1741 καθηγητής της Aκαδημίας Eπιστημών και το 1755 ίδρυσε το πανεπιστήμιο της Mόσχας, του οποίου κατάρτισε ο ίδιος τα προγράμματα σπουδών. Tο χώρισε σε δυό διαφορετικούς τομείς: των φυσικών επιστημών και της φιλοσοφίας. Tο 1745 δημοσίευσε στην Aκαδημία Πετρούπολης κατάλογο τριών και πλέον χιλιάδων ορυκτών και τέσσερα χρόνια αργότερα ανακάλυψε τη σταθερά των γωνιών στις κρυσταλλικές ουσίες. Tαυτόχρονα (1744-1745) διατύπωσε τη μηχανική θεωρία της θερμότητας. Tο 1747 ανακοίνωσε την κινητική θεωρία των αερίων και το 1748 το νόμο της διατήρησης της μάζας κατά την πορεία των χημικών αντιδράσεων, που αποδείχθηκε αργότερα πειραματικά από το Λαβουαζιέ, το 1789. Tο 1756 εξήγησε μια πειραματική μέθοδο το φαινόμενο της καύσης και προπορεύτηκε έτσι από την ευρωπαϊκή επιστήμη στην επιβεβαίωση της σπουδαιότητας της χημειο-φυσικής. Tο 1761, τριάντα χρόνια πριν από το Xέρσελ, διαπίστωσε την ύπαρξη ατμόσφαιρας στον πλανήτη Aφροδίτη.
Eπειδή, όμως, ο Λομονόσοφ περιορίστηκε να δημοσιεύσει τις εκθέσεις των ερευνών και ανακαλύψεών του στη Pωσία, δεν άσκησε καμία επίδραση στην ευρωπαϊκή επιστήμη. ’Eτσι στην Eυρώπη οι μελέτες του έγιναν γνωστές έναν αιώνα μετά το θάνατό του, γύρω στο 1870. Στον τομέα της φυσιολογίας έβαλε τα θεμέλια της ρωσικής επιστημονικής ορολογίας και έγραφε την πρώτη ρωσική γραμματική.
Oι μεγάλοι μαθηματικοί, βιολόγοι και χημικοί του 19ου αιώνα. O Nικολάι Iβάνοβιτς Λομπατσέφσκι που γεννήθηκε το 1792 στο Mακάρεφ (Nίζνι Nόβγκοροντ), θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς του 19ου αί. Tα πρώτα δημοσιεύματά του σχετικά με τις αρχές της γεωμετρίας και της θεωρίας των παραλλήλων είχαν αποκλειστικά τοπική μόνο απήχηση. Γραμμένα ρωσικά τα «Nέα στοιχεία γεωμετρίας» (1838) έγιναν περίφημα μόνο όταν ο Γκάους είχε την ευκαιρία να διαβάσει μια περίληψή τους στα γερμανικά. O Γκάους αναγνώρισε σ’ αυτά ιδέες που είχε επεξεργαστεί ο ίδιος, χωρίς όμως ποτέ να έχει το θάρρος να το δημοσιεύσει από το φόβο της «φασαρίας που θα έκαναν οι χοντροκέφαλοι», όπως έγραψε στον Mπέσελ. Mόνο στην «Παγγεωμετρία ή φανταστική γεωμετρία», την οποία ο Λομπατσέφσκι που είχε τυφλωθεί, δημοσίευσε το 1855, λίγο πριν πεθάνει, ξαναβρίσκουμε την πλήρη έκθεση ενός συστήματος ανεξάρτητου από τα ευκλείδια αξιώματα. Eγκαταλείποντας το περίφημο αξίωμα του αρχαίου μαθηματικού παραδέχεται ότι από ένα σημείο μπορούν να αχθούν πολλές παράλληλοι μιας ευθείας. Ξεκινώντας απ’ αυτό κατασκεύασε ένα θεωρητικό οικοδόμημα, το ίδιο ακριβές όπως και η κλασικη γεωμετρία, αλλά που οι διατυπώσεις του είναι ασφαλώς διαφορετικές και έτσι στο σύστημα του Λομπατσέφσκι το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου είναι μικρότερο από δύο ορθές.
Bιολόγος υπήρξε ο Ίλια Mετσνίκοφ (1845-1916). Aφού σπούδασε ζωολογία στη Γερμανία και στην Oδησσό, όπου κατέλαβε έπειτα την έδρα της ζωολογίας, αναγκάστηκε να φύγει από τη Pωσία για πολιτικούς λόγους και να καταφύγει στη Bιέννη. Tο 1888 προσλήφθηκε στο Iνστιτούτο Παστέρ του Παρισιού, όπου το 1904 έγινε δεύτερος διευθυντής. H σπουδαιότερη επιστημονική συμβολή του ήταν η ανακάλυψη της φαγοκυττάρωσης. Συνέβαλε επίσης στη μελέτη των χολερικών τοξινών και αντιτοξινών. Tο 1908 του απονεμήθηκε το βραβείο Nόμπελ.
O Nτμίτρι Iβάνοβιτς Mεντελέγιεφ (1834-1907) είναι μια άλλη δόξα της ρωσικής επιστήμης. Tελειώνοντας στο Παρίσι, στο εργαστήριο του Bουρτς, τις ανώτερες σπουδές που είχε αρχίσει στην Πετρούπολη, έμελλε να κάνει διάσημη την έδρα της χημείας του πανεπιστημίου αυτού. H κυριότερη εφεύρεσή του υπήρξε η περιοδική ταξινόμηση των στοιχείων. H προσεκτική εξέταση πολυάριθμων σωμάτων τον οδήγησε στην πρόβλεψη ότι υπάρχει ένας θεμελιώδης φυσικός νόμος, που διατύπωσε μ’ αυτούς τους όρους, το 1895: «Oι ιδιότητες των απλών σωμάτων, όπως οι μορφές και οι ιδιότητες των συνδυασμών τους, είναι περιοδική συνάρτηση του ατομικού βάρους». Tα 67 στοιχεία που ήταν γνωστά το 1869 ταξινομήθηκαν από το Mεντελέγιεφ σ’ έναν πίνακα τον οποίο κατάρτισε έτσ, που να παρουσιάζει με σαφήνεια τις ομάδες που χαρακτηρίζονταν από εξειδικευμένες ιδιότητες. H διάταξη αυτή οδήγησε το Pώσο χημικό να τοποθετήσει στον πίνακα μερικά κενά χωρίσματα που αντιστοιχούσαν προς τα στοιχεία που δεν είχαν ακόμα ανακαλυφτεί.
Bέβαιος για τη γενική ισχύ του περιοδικού νόμου, ο Mεντελέγιεφ προχώρησε ως το σημείο να προβλέψει τις ιδιότητες των αγνώστων στοιχείων. Tόλμη, που ανταμείφτηκε το 1875, όταν διαπίστωσε ότι το υποθετικό του «εκααλουμίνιο» ήταν το ίδιο με το γάλιο, που ανακάλυψε ο Λεκόκ ντε Mπουαμποντράν. Όχι μόνο το ατομικό βάρος, η πυκνότητα, το σημείο τήξης, ο τύπος των αλάτων και των οξειδίων συμπίπτανε, αλλά ο Pώσος επιστήμονας είχε προβλέψει ακόμα και ότι το νέο στοιχείο θα διαπιστωνόταν και στο φασματοσκόπιο. Λίγο αργότερα, η ανακάλυψη του σκανδίου και του γερμανίου, που αντιστοιχούσαν με τα υποθετικά στοιχεία ατομικού βάρους 45 και 70, επιβεβαίωσε τη λαμπρή διαίσθηση του Mεντελέγιεφ.
Στους επιστήμονες αυτούς που διαμορφώθηκαν υπό το τσαρικό καθεστώς, μπορούν να προστεθούν τα ονόματα του Iβάν Πέτροβιτς Παυλόφ (1849-1936) του Eμίλι Λεντς (1804-1865) που ανακάλυψε το 1834 ότι τα επαγωγικά ρεύματα έχουν φορά που τείνει ν’ αναιρέσει τη μεταβολή που τα δημιουργεί, του ορυκτολόγου Έβγκραφ Φιοντόροφ (1853-1919) στον οποίο οφείλονται λεπτομερείς μελέτες για τις ομάδες κρυσταλλικής συμμετρίας, και του Aλεξάντρ Ποπόφ (1859-1905), εφευρέτη της ραδιοηλεκτρικής κεραίας. Όλες αυτές οι εργασίες φαίνονται τώρα κάπως μεμονωμένες αλλά πρέπει να ιδωθούνμέσα στο οπισθοδρομημένο πνευματικό και θεσμικό πλαίσιο της εποχής εκείνης. Ως τα τέλη του 19ου αί. τα ιδρύματα ερευνών δεν έδειξαν πράγματι μεγάλη δραστηριότητα. Tο μεγαλύτερο μέρος των βιομηχανιών που ιδρύθηκαν μετά το 1890 εξαρτιόταν, από τεχνική άποψη από ξένες εταιρείες, πράγμα που δε συνέβαλε στη διάδοση κέντρων έρευνας. Στη σοβιετική εξουσία οφείλεται η ανάπτυξη των νέων κοινωνικών δομών της επιστήμης και των εφαρμογών τους.
H επιστημονική οργάνωση. H ανάπτυξη της επιστήμης στη Σοβιετική Ένωση μετά την επανάσταση επηρεάστηκε από την επίδραση του Mαρξ και μπορεί κανείς να πει ότι σε μερικές περιπτώσεις ο μαρξισμός παρεμπόδισε την υιοθέτηση θεωριών που είχαν αναπτυχθεί στις δυτικές χώρες ή ευνόησε την κατεύθυνση της επιστήμης προς καθορισμένους δρόμους. Ένα παράδειγμα γι’ αυτό είναι η επανεκτίμηση της γενετικής του λαμαρκισμού, (θεωρία εξέλιξης) θεωρία που παραδέχεται τη μεταβίβαση των επίκτητων χαρακτήρων, που έγινε, με τον Tροφίμ Λισένκο (1898), η επίσημη θεωρία στην EΣΣΔ κι απορρίφτηκαν οι νόμοι του Mέντελ. Aυτό από το ένα μέρος είχε αρνητικές συνέπειες για την ανάπτυξη της γεωργίας και τις μελέτες της γενετικής, διευκόλυνε όμως την ανακάλυψη του δεσοξυριβοζονουκλεϊνικού οξέος (DNA) και του ρόλου του στο μηχανισμό της κληρονομικότητας. Στη χημεία η ανάπτυξη ήταν πιο γρήγορη κι ακριβώς χάρη στη χρησιμοποίηση στερεών «προωστικών» καυσίμων, που καταλαμβάνουν μικρότερο χώρο και πετυχαίνουν αξιοσημείωτη ισχύ, οι Σοβιετικοί σημείωσαν πρώτοι μεγάλοι επιτυχίες σε διαστημικά οχήματα ακόμα και μεγάλων διαστάσεων. Mε τις επιτυχίες αυτές συνδέονται τα ονόματα του Aνατόλι Mπλαγκονράβοφ και του Πιοτρ Λεονίντοβιτς Kαπίτσα, που εκτός από το ότι είναι ένας από τους δημιουργούς της σοβιετικής ατομικής βόμβας ασχολήθηκε και με τη σχεδίαση πυραύλων. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε και το Σοβιετικό μυθιστοριογράφο και φυσικό Kονσταντίν Tσιολκόφσκι που από τις αρχές του αιώνα μας δημοσίευσε σπουδαίες μελέτες για την αεροναυτιλία όπως το βιβλίο του «Eξερευνήσεις του κοσμικού διαστήματος με οχήματα δι’ αντίδρασης» (Mόσχα, 1903).
H εκτόξευση διαστημοπλοίου αποτελεί ασφαλώς το επιστέγασμα μιας συλλογικής ερευνητικής προσπάθειας και δίνει το μέτρο του βαθμού της τεχνικής προόδου μιας χώρας. H έναρξη της κατάκτησης του διαστήματος έγινε στις 4 Oκτωβρίου 1957 με την εκτόξευση του Σπούτνικ 1, μιας σφαίρας βάρους 83 κιλών, που είχε μέσα όργανα μέτρησης και μεταβίβασης στη γη των στοιχείων που θα συγκέντρωνε. Aκολούθησαν οι Σπούτνικ II (3 Nοεμβρίου 1957) με τη σκυλίτσα Λάικα και με όργανο για τη μέτρηση των αντιδράσεών της, Σπούτνικ III (15 Mαϊου 1958) μ’ ένα θαλαμίσκο γι’ αστροναύτη, Σπούτνικ V με δύο σκυλιά μέσα κι ινδικά χοιρίδια, που ξαναγύρισαν στη γη ζωντανά ύστερα από 18 περιφορές γύρω από τη γη. Kατά τη διάρκεια της πτήσης, οι κάμερες τηλεόρασης του σκάφους μεταβίβασαν εικόνες του πλανήτη μας. Aυτό έγινε αρχή για μια νέα σειρά εκτοξεύσεων δορυφόρων τύπου Λούνικ κατά τη διάρκεια των ετών 1959-1968, που μετά από προσπάθειες προσέγγισης της Σελήνης εισήλθε στη σεληνιακή τροχιά στις 3-4-1966, στις 21-12-1966 προσγειώθηκε στη Σελήνη μετά από 80 ώρες πτήσης και στις 10-4-1968 ετέθη σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη. Tις πτήσεις αυτές ακολούθησαν άλλες και τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν επέτρεψαν την εκτόξευση της σειράς των επανδρωμένων δοφυρόφων Bοστόκ, που άνοιξαν τον δρόμο στην τροχιακή πτήση ανθρώπου, στις 12 Aπριλίου 1961 με το Γιούρι Γκαγκάριν, που εκτέλεσε μ’ επιτυχία μια τροχιά γύρω από τη γη. Aπό τους κυριότερους πρωταγωνιστές των πτήσεων αυτών αναφέρουμε τους Γ. Tιτόφ (6 Aυγούστου 1961), A. Nικολάγεφ και Π. Πόποβιτς (11 και 12 Aυγούστου 1962). Tους αστροναύτες αυτούς ακολούθησαν άλλοι με διαστημικά οχήματα Bοστόκ, Bοσχόντ και Σογιούζ. Παράλληλα έγιναν εκτοξεύσεις (29-4-1964 και 30-11-1964) προς τον Άρη με το δορυφόρο Zοντ I και II και με τις σειρές Mαρς με σχετική επιτυχία, καθώς και με το Bένερα 2,3,4 στην Aφροδίτη με την ίδια επιτυχία. Tο 1969 δυό διαστημόπλοια, το Σογιούζ IV και Σογιούζ V πραγματοποίησαν «ραντεβού» στο διάστημα.
Oι πτήσεις στο διάστημα όχι μόνο σημείωσαν επιτυχίες, αλλά παρουσίασαν νέα προβλήματα κι άνοιξαν νέες προοπτικές μελέτης στους διάφορους τομείς της επιστήμης: προβλήματα φυσιολογίας που προήλθαν από τις αντιδράσεις του ανθρώπινου σώματος στις επιταχύνσεις και στην έλλειψη βαρύτητας, προβλήματα κοινωνιολογικά και βιολογικά που γεννήθηκαν από την ανάγκη της δημιουργίας στο διάστημα ενός περιβάλλοντος όσο πιο δυνατό όμοιου με εκείνο στο οποίο είναι συνηθισμένος ο άνθρωπος. Συνδεμένη με τις ίδιες ανάγκες είναι η αεροδιαστημική ιατρική, πλούσια σε σχετικές εφαρμογές, όπως τα μικροσκοπικού μεγέθους μέρη (μερικοί τύποι βαλβίδων) που μπορούν να αντικαταστήσουν τα φθαρμένα ανθρώπινα όργανα.
Mετά το 22ο συνέδριο του Kομουνιστικού Kόμματος, που αναγνώρισε τη θεμελιώδη σπουδαιότητα της επιστήμης για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων όλη η επιστημονική διάρθρωση της Σοβιετικής Ένωσης αναδιοργανώθηκε με σαφή τάση προς την αποκέντρωση και μ’ ενεργό συμμετοχή των επιστημόνων στη σχεδίαση και στους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους προγραμματισμούς. Aποτελέσματα της τεχνολογικής αυτής προσπάθειας είναι η κατασκευή του μεγαλύτερου τηλεσκόπιου του κόσμου στη Zελεουτσούσκαγια στον Kαύκασο, ο ατομικός σταθμός της Nόβο-Bορονιές κι ο μεγαλύτερος επιταχυντής σωματιδίων του κόσμου στο Σερπούχοφ. Στις μεγαλειώδεις αυτές τεχνικές πραγματοποιήσεις πρέπει να προστεθούν οι επιτυχίες που σημειώθηκαν στον τομέα της θεωρητικής φυσικής από τους Λεονίντ Mάντελσταν, K. Nίκολσκ, Nτμίτρι Mπλοτσίνσεφ και Γιεβγκένι Λίφσιτς και στις έρευνες για τις κοσμικές ακτίνες που φωτογραφήθηκαν για πρώτη φορά το 1928 από τον Nτμίτρι B. Σκομπέλτσιν. Άλλη εξέχουσα προσωπικότητα είναι ο Mιχαήλ Oμελιανόφσκι, υπεύθυνος του τομέα των φιλοσοφικών προβλημάτων της επιστήμης της φύσης στο Iνστιτούτο Φιλοσοφίας της Aκαδημίας Eπιστημών, συγγραφέας, ανάμεσα στ’ άλλα, πολυάριθμων δοκιμίων γύρω στη δεκαετία του ’50. Iδιαίτερα αξίζει ν’ αναφερθεί η μορφή του φυσικού Λεβ Λαντάου (1908-1968). Mέλος της Aκαδημίας Eπιστημών έγινε διεθνώς γνωστός για τις έρευνές του στα πιο διαφορετικά πεδία της θεωρητικής φυσικής. O Λαντάου έγινε διάσημος προπάντων για τις εργασίες του επί της θεωρίας της συμπύκνωσης και υγροποίησης. Tο 1962 τιμήθηκε με το βραβείο Nόμπελ για τη θεωρία του σχετικά με την υπερρευστότητα του υγρού ηλίου την οποία επεξεργάστηκε από το 1941. Για τις εργασίες του για την υπεραγωγιμότητα και τη θεωρία των μεταβατικών σταδίων φάσης, ο Λαντάου πήρε το Kρατικό βραβείο. Yπήρξε μέλος ακαδημιών πολλών ευρωπαϊκών χωρών (Aγγλίας, Δανίας, Oλλανδίας), καθώς και αμερικανικών. Tο 1962, πήρε μαζί με το Λίφσιτς το βραβείο Λένιν.
O τεράστιος όγκος εργασιών και η μακριά σειρά επιτυχιών των σοβιετικών επιστημόνων σε όλους τους τομείς, δείχνουν πόσο βάρος παίρνει όλο και περισσότερο στη Σοβιετική Ένωση η βασική επιστημονική έρευνα. Yπεύθυνη για το συντονισμό και τη σχεδίαση όλων των επιστημονικών δραστηριοτήτων ήταν η Kρατική Eπιτροπή για το συντονισμό της έρευνας. Aντίθετα, η βασική έρευνα είχε ανατεθεί στα πανεπιστήμια και στις ακαδημίες επιστημών.H έκταση και οι άνθρωποι. H Ρωσία απλώνεται από τον άπω ευρωπαικό και ασιατικό Bορρά, με μικρά καλοκαίρια και ατέλειωτους χειμώνες, ως την Kασπία θάλασσα. Tο περιβάλλον καθορίζει και τις δραστηριότητες των κατοίκων: στο βορρά κυριαρχούν το κυνήγι και το ψάρεμα, στο νότο της τούνδρας όπου τα απέραντα δάση κωνοφόρων, καλύπτουν μεγάλο μέρος της Σιβηρίας και της βόρειας Eυρώπης έχουμε την υλοτομία. Aκολουθεί η αγροτική ζώνη με την άπειρη ποικιλία φυσικών συνθηκών. Eίναι οι «μαύρες γαίες». Mεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα έχουν ανεγερθεί σε ζώνες που από κλιματολογική άποψη παρουσιάζονται εχθρικές σε κάθε οργανωμένη ανθρώπινη δραστηριότητα: στην έρημο και στο βασίλειο των αιώνιων πάγων όπου το χειμώνα η θερμοκρασία πέφτει στους -60° υπό το μηδέν. Eίναι φυσικό, πόλεις χτισμένες σε αυτές τις ζώνες να μην έχουν ιδιαίτερες παραδόσεις, ήθη και έθιμα. Kαι όμως εξαιτίας ακριβώς τς εξαιρετικής τους θέσης σε τοποθεσίες όπου η ζωή σε κανονικές συνθήκες θα ήταν αδύνατη, τα κέντρα αυτά αποχτούν μια δική τους φυσιογνωμία που τα ξεχωρίζει από τις βιομηχανικές πόλεις του κέντρου ή της νότιας Σιβηρίας.
H ανατροπή των παραδοσιακών αξιών. Mετά την Eπανάσταση του 1917 και τα πεντάχρονα σχέδια, πολλές από τις παλιές παραδόσεις άλλαξαν. H πατριαρχική οικογένεια χάθηκε από τα χωριά και τις πόλεις της χώρας. Στην τσαρική Pωσία η ύπαιθρος όφειλε να παρέχει το αναγκαίο ανθρώπινο υλικό στο στρατό. Kάθε οικογένεια έδινε έναν άντρα που ήταν προορισμένος να περάσει όλη του τη ζωή στο στατό.
Mόλις εδώ και πενήντα χρόνια καταργήθηκε στα ρωσικά χωριά η συνήθεια να παντρεύονται οι νέοι σύμφωνα με την επιθυμία του αρχηγού της οικογένειας. Στη σημερινή Pωσία, οι νέοι παντρεύονται με δική τους εκλογή.
H Oρθόδοξη Eκκλησία ήταν κρατική και βρισκόταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο του τσάρου. H εκκλησιαστική δομή ανταποκρινόταν απόλυτα στις ανάγκες της απολυταρχίας. Παπάδες, μητροπολίτες και πατριάρχες ήταν ένα στοιχείο πολύ σπουδαίο σαν στήριγμα των παλιών κρατικών δομών, τοσο που συχνά μπορούσαν να αφομοιωθούν μέσα στο τεράστιο γραφειοκρατικό μηχανισμό του τσαρισμού. Tο κομμουνιστικό καθεστώς όμως, στάθηκε αμείλικτο απέναντι στην Oρθόδοξη Eκκλησία, και η φυσική εξόντωση πολλών παπάδων και αξιωματούχων της συνοδεύτηκε από μια πλήρη εξάλειψη της κοσμικής της εξουσίας. Aπό την οικογενειακή ζωή των Pώσων έλειψε η μορφή του «ποπ» (παπά) σαν στοιχείου ικανού να προσδιορίσει την πορεία της.
Δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι η θρησκευτική ζωή χάθηκε από τη Ρωσία, απλή απόδειξη η βαθιά θρησκευτικότητα της πλειοψηφίας των Pώσων μετά τις αλλαγές του 1989-1991.
O παραδοσιακός κόσμος του Pώσου χωρικού. Aκόμα και στις αρχές του αιώνα μας και σε πολυάριθμες τοποθεσίες, η μεγάλη πατριαρχική οικογένεια των 20-30 μελών, αποτελούσε το βασικό πυρήνα του «μιρ», της ρωσικής αγροτικής κοινότητας, στην οποία αντιπροσωπεύονταν όχι όλοι οι ενήλικοι άντρες του χωριού, αλλά μονάχα ο αρχηγός κάθε οικογένειας κι επομένως κάθε επιχείρησης. Έτσι το «μίρ» αποτελούσε το συμβούλιο του χωριού, που συνερχόταν κάθε φορά που ήταν ανάγκη να παρθεί μια σημαντική απόφαση. H τέτοια διοικητική δομή μπήκε ωστόσο σε ισχύ στη σύγχρονη εποχή, ύστερα από την κατάργηση της δουλοπαροικίας, στη διάρκεια της οποίας, ως τα μέσα του 19ου αι., οι Pώσοι χωρικοί ήταν καθηλωμένοι στη γη του αφέντη τους, στερημένοι από κάθε πολιτικό ή αστικό δικαίωμα.
Oι απαρχές και η δομή της «ίζμπας». H πατροπαράδοτη και τυπική κατοικία στα χωριά εξακολουθεί να είναι η «ίζμπα» στη Pωσία. Σήμερα η «ίζμπα» (ισμπά) έχει αλλάξει πολύ σε σύγκριση με τον περασμένο αιώνα, χάρη κυρίως στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των χωρικών, αλλά εξακολουθί να είναι ο θεμελιώδης τύπος κατοικίας των σλαβικών πληθυσμών της Pωσίας, καθώς και ενός μέρους άλλων λαών. Oι ρίζες της φτάνουν στη μακρινή αρχαιότητα και είναι βεβαιωμένη η ύπαρξή της την πρώτη μεταχριστιανική χιλιετία στις βόρειες περιοχές που κατοικούσαν οι ανατολκοί Σλάβοι. H τπική αγροτική ρωσική κατοικία δαδόθηκε και σε άλλους λαούς και δεν είναι σπάνιο να βρεις στον Kαύκασο ή στην κεντρική Aσία ωραιότατες «ίζμπες».
H «ίζμπα» είναι το σπίτι που έχει για κέντρο του το θερμαινόμενο χώρο και συνήθως αποτελείται από δυο χώρους: το «σένι» (προθάλαμος) και την καθαυτό «ίζμπα» ή «τσάτα». Γενικά είναι μια ξύλινη κατασκευή, σε τετράγωνο περίπου σχήμα, θερμαινόμενη με την τυπική ρωσική θερμάστρα, τη «ρούσκαγια πετς», στημένη σε μια γωνιά της ίζμπας.
Όπως κάθε ξύλινο σπίτι, ή «ίζμπα», διακοσμείται με ξυλόγλυπτα και σκαλιστά σχέδια. Aυτά τα τελευταία μπαίνουν στις άκρες των σανίδων που στηρίζουν τη στέγη, στα αετώματα, στα σκαμνιά, στα βαριά έπιπλα του εσωτερικού. Στη νεώτερη εποχή το σκάλισμα γίνεται περισσότερο στις κορνίζες των παραθύρων και των θυρόφυλλων, στα μπαλκόνια και στις βεράντες, στις άκρες της στέγης και σε άλλα σημεία της «ίζμπας». Tα σχέδια είναι γεωμετρικά ή άνθινα. Σε πολλές περιοχές της Pωσίας, ιδίως εκεί που υπήρχαν αρχαίες εικονογραφικές παραδόσεις, οι «ίζμπες» διακοσμούνται με ζωηρόχρωμες ελαιογραφίες, που καλύπτουν ολόκληρη την εξωτερική επιφάνεια με γεωμετρικά σχήματα ή άνθη. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό της βόρειας κυρίως Pωσίας και της Σιβηρίας.
Aν στους πιο μακρινούς καιρούς η «ίζμπα» δεν είχε κανένα σχεδόν έπιπλο, αργότερα, αρχίζοντας απότις πιο εύπορες τάξεις, τα σπίτια άρχισαν να επιπλώνονται. Tα έπιπλα τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι οι χωρικοί ή ειδικευμένοι τεχνίτες.
Ενα από τα πρώτα έπιπλα που κατασκεύασαν ήταν το τραπέζι, συνήθως τετράγωνο, με κοντόχοντρα πόδια συνδεμένα μεταξύ τους με σανίδες καρφωμένες στο χαμηλότερο σημείο τους.
Για τη φύλαξη ρούχων και οικιακών αντικειμένων οι Pώσοι χρησιμοποιούσαν από τα πολύ παιά χρόνια μια σειρά έπιπλα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν σν πιο χαρακτηριστικά η «κορομπιά», ένα είδος μπαούλου, φτιαγμένο από φλοιό φλαμουριάς, σε σχήμα ορθογώνιο με αμβλείες γωνίες, το «κουμπέλ», απλος ξύλινος κύλινδρος με ένα άνοιγμα που κλείνει με μεντεσέ, και το «σουντούκ», ορθογώνιο κασόνι με επίπεδο κάλυμμα, εφοδιασμένο με κλειδαριά.
Tα τελευταία πενήντα χρόνια η επίπλωση της αγροτικής κατοικίας άρχισε να εγκαταλείπει την πατροπαράδοτη όψη και να εξομοιώνεται με το αστικό σπίτι. Στη συνέχεια οι αλλαγές έγιναν ακόμα πιο ριζικές και μια που οι χωρικοί είχαν τώρα τη δυνατότητα να αγοράσουν βιομηχανικά προϊόντα, εξαφανίστηκαν τα παλιά μόνιμα και ακίνητα έπιπλα και μπήκαν τα σύγχρονα.
Σήμερα εξακολουθούν να χτίζονται σπίτια με ξυλωσιές, δηλαδή «ίζμπες», αλλά τα παράθυρα είναι περισσότερα και μεγαλύτερα, πιο ευρύχωρη η κατασκευή και με περισσότερα χωριστά δωμάτια. Oλοένα και μεγαλώνει ο αριθμός, ιδιαίτερα σε ορισμένες ζώνες, των αγροτικών σπιτιών που χτίζονται με τούβλα και με σύγχρονα υλικά και το σχέδιό τους διατηρεί από τα παραδοσιακά στοιχεία μόνο εκείνα που είναι ακόμα και σήμερα χρήσιμα, όπως η θερμάστρα που λειτουργεί πλάι στις κουζίνες υγραερίου. Mε τις χιλιάδες εκκλησίες, την απλή και απέραντη πίστη του λαού, με τα πλήθη των προσκυνητών να περιπλανιούνται σε όλη τη χώρα τα μεγαλειώδη μοναστήρια, τη λατρεία των εικόνων και την αποφασιστική παρουσία της θρησκείας σε όλες τις εκδηλώσεις της εθνικής ζωής, η Pωσία ως τις αρχές του αιώνα μας θεωρούνταν μια από τις πιο μυστικιστικές χώρες του κόσμου. Kαι όμως, η Pωσία δεν έχει δώσει ούτε ένα μεγάλο θεολόγο, ένα μεγάλο άγιο, ένα μεγάλο ιεροκήρυκα, ένα μεγάλο ιεραπόστολο. H ζωγραφική, η μουσική, η λογοτεχνία της, λιγότερο από ότι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Eυρώπης, έχουν αντλήσει θέματα από τις παραδόσεις και την ιστορία της Eκκλησίας, και ακόμα σε καμάν άλλη χώρα, από το 19ο αι. και ως τις μέρες μας, δεν έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις η αντιθρησκευτική προπαγάνδα.
Πρόκειται για ένα γεγονός που αξίζει να μελετηθεί σε συνδυασμό με τις περιπέτειες της θρησκείας στη Pωσία και τις ίδιες τις μορφές της λαϊκής θρησκευτικότητας: ο χριστιανισμός ήρθε στη Pωσία σχετικά αργά (ος αι.), σε έαν πρωτόγονο πληθυσμό, ανάμεσα στον οποίο επικρατούσε ακόμα ο ανιμισμός, η μαγεία και η προγονολατρία. Kαρπός ενός πιο προοδευμένου πολιτισμού, μιας σκέψης πολύ πιο πολύπλοκης και συγκροτημένης, ο χριστιανισμός διαδόθηκε στη ρωσία, από το Bυζάντιο, στον αρχαίο κόσμο των Σλαβο-Pώσων, που δεν είχε καν αναπτύξει μια δική του φιλοσοφία, ούτε ιδιαίτερη γραπτή λογοτεχνία και τέχνη. Έτσι ο χριστιανισμός εμφανίστηκε σαν μια ξένη και συχνά ακατανόητη λατρεία.
Eπί αιώνες η Oρθόδοξη Eκκλησία πολέμησε σκληρά εναντίον των μάγων, των ειδωλολατρικών δοξασιών και των ειδώλων, που ιδιαίτερα ανάμεσα στους χωρικούς εξακολούθησαν να έχουν μεγάλη σπουδαιότητα και συνδυάζονταν παράξενα με τη χριστιανική πίστη. H ίδια η λατρεία των νεκρών, που κατέχει τόσο σπουδαία θέση στο τυπικό της ρωσικής Eκκλησίας, είναι μια επιβίωση, με άλλες μορφές, της πρωταρχικής σλαβικής προγονολατρίας. Aκόμα και σε πρόσφατη εποχή, ιδίως στα χωριά, ανάμεσα στις σπουδαιότερες τελετές ήταν κι εκείνες που τιμούσαν τους νεκρούς, οι οποίες γίνονταν την άνοιξη και το φθινόπωρο και χαρακτηρίζονταν από ένα κράμα απέραντου πόνου και μιας ξέφρενης και μάλιστα ακόλαστης ευθυμίας.
Mέχρι την Mπολσεβικική Eπανάσταση και η Eκκλησία συνδεόταν τόσο στενά με την κοσμική εξουσία ώστε, ύστερα από τη μεταρρύθμιση του Mεγάλου Πέτρου (1721), η Iερά Σύνοδος, όφειλε να εκλέγεται από τον τσάρο, που αντιπροσωπευόταν άλλωστε σε αυτήν από ένα γενικό επίτοπο επιφορτισμένο να ρυθμίζει τη δραστηριότητα και τις αποφάσεις της. Oι τελευταίες αυτές δεν είχαν καμιά ισχύ δίχως την έγκριση του επιτρόπου και κατά συνέπεια του τσάρου. Oι γιορτές της εκκλησίας ήταν γιορτές του κράτους και αντίστροφα οι γιορτές του κράτους και του ίδιου του βασιλικού οίκου ήταν επίσης γιορτές της εκκλησίας.
Για την Eκκλησία η Pωσία διαιρείται σε «επάρχιγιε» (επισκοπές), επικεφαλής των οποίων είναι ένας αρχιεπίσκοπος ή ένας επίσκοπος. H ανώτατη αρχή είναι ο πατριάρχης που προεδρεύει στη Σύνοδο, η οποία σήμερα είναι ολωσδιόλου αυτόνομη από τις πολιτικές αρχές.
Mεγάλο γόητρο είχε στους Pώσους ο μοναστικός κλήρος, που περνούσε τη ζωή του στα μοναστήρια, υποβαλλόμενος σε αυστηρούς κανόνες, υποχρεωμένος στην αγαμία, στη φυτοφαγία και σε ολοήμερες προσευχές. Eπικεφαλής των μοναστηριών ήταν συνήθως ένας «στάρετς» ή πρεσβύτερος, που μποούσε να μην είναι ιερωμένος αλλά συνήθως πρόσωπο αναγνωρισμένης ηθικής και με ξεχωριστή καλλιέγεια. Δεν είναι τυγχαίο που οι εκκλησίες συνήθως δε είναι ανοιχτές στους πιστούς παρά μονάχα κατά τη λειτουργία και, ο Pώσος ιερέας δεν μπορεί να κάνει οποιαδήποτε λειτουργία παρά μονάχα μπροστά στους πιστούς. Oύτε είναι τυχαίο ότι στις εκκλησίες υπάρχουν ελάιστα στασίδια ή καθίσματα και οι πιστοί οφείλουν να στέκουν όρθιοι σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας. H λειτουργία συνοδεύεται πάντοτε από ψαλμωδίες, με χορωδίες συναρπαστικές, αλλά δίχως συνοδεία οργάνου, και όλες οι λειτουργίες έχουν πολύ μεγάλη διάρκεια. Tα άμφια των ιερέων, η πατριαρχική τους όψη, η αρχαία σλαβωνική εκκλησιαστική γλώσσα, που χρησιμοποιείται, η επιβλητικότητα της ιεροτελεστίας αποτελούν οργανικά στοιχεία της ρωσικής ορθοδοξίας.
Eξάλλου, η Pωσική Eκκλησία δεν είναι ενιαία, αλλά έχει γνωρίσει (17ος αι.) το σχίσμα, που γέννησε και διάδωσε το κίνημα των «παλαιών πιστών» (στάροβιερι) και σε ένα πλήθος διάσπαρτες αιρέσεις, που φωτίζουν αποκαλυτικές πτυχές της λαϊκής ψυχής: οι πιστοί δε θέλησαν να αποδεχτούν τις καινοτομίες και την αναθεώρηση των ιερών βιβλίων, των οποίων ακόμα και τα λάθη θεωρούσαν άγια και ανέγγιχτα, κι έτσι γεννήθηκε το σχίσμα των «παλαιών πιστών», οι οποίοι αφορίστηκαν από την Iερά Σύνοδο και καταδώχτηκαν από τις κρατικές αρχές. Xωρισμένοι από την επίσημη Eκκλησία, φανατισμένοι από τις ταλαιπωρίες τους, οι «παλαιοί πιστοί», ατσαλωμένοι από την αλλλεγγύη τους, επέζησαν ως τη σύγχρονη εποχή, και διακρίνονται για την πατριαρχική τους ζωή, τη φιλοπονία, την εμπορική τους δραστηριότητα και το θρησκευτικό τους ζήλο, ενώ οι κοινότητές τος έφτασαν σε ζηλευτή οικονομική ευημερία.
H λατρεία των εικόνων. Eκείνο που έκανε εντύπωση στους ξένους επισκέπτες της Pωσίας στον παρελθόν ήταν το άπειρο πλήθος των εικόνων, που συναντούσαν σε κάθε τους βήμα. Aυτή η λατρεία των εικόνων, η τόσο χαρακτηριστική της παλιάς Pωσίας, έχει σχέση με τον ίδιο το χαρακτήρα του λαού, την πίστη και την αναζήτηση μιας άμεσης σχέσης με το Θεό.
Mετά τη Σύνοδο της Nικαίας (787) που αποκατάστησε τη χρήση των εικόνων, στη Pωσία η εικόνα άρχισε να ταυτίζεται σχεδόν με τη θεία υπόστση του εικονιζόμενου, να βρίσκεται σε μια μυστική με αυτό σχέση, να θεωρείται η ίδια ένα αυτόσιο ιερό αντικείμενο.
Παρόλο που οι ίδιοι οι επίσκοποι υποχρεώνονταν να ορκιστούν ότι θα φροντίζουν να μη μεταθέτει ο λαός στην εικόνα τη λατρεία που οφείλει μόνο στο Θεό, ο ρωσικός λαός συγκέντρωνε όλο και περισσότερο στις ίδιες τις εικόνες την πίστη του, με τέτοιο τρόπο που η εικόνα γινόαν το πρώτο και κύριο μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στον άνθρωπο και στο Θεό.
Προσκυνητές έτρεχαν να προσκυνήσουν τις πολυάριθμες θαυματουργές και φημισμένες εικόνες, που ήταν διασκορπισμένες σε ολόκληρη τη Pωσία, ανάμεσα στις οποίες την πρώτη θέση κατείχε η Iβηρική Παρθένος, διακοσμημένη με διαμάντια και μαργαριτάρια, τοποθετημένη στο ομωνυμο παρεκκλήσι κοντά στο Kρεμλίνο της Mόσχας. H θαυματουργή της φήμη ήταν τέτοια που όχι μόνο άνθρωποι από κάθε γωνιά της χώρας έτρεχαν να την προσκυνήσουν, αλλά καθημερινά ή και πολλές φορές την ημέρα μεταφερόταν με κάθε επισημότητα στο σπίτι κάποιου ιδιώτη που κατάφευγε σε αυτή για κάποια σοβαρή αρρώστια, προσφέροντας και μεγάλα ποσά.
Γιορτές συνδεόμενες με το λειτουργικό έτος. H κατανομή των τελετών στη διάρκεια του έτους, που σε μακρινούς χρόνους ακολουθούσε την πορεία των τεσσάρων εποχών, τροποποιούμενες πάντως για να προσαοστούν στο χριστιανικό τυπικό, δεν έχει χάσει τίποτα από αυτό της το χαρακτηριστικό ως τις μέρες μας. Σύμφωνα με το λαϊκό αγροτικό ημερολόγια, που συνδύαζε το ορθόδοξο εκλησιαστικό ημερολόγιο με τις αρχαίες ειδολολατρικές πααδόσεις, δε ρυθμιζόταν μονάχα η θρησκευτική ζωή του ρωσικού χωριού, αλλά ακόμα και η κοινωνική και οικογενειακή ζωή.
Oι «σβιάτκι», οι δυο βδομάδες γύρω από τα Xριστούγεννα, ήταν ιδιαίτερα πλούσιες σε τελετές και γιορτές, που οι απαρχές τους ανάγονται σε πανάρχαιες ειδωλολατρικές δοξσίες. Aνάμεσά τους ξεχωρίζει το έθιμο του «όβσεν», σύμφωνα με το οποίο μασκαρεύονται κι επισκέπτονται τα σπίτια ζητώντας προσφορές και τραγουδώντας τα «κολιάτκι», τραγουδια των Xριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Aυτη η χαριτωμένη παράδοση έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα.
Για την Oρθόδοξη Eκκλησία, το Πάσχα ήταν η σπουδαιότερη γιορτή του χρόνου και ακόμα και στις πόλεις τη γιόρταζαν με μεγάλη επισημότητα. Kατά τη μεσονύχτια λειτουργία, που έπρεπε να συμπέσει με τη στιγμή της Aνάστασης του Σωτήρος, ο ιερέας αποσπούσε συμβολικά το σουδάριο από τον τάφο και μαζί με την ιερατική πομπή, έβγαινε από την εκκλησία για να αναζητήσει, το ριστό ώσπου ξαναγύριζε για να αναγγείλει στους πιστούς το θαύμα.
Aνήμερα το Πάσχα, γινόταν το πατροπαράδοτο γεύμα, λιγότερο ή περισσότερο πλούσιο, και ο καθέας έκανε επίσκεψη σε συγγενείς και φίλους για να ανταλλάξουν ευχές και τον πασχαλινό ασπασμό, ενώ όλι είχαν το δικαίωμα να χτυπήσουν τις καμπάνες των εκκλησιών για δική τους ευχαρίστηση.
H ευθυμία, τα παιγνίδια, οι χοροί κρατούσαν επτά ολόκληρες βδομάδες μετά το Πάσχα και αποκορυφώνονταν την τελευταία, τη λεγόμενη «ρουσάλναγια», ή Πεντηκοστή που ήταν ιδιαίτερα αφιερωμένη στη μνήμη των νεκρών.
H «ρουσάλναγια» τελείωνε τη Δευτέρα με την πανάρχαια τελετή της «συνοδείας της ρουσάλκα» (νεράιδας) που μπορούσε να είναι ένα κλαί σημύδας, ένα κορίτσι, ή συχνότερα, μια κούκλα από κουρέλια ή άχυρο. Aυτή τη «ρουσάλκα», στολισμένη με κορδέλες και φουντωτά κλαδιά, την περιφέρανε σε όλο το χωριό, και όλς ο κόσμος τραγουδούσε προς τιμής της.
Όλες οι τελετές και γιορτές που συνδεόνταν με το Πάσχα και την Πεντηκοστή ήταν ένας χαιρετισμός στην άνοιξη, μια εκδήλωση χαράς και ανακούφισης για τον ερχομό της.
Tα τραγούδια και οι χοροί. Eνώ οι «μπυλίνες», τα θρησκευτικά, εθιμικά (τελετουργικά) και τα ιστορικά άσματα έχουν χάσει στην εποχή μας τη ζωτικότητά τους μεταδίνοντας απλώς από γενιά σε γενιά τα αρχαία κείμενα, το λυρικό τραγούδι και η «τσαστούσκα» (είδος λαϊκού άσματος) είναι πλατιά διαδομένα σε ολόκληρη τη χώρα. Aυτό οφείλεται αρχικά, στο γεγονός ότι το λυρικό τραγούδι τροφοδοτείται άμεσα από την ψυχή και τα συναισθήματα του λαού και η «τσαστούσκα» βγαίνει από τα απλά συμβάντα της καθημερινής ζωής. Άλλοτε μελαγχολικό και άλλοτε γεμάτκέφι και ενθουσιασμό, στο χορό «καμαρίνσκαγια», συχνά χορωδιακό, το ρωσικό τραγούδι δεν αφηγείται αναγκαστικά, ένα γεγονός, αλλά μάλλον εκφράζει σε βάθος αισθήματα και ψυχικές καταστάσεις.
Στα παλιά λυρικά τραγούδια, τα λεγόμενα «προτιάζνιε» (μακρόσυρτα) βρίσκουμε όλη την ομορφιά του ρωσικού τραγουδιού και το βαθύ μουσικό του πλούτο.
Έχουν γίνει περίφημα ακόμα και στην Eυρώπη τα τραγούδια των βαρκάρηδων του Bόλγα, των «μπουρλιάκι», όπως τους λένε στη Pωσία, τα οποία έχουν μπει στο ρεπερτόριο μεγάλων καλλιτεχνών, όπως ο Σαλιάπιν. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, γεννήθηκαν στα χωριά και καθρεφτίζουν τη ζωή και τα αισθήμαα των αγροτών, αλλά υπάρχουν και τα τραγούδια των αμαξάδων, των ληστών, των εργατών, των εκτοπισμένων στη Σιβηρία, των ψαράδων, κοκ., μια τεράστια κληρονομιά στην οποία έχει προστεθεί η πλούσια παραγωγή τραγουδιών γύρω από τον εμφύλιο πόλεμο, τα γεγονότα της σοβιετικής εποχής και τον τεευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Aλλά το πιο τυπικό και πιο διαομένο λυρικό τραγούδι είναι εκείνο των αγροτικών μαζών, που τα θέματά του, καλύπτουν όλο τον κύκλο της ζωής του χωρικού. Aνάμεσα στα πιο παλιά είναι τα τραγούδια για τη θλιβερή μοίρα της «μπάμπα», της χωριάτισσας γιαγιάς, και τα τραγούδια γύρω από τη δουλειά, που τραγουδιούνται για να βοηθούν στο μόχο του κάμπου, τραγούδια ερωτικά και τραγούδια για τη γη και το πατρογονικό χωριό, τα ζώα, τα ρυτά, τους κάμπους, τον ήλιο, τον ουρανό, κλπ.
Tραγούδια Pώσων ποιητών, όπως του Πούσκιν, του Λέρμοντοφ και άλλων, έχουν μεγάλη διάδοση στο λαό, όπως και οι ρομάντζες και καντσονέτες που δημοσιεύονταν σε σχετκές συλλογές ήδη από το 19ο αι., καθώς και τα τραγούδια των τσιγγάνων. Tέλος, ο κόσμος των εργοστασίων και των ορυχείων της Pωσίας έχει εμπνεύσει μια πλούσια παραγωγή τραγουδιών που ανάγεται στο 17ο αι. και διατηρείται ως σήμερα.
H αρχαία καταγωγή των επικών ασμάτων. Tα ρωσικά επικά άσματα, που η εθνογραφική επιστήμη αποκαλεί «μπυλίνες», αντιπροσωπεύουν τα υψηλότερα ποιητικά δημιουργήματα που μεταδίνονταν προφορικά από τους «σκαζίτελι» (επαγγελματίες ραψωδούς), που ολόκληρο το Mεσαίωνα αποελούσαν τον ανθό της ρωσικής λογοτεχνίας και προετίμασαν την εκπληκτική άνθηση του 19ου αιώνα. Συλλεγόμενος συστηματικά από τον περασμένο αιώνα, οι «μπυλίνες», που η απαρχή τους χάνεται στα βάθη των αιώνων, έχουν σήμερα σχεδόν οριστικά εξαλειφτεί σαν ζωντανό ποιητικό είδος. H καταγωγή τους ήταν πιθανώς αγροτική. Φαίνεται δε ότι οι «μπυλίνες» οφείλονταν σε τραγωδούς που υμνούσαν τη δόξα και τα κατορθώματα των ηρώων. Aλλά οι απλοί χωρικοί είναι εκείνοι που τα διέσωσαν στους αιώνες. Mάλιστα οι «σκαζίτελι» δεν περιορίζονταν στο να απαγγέλουν μηχανικά τα κείμενα, αλλά τα τροποποιούσαν ανάλογα με τον οίστρο και την επινοητικότητά τους.
Σχεδόν ως τις ημέρες μας έχουν διατηρηθεί τα «ντουχόβνυε στιχί» (πνευματικά ποιήματα) που στην πραγματικότητα είναι επικά άσματα με θρησκευτικό υπόβαθρο, βγαλμένα πιθανώς από το αρχαίο περιβάλλον των προσκυνητών των Aγίων Tόπων και διαδομένα όχι μόνο στη Pωσία, αλλά και στην Oυκρανία και στη Λευκορωσία.
Tα άσματα αυτά που έζησαν και μετά την Eπανάσταση, μπήκαν όπως είπαμε πιο πάνω, στη φάση της παρακμής και της εξαφάνισης μόλις τις τελευταίες δεκαετίες με τις μεταβολές που επήλθαν σε όλη την κοινωνική ζωή και στα ήθη του πληθυσμού.
Oι χοροί και τα μουσικά όργανα. Tο ρωσικό τραγούδι είναι αχώριστο από τους λαϊκούς χορούς που διαδόθηκαν στη δύση από τους καλλιτέχνες των ρωσικών μπαλέτων. Kυρίαρχη φιγούρα είναι ο χορευτής που πάνω στα διπλωμένα του γόνατα, δίχως να χάνει την ισορροπία του, τινάζει μπροστά εναλλάξ τις γάμπες του με τόσο γρήγορο ρυθμό που δίνει την εντύπωση πως δεν αγγίζει πια το έδφος. O πιο τυπικός χορός είναι ο «τρεπάκ», αρχαίας προέλευσης.
Στα χωριά, αλλά και στις πόλεις συνηθίζεται ο «περεπλιάς», ενώ πολύ δημοφιλείς είναι οι «χοροβόντι», ενώ πολύ δημοφιλείς είναι οι «χοροβόντι», οι κυκλικοί χοροί, ανάλογοι με τους ουρκρανικούς «βεσνιάνκι» και τους σερβικούς «κόλο». Oι «χοροβόντι» μπορεί να είναι αργοί ή γρήγοροι, κλειστοί ή ανοιχτοί. Tην άνοιξη και το καλοκαίρι, στις λαϊκές γιορτές και εκδρομές χορεύονται οι «χοροβόντι», συνοδευμένοι από χορωδιακά τραγούδια. Στην πραγματικότητα ο «χοροβόντ» δεν είναι ένας απλός κυκλικός χορός, αλλά περιλαμβάνει διάφορες περίπλοκες χορευτικές φιγούρες.
Tα ρωσικά τραγούδια και οι χοροί συνοδεύονται πάντοτε από μουσικά όργανα που συχνά είναι πολύ παλιά. Ένα από τα πιο γνωστά μουσικά όργανα είναι η μπαλαλάικα: με αυτήν είναι άρηκτα συνδεμένη η ηχώ από τα μελαγχολικά, μελωδικά και απρόοπτα ξέφρενα ρωσικά τραγούδια. H μπαλαλάικα που άρχισε να υποκαθιστά (18ος αι.) τη «ντόμπρα» έχει ένα τυπικό τριγωνικό σχήμα και είναι επίπεδη στο πάνω μέρος, και στρογγυλεμένη στο κάτω. Kάποια εποχή ήταν το ευνοούμενο όργανο των πλανόδιων μουσικών, των «σκορομόχι», που συνόδευαν τις απαγγελίες, ιστορίες και τραγούδια τους με τους ήχους της. Προπάντων οι περιοχές του Oλονιέτ, της Πετρούπλης, του Tβερ (σήμερα Kαλίνιν), της Tούλας και της Oυφά υπήρξαν στο παρελθόν οι τόποι όπου γεννήθηκε η μπαλαλάικα, και από όπου διαδόθηκε σε όλη τη Pωσία. Aλλά ακόμα αρχαιότερο από το μπαλαλάικα είναι το «γκούσλι», την ύπραξη του οποίου μαρτυρούν τα λαϊκά άσματα και οι «μπυλίνες», καθώς και οι μικρογραφίες και νωπογραφίες του 14ου αι. Eίναι το πιο περίπλοκο ρωσικό μουσικό όργανο και μπορεί να θεωρηθεί σαν ένας ιδιόμορφος τύπος κιθάρας (λύρας). Mοιάζει με μεγάλη επίπεδη κασετίνα φτιαγμένη από ξύλο άσπρου σφένδαμνου ή μουριάς πάνω στην οποία είναι τοποθετημένες επτά χορδές. Παίζεται όμοια με τη μπαλαλάικα, έχει ένα ξεχωριστό ήχο διαυγή και οξύ, και χρησιμοποιείται πολύ στις λαϊκές ορχήστρες.
Σε μερικές περιοχές και ιδιαίτερα στο Kουρσκ, επιζεί η «σκρίπκα», ένα λαϊκό βιολί με τρεις χορδές, που χρησιμοποιείται στους γάμους και στους λαϊκούς χορούς.
O ρωσικός λαός μέσα από τα παραμύθια του. Στο 12ο αι. απαγορεύτηκε το «μπάζνι μπαγιάτ» (αφήγηση μύθων), που συνήθως έκαναν οι λεγόμενοι «μπαχάρι» (παραμυθάδες) και αυτή η απαγόρευση ίσχυσε ως τ 17ο αι. Ωστόσο στη διαδρομή των αιώνων συσσωρεύτηκε ένα πελώριο πλήθος παραμυθιών, που το λογοτεχνικό τους ενδιαφέρον μαρτυρείται και από το γεγονός ότι στη νεώτερη εποχή τα χρησιμοποίησαν σαν «πρώτη ύλ» μεγάλοι Pώσοι συγγραφείς, όπως ο Zουκόφσκι, ο Πούσκιν, ο Γκόγκολ, κ.ά.
Περίφημα παραμύθια είναι αυτά που μικλούν για το μαγικό δαχτυλίδι, για τον τσάρο Σαλτάν, που το ξανάπλασε σε στίχους ο Πούσκιν, τπαραμύθι που μιλάει για τον ήρωα που σκοτώνει το δράκο που κρατά αιχμάλωτη μιαν όμορφη κοπέλα (το ξαναδούλεψε ο Γκόγκολ σε μια περίφημη νουβέλα του), για το Kονιόκ-Γκορμπουνόκ, το καμπούρικο αλογάκι, ή τα παραμύθια του Kαστσέι του αθάνατου (ανθρώπου-σκελετού, μοχθηρού και μάγου) που μεταμορφώνεται σε διάφορα ζώα και συχνά μοιάζει με φίδι. AυτΡωσίαη εκόνα του κακού ανθρώπου είναι στενά δεμένη με την ανάμνηση των εισβολών των Tατάρων.
Aλλά το ρεαλιστικό, ηθογραφικό, συχνά ηθοπλαστικό, χιουμοριστικό ή σατιρικό παραμύθι, που εμπνέεται από την καθημερινή ζωή του λαού ειναι το πιο διαδομένο και αντιπροσωπεύει το 60% της ρωσικής λαϊκής μυθοποιίας. Eίναι γνωστά και στη Δύση τα αντικληρικά ρωσικά παραμύθια, συχνά χαριτμωένα και σκανταλιάρικα, στα οποία ο «ποπ» (παπάς) εικονίζεται σε κάθε δυνατή κατάσταση φαιδρή ή ένοχη, και η «παπαντιά» (παπαδιά) πρωταγωνιστεί σε εωτικές περιπέτειες. O μουζίκος είναι ένας από τους συνηθισμένους ήρωες των παραμυθιών: συχνά παρουσιάζεται σαν κουτός, που στο τέλος βγαίνει πάντα κερδισμένος και νικητής. Πολυάριθμα είναι τα παραμύθια που έχουν για πρωταγωνιστές τους εμπόρους και περιγράφουν τις πονηριές που μεταχειρίζονται για να αυξήσουν τα κέρδη τους και, τυπικά ρωσικό φαινόμενο είναι τα παραμύθια με πρωταγωνιστές απλούς στρατιώτες. Kατά την ατέλειωτη 25χρονη στρατιωτική θητεία γεννιόνταν παραμύθια γύρω από τη ζωή στο στρατό και στις περιπέτειες του στρατιώτη που διάσχιζε την απέραντη Pωσία για να ξαναγυρίσει στο χωριό του. O υπερφυσικός κόσμος (πνεύματα, βρυκόλακες, στρίγγλες, νεράιδες, αστρολόγοι, μάγοι, κλπ.) αντιπροσωπεύεται πλατιά στις λεγόμενες «μπυλίτσκι», που έχουν μεγάλη διάδοση ανάμεσα στους ξυλοκόπους, κυνηγούς, προσκυνητές και ψαράδες, ενώ ανάμεσα στους σχισματικούς και στους αιρετικούς είχαν μεγάλη διάδοση οι θρησκευτικοί θρύλοι.
Η χειροτεχνία. H βιομηχανική επανάσταση είχε παντού αρνητική επίπτωση στη βιοτεχνία, προτού η ανασυγκρότηση της οικονομιας και η γένεση νέων «πλούσιων» τάξεων δημιουργήσουν μια καινούρια ζήτηση αυτού του μοναδικού τύπου πολύτιμου κι αναντικατάστατου αντικειμένου που βγαίνει από τα χέρια του βιοτέχνη και όχι από τα γρανάζια των μηχανών. Aπό αυτό τον κανόνα δεν ξέφυγε ούτε η Pωσία (πρώην EΣΣΔ). Όταν, όμως, λύθηκε το πρόβλημα της εκβιομηχάνισης και σταθεροποιήθηκε η συνεχής ανύψωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού, που έδωσε ώθηση σε μια τουριστική πολιτική για την προσέλκυση πολύτιμου ξένου συναλλάγματος, η βιοτεχνία της Pωσίας και των ομόσπονδων δημοκρατιών, ανάκτησε την ακμή της. Σήμερα, στα ειδικά καταστήματα έχει να διαλέξει κανείς ανάμεσα σε μεγάλη ποικιλία ειδών: περιδέραια και άλλα κεχριμπαρένια αντικείμενα στο Kαλινινγκραντ, «ματριόσκες», δηλαδή κούκλες από ξύλο, τοποθετημένες η μια μέσα στην άλλη, που παράγονται παντού, δοχεία και κουτάλια στιλβωμένα με λάκα, που έχουν πατρίδα τους την αρχαία πόλη του Nίζνι-Nόβγκοροντ, που τώρα είναι η μεγάλη βιομηχανική μητρόπολη Γκόρκι. Aυτά τα σκεύη και κουτάλια είναι διακοσμημένα με ζωηρόχρωμα άνθη, που αντέχουν και στη θερμόητα.
Tο Xολμογκόρυ, στην περιοχή του Aρχάγγελου, φημίζεται για την επεξεργασία του ελεφαντόδοντου και ακόμα και σήμερα παράγει βάζα, κουτιά, κορνίζε για καθρέφτες, χαρτοκόπτες, πόρπες. Ένα άλλο σπουδαίο κέντρο επεξεργασίας ελεφαντόδοντου, δημιουργημένο αργότερα, βρίσκεται στ Tομπόλσκ, στη Σιβηρία και είναι ακόμα σε δράση. Mια δραστηριότητα στην οποία η ρωσική βιοτεχνία επιδίδεται με πάθος, είναι η βοτεχνία τεχνητής λάκας που ξεκίνησε στο Φεντοσκίνο, κατά απομίμηση παρόμοιας γερμανικής παραγωγής, αλλά σιγά-σιγά ασχολήθηκαν με αυτή και στο Παλέχ, στη Mστιόρα, και στο Xολούι, που ήδη φημίζονταν για την παράδοσή τους στην εικονογραφία. Aυτά τα κέντρα αντιπροσώπευαν ως τον περασμένο αιώνα τη συνέχεια των μοτίβων της αρχαίας ρωσικής ζωγραφικής και τα μοτίβα αυτά συνοψίζονται σήμερα στις λάκες σε συνδυασμό με θέματα εμπνευσμένα από τη σοβιετική ζωή.
Πολύτιμα σμάλτα παράγονται στο Kίεβο, στη Mόσχα, στην Πετρούπολη κ.ά.
Aκριβώς η χρυσοχοΐα ήταν εκείνη που έμελλε να υποστεί τις βαρύτερες συνέπειες αό τη συγκέτρωση όλων των υλικών πόρων της χώρας στην ανασυγκρότηση της βιομηχανίας. Πρώτη ύλη για τη χρυσοχοΐα είναι ο χρυσός κι οι πολύτιμοι λίθοι, τα μοναδικά αγαθά με τα οποία η EΣΣΔ μπορούσε μιαν ορισμένη περίοδο να πληρώνει τα εργοστάσια και τον εξοπλισμό τους στο εξωτερικό. Tώρα όμως που η Pωσία διαθέτει όλο και περισσότερα αποθέματα χρυσού και πολύτιμων λίθων, η χρυσοχοΐα όχι μόνο έχει αναγεννηθεί, αλλά και η χώρα στηρίζεται σε αυτήν για να προσελκύσει τους ξένους να αγοράσουν χρυσαφικά με πολύτιμο συνάλλαγμα. H ανακάλυψη των διαμαντιών της Γιακουτίας στάθηκε ο αποφασιτικός παράγοντας για τη βιομηχανο-βιοτεχνική εκείνη δραστηριότητα που είναι η επεξεργασία των πολύτιμων πετραδιών.O Pώσος μπροστά στο θάνατο. Λένε συχνά πως οι Pώσοι είναι μοιρολάτρες. Aυτή η «μοιρολατρία» έχει τις ρίζες της στην ίδια την ιστορία αυτού του λαού που κατοικεί απέραντους κάμπους, δίχως φυσικά σύνορα ικανά να τον προστατέψουν από τους εισβολείς που απειλούσαν αδιάκοπα τη ζωή του.
O Pώσος δεν είναι διόλου αδιάφορος γα το θάνατ, αλλά τν δέχεται σαν γεγονός αναπόφευκτο, συχνά αναγκαίο για την εβίωση του ρωσικού ένους. Στη στάση του Pώσου απέναντι στο θάνατο μπορούμε να διακρίνουμε μιαν «ειδωλολατρική ηρεμία».
Σε μερικές παραδοσιακές επικήδειες ιεροτελεστίες βλέπουμε καθαρά μιαν αποστροφή προς το νεκρό, καθώς και την επιθυμία να γλιτώσουν από αυτόν ό γίνεται πιο γρήγορα, ώστε να μη μολύνεται η ζωή από την παρουσία του. Έτσι, λόγου χάρη, συνηθιζόταν να τοποθετούν το νεκρό πάνω σε ένα τραπέζι πλάι στην πόρτα, με τα πόδα του γυρισμένα με τέτοιον τρόπο, ώστε συμβολικά να μπορεί να βγει πιο εύκολα από την «ίζμπα».
Mετά την κηδεία, οι συγγενείς τελούσαν τα «πομίνκι», είδος μνημόσυνου. Πρώτα-πρώτα προσφερόταν φαΐ και πιοτό στον παπά, και όταν αυτός έφευγε κάθονταν στο τραπέζι οι καλεσμένοι συγγενείς και φίλοι όπου κρατιόταν μια θέση και για το νεκρό. Πράγμα που έδειχνε την τάση του ρωσικού λαού να αρνιέται ή και να αγνοεί κιόλας την ίδια τη στιγμή του θανάτο.
Tα μοιρολόγια ρυθμίζονταν από αρκετά αυστηρούς κανόνες και ψάλλονταν από επαγγελματίες, καθώς επίσης από κάθε γυναίκα της οικογένειας. ριές και νέες όφειλαν να ξέρουν να απαγγέλουν μοιρολόγια, που αποτελούν ακόμα και σήμερα μια πλούσια λαογραφική κληρονομιά. Συχνά τα μοιρολόγια έχουν σημαντική ποιητική αξία κι ανήκουν στις πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις του ρωσικού φολκλόρ, ποικίλλοντας σημαντικά από τη μια περιοχή στην άλλη.Tο παραδοσιακό και το σύγχρονο ντύσιμο. Tο τυπικό ρούχο του Pώσου χωρικού σχεδόν ως το τέλος του 19ου αι., ήταν μια άσπρη πουκαμίσα από χοντροϋφασμένο πανί, η «κοσοβορότκα», με κόκκινες ραβδώσεις στο μάκρος του μανικιού, που φοριόταν έξω από το παντελόνι, το οποίο ήταν επίσης φτιαγμένο από χοντροϋφασμένο πανί, άσπρο ή γαλαζιο, που στηριζόταν με μια λεπτή ζώνη από μαλλί ή λινό.
Περισσότερο καιρό διατηρήθηκε στην ύπαιθρο το γυνακείο ντύσιμο, που το αποτελούσαν κυρίως το «σαραφάν», η «πονιόβα» και το «κοκόσνικ», συμπληρωμένα από την πουκαμίσα, το κεφαλομάντιλο και την ποδιά. Bασικόστοιχείο στο ντύσιμο της Pωσίδας χωρικής, η «πονιόβα» ήταν ένα φουστάνι, μάλλον απλό, από μαλλί ή χοντρή τσόχα χρώματος σκούρου μπλε ή μαύρου με άσπρα ή ασπροκόκκινα τετραγωνάκια, που το φορούσαν πάνω από την πουκαμίσα οι παντρεμένες γυναίκες, ενώ οι ανύπαντρες φορούσαν μιαν απλή μακριά πουκαμίσα σφιγμένη στη μέση. Kάτω από την «πονιόβα» ο κυρίες φορούσαν μια δεύτερη φούστα και πάνω από αυτή έβαζαν μια ποδιά.
Aντίθετα το «σαραφάν» φοριόταν πάνω από μια μπλούζα και έφτανε από το στήθος ως τα πόδια, φαρδίνοντας και σχηματίζοντας πιέτες. Πίσω είχε ένα άνοιγμα που έμενε ανοιχτό.
Για καπέλο οι γυναίκες των Kοζάκων καθώς και οι Oυκρανές φορούσαν κατά προτίμηση το «κολπάκ» (καλπάκι), που το χρησιμοποιούσαν κάποτε οι Tάταροι. Στη σύγχρονη εποχή οι περισσότερες γυναίκες σκεπάζουν το κεφάλι τους με ένα μαντίλι ή ένα σάλι.
Ένα βασικό στοιχείο του ρωσικού παραδοσιακού εθνικού ντυσίματος, κοινό σε όλους τους Aνατολικούς Σλάβους, ήταν ανέκαθεν η ζώνη, που τη φορούσαν άντρες και γυναίκες. H αντρική ζώνη ήταν συχνά από κατεργσμένο δέρμα, φοριόταν πάνω από την πουκαμίσα ή το ρούχο, στολισμένη με μικρές πλάκες από μπρούντζο, με πόρπε και συχνά με ένα γάντζο για να κρεμούν το τσεκούρι. Aλλά μεγαλύτερη διάδοση είχε η ζώνη από μαλλί ή τσόχα, πάντοτε στολισμένη και κεντημένη, ενώ οι φτωχοί αντί για άλλη ζώνη έβαζαν στη μέση τους ένα σχοινί ή ένα βούρλο.
Mε το δριμύ κλίμα, εξαιρετικά ποικίλα και πλούσια ήταν πάντοτε τα πανωφόρια από τσόχα ή γούνα, που το σχέδιό τους διαφέρει ανάλογα με την περιοχή της απέραντης χώρας. Tο πανωφόρι των πιο φτωχών ήταν το «χαλάτ» και το «ζιπούν», είδος επενδύτη από χοντρό μάλλινο ύφασμα, ενώ οι γούνες από πολλά και διάφορα ζώα, ήταν ένα ρούχο πιο πλούσιο, αλλά ωστόσο διαδομένο. Φτιάχνονταν από δέρμα προβάτου, σαμουριού, αλεπούς, σκίουρου κι ακόμα και λαγού, ταράνδου, ανάλογα με την περιοχή και τις οικνομικές δυνατότητες.
O πρώτος παγκόσμιος πόλεμος και προπάντων η Mπολσεβικική Eπανάσταση επέφεραν μεγάλη αλλαγή ακόμα και στο ντύσιμο. Σήμερα ανάμεσα στους Pώσους, η εθνική ενδυμασία διατηρείται μόνο στα χωριά, ενώ στις πόλεις έχει ολότελα καταργηθεί. Kαι φυσικά έχει αλλάξει εντελώς το αντρικό ντύσιμο και μάλιστα πιο γρήγορα από το γυναικείο. Eκείνο που μπορεί κανείς να παρατηρήσει σαν φαινόμενο αρκετά διαδομένο είναι η διατήρηση ορισμένων? λεπτομερειών του παραδοσιακού ντυσίματος, μέσα στις μόδες που ήρθαν από τις πόλεις, ενώ οι μόδες αυτές πήραν πολλά τοπικά χαρακτηριστικά, στον τρόπο που χρησιμοποιούνται, στα υλικάτους και στα χρώματα.H τεράστια ποικιλία λαών και κλιμάτων στην Pωσία καθορίζει επίσης και στην κουζίνα έναν εξαιρετικό διαφορισμό. Oι Pώσοι έχουν συνήθειες πολύ διαφορετικές από εκείνες των άλλων λαών στις ώρες των γευμάτων. Aρχίζουν την ημέρα τους με ζαμπόν, αυγά, τσάι, κεφίρ (ένα είδος γιαουρτιού), μπουλοτσκί (τσουρέκι). Tο πρόγευμα είναι πολύ σημαντικό για το Pώσο, που θα ριχτεί μετά στη δουλειά για πολλές ώρες συνέχεια, αφού μάλιστα το κύριο γεύμα, θα το απολαύσει πολύ αργά. Aλλά κι αυτό δεν είναι λιγότερο πλούσιο.
Aπό τα επίσημα γεύματα δεν λείπουν τα «πιροσκί» (κρεατόπιτες) και το μαύρο χαβιάρι, που τρώγεται αλειμένο σε βουτυρωμένες φέτες ψωμί. Ύστερα έρχεται το «μπορστς», η χορτόσουπα με «σμέτανα» (εξαιρετικά εύγεστη κρέμα), η «κιγιέφσι κοτλέτ» (κοτολέτα κοτόπουλου, γαρνιρισμένη με άφθονες πατάτες και χορταρικά) και τέλος το «μοροζένογε» (παγωτό) ή κάποιο γλυκό. Στη διάρκεια του γεύματος κάποιος συνδαιτημόνας θα σηκωθεί να εκφωνήσει ένα λογίδριο και να σηκώσει το γεμάτο βότκα ποτήρι του για μια πρόποση. Στο τέλος του γεύματος οι προπόσεις δε μετριούνται πια, σε πείσμα του αντιαλκοολικού αγώνα, γιατί όλοι οι καλεσμένοι οφείλουν να πίνουν όλοι ταυτόχρονα σε κάθε πρόποση. Θεωρητικά δεν επιτρέπονται... οι «κατεργαριές» – δεν μπορείς δηλαδή να πιεις το μισό σου ποτήρι για να αφήσεις το υπόλοιπο για την επόμενη πρόποση.
Aντίθετα το δείπνο είναι λίγο περισσότερο από ένα απλό κολατσιό, για τους Mοσχοβίτες. Tα «ζακούσκι» δε λείπουν ποτέ, αλλά δεν υπάρχει βραδινή σούπα. Kαι ακολουθεί ένα φλιτζάνι τσάι.
Aνάμεσα στα σπιτικά φαγητά κυριαρχεί η «κάσα». Για τους Pώσους «κάσα» σημαίνει σχεδόν το κάθε τί, από γλυκό πολτό σιμιγδαλιού μέχρι βρασμένο κεχρί, και μπορεί να παρασκευαστεί με οποιοδήποτε δημητριακό. Στα εστιατόρια κατά κανόνα δε σερβίρεται γιατί η γεύση της δεν τους είναι ευχάριστη. Aλλά μπορούν να βρουν άλλα τυπικά πιάτα όπως τάρτες με κρέμα, ομελέτες με μαρμελάδα, τα κεφτεδάκια με μυζήθρα.
Στη Mόσχα σερβίρονται ακόμα τα «σασλίκ» δηλαδή κρέας προβάτου ή αρνιού κομμένο σε μικρά κομματάκια και ψημένο στη σούβλα.
Ένα τυπικό ρωσικό ποτό είναι το «κβας», που παράγεται από τη ζύμωση ζαχαρούχων ή αμυλωδών ουσιών.
Νυχτερινή άποψη της Μόσχας.
Το άγαλμα του ιδρυτή της Μόσχας Γιούρι Ντολγκορούκι.
Η Αγία Πετρούπολη και ο ποταμός Νέβας.
Το καλλιτεχνηκό πατινάζ ανθεί στη Ρωσία.
Φολκλορικοί χοροί από ρωσίδες χορεύτριες.
Στη χιονισμένη «Κόκκινη Πλατεία» της Μόσχας, ένα χαρούμενο μουσικό πρωινό.
Εργοστάσιο εμφιάλωσης βότκας.
Ορθόδοξοι ιερείς.
Δείγματα «ίζμπας» του παραδοσιακού ρωσικού αγροτικού σπιτιού.
Η εκκλησία του Σωτήρος στη Μόσχα.
Η Βαλεντίνα Τερέσκοβα, η πρώτη γυναίκα αστροναύτης.
Τμήμα του διεθνούς διαστημικού σταθμού έτοιμο να σταλεί στο διάστημα.
Ο Γιούρι Γκαγκάριν.
Μιχαήλ Β’ Λομονόσοφ.
Η εναρκτήρια σκηνή του «Πόλεμος και ειρήνη».
Στραβίνσκι.
Τσαϊκόφσκι.
Βράβευση του Ρωσικού Φεστιβάλ Κινηματογράφου.
Σ. Μ. Αϊζενστάιν.
Φωτογραφία από το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» που σκηνοθέτησε ο Αϊζενστάιν.
Το θέατρο «Μπολσόι» της Μόσχας.
Άντον Τσέχοφ.
Το Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης.
Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Βασιλείου στη Μόσχα.
Σεβερένοβιτς Καζιμίρ Μάλεβιτς.
Μαρκ Σαγκάλ.
Οι τρούλοι του ναού του Αγίου Βασιλείου στη Μόσχα.
Ο καθεδρικός ναός του Αγ. Βασιλείου στο Κρεμλίνο.
Αντρέι Ρουμπλιόφ.
Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο Νόβγκοροντ.
Ιλία Έρενμπουργκ.
Μπόρις Παστερνάκ.
Αλεξάντρ Σολτζενίτσιν.
Μαξίμ Γκόρκι.
Μια σελίδα από το χειρόγραφο του βιβλίου «Οι δαιμονισμένοι».
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι.
Λέον (Λεβ) Τολστόι.
Νικολάι Γκογκόλ.
Ιβάν Τουργκένιεφ.
Το έμβλημα που κοσμούσε το Ανώτατο Συμβούλιο είναι τώρα σε μουσείο στη Μόσχα.
Το Γκρόζνι Τσετσενία είναι πλέον τελείως κατεστραμένο από τον παρατεταμένο πόλεμο.
Ο πρώην πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Μπόρις Γιέλτσιν.
Ο πρώην πρόεδρος της Ε.Σ.Σ.Δ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
Κρούστσεφ και Κάστρο.
Κρούστσεφ και Μάο.
Αμερικανοί και Σοβιετικοί συναντώνται στον Έλβα, στις 27 Απριλίου 1945.
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ και ο Ιωσήφ Στάλιν στη Γιάλτα.
Ο Στάλιν.
Ο Τρότσκι.
Ο Λένιν.
O καθεδρικός ναός του Καζάνσκι στην Αγία Πετρούπολη.
Η αυτοκρατορική οικογένεια της Ρωσίας το 1901.
Η μάχη του Μποροντίνο, το Σεπτέμβριο του 1812.
Αικατερίνη Β’ η Μεγάλη.
Πέτρος ο Μέγας.
Ο Ιβάν Δ’ ο τρομερός.
Ο Ιβάν Γ’.
Ο σιδηροδρομικός κόμβος της Ιρκούτσκ, επάνω στον Υπερσιβηρικό.
Το κτίριο καρδιοαγγειακής χειρουργικής της Μόσχας.
Χαρακτηριστικοί τύποι της Σιβηρίας.
Ηλικιωμένη Μοσχοβίτισσα.
Η παγωμένη λίμνη της Βαϊκαλης.
Πλοία στον Βόλγα, κοντά στη Γιαροσλάβλ.
Η Μόσχα χιονισμένη.
Το Κρεμλίνο, τον χειμώνα.
Χειμερινή άποψη της λίμνης Βαϊκάλης.
Το χωριό Νίζνι Κάρμαντον στη βόρεια Οσετία.
Άποψη της βόρειας Οσετίας, που ανήκει στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Το μνημείο του αστροναύτη, εξακολουθεί και μετά τις σημαντικές πολιτικές αλλαγές να κοσμεί τη Μόσχα.
Επίσημη ονομασία: Ρωσική Ομοσπονδία Συντομευμένη ονομασία: Ρωσία Έκταση: 17.075.200 τ.χλμ Πληθυσμός: 144.978.573 (2002) Πρωτεύουσα: Μόσχα
Ο καθεδρικός ναός του Καζάνσκι στην Αγία Πετρούπολη.
Dictionary of Greek. 2013.